Από την προβλήτα στο λιμάνι μιας επαρχιακής πόλης καθώς φυσάει ένας άγριος νοτιάς, πούχει σηκώσει θεόρατα κύματα, βουτούν με εμφανή κίνδυνο να παρασυρθούν στα βαθιά και μην τα καταφέρουν να ξαναβγούν μερικοί νεαροί άνδρες αψηφώντας τον κίνδυνο. Στην πόλη αυτή οι νέοι συνήθιζαν να βουτούν από αυτή την προβλήτα.
Ένας κύριος που περνούσε από εκεί σκέφτηκε: μα γιατί δεν υπάρχει κάποιος να απαγορέψει στα νέα παιδιά να βάζουν σε τέτοιο φανερό κίνδυνο τον εαυτό τους; Κι αν ακόμη είναι μια συνήθεια παραδοσιακή στην περιοχή να βουτούν από εκεί, γιατί ο Δήμος, αναρωτήθηκε, δεν το ρυθμίζει ώστε να μην επιτρέπεται να το κάνουν όταν οι συνθήκες δεν είναι κατάλληλες; Καθώς κοιτούσε με έντονο ενδιαφέρον σκέφτηκε με ποιον τρόπο θα μπορούσε να βοηθήσει, αν κάποιος βρίσκονταν σε δυσκολία.
Ένας άλλος, που πέρασε λίγο αργότερα μαζί με έναν φίλο του, σχολίασε με θαυμασμό την αποκοτιά και τη γενναιότητα των νεαρών που αψηφούσαν τα στοιχεία της φύσης. Κάνα δυο φορές, που κάποιος από τους νέους δυσκολεύονταν ιδιαίτερα με τα κύματα, σκέφτηκε με ένα αντιφατικό ρίγος ότι μπορεί να έβλεπε έναν πνιγμό. Αισθάνθηκε μια αόριστη ανάγκη να προσευχηθεί για τα παιδιά αυτά.
Λίγο αργότερα πέρασε ένας άλλος διαβάτης. Αυτός, βλέποντας ότι η αποκοτιά τους ενέχει σημαντική δόση κινδύνου, σκέφτηκε ότι ίσως να μη γνώριζαν σε τι ρίσκο εξέθεταν τον εαυτό τους. Δεν είδε πουθενά ταμπέλες ή άλλα μέσα που να προειδοποιούν για τις συνέπειες των ρευμάτων και τις συνθήκες της θάλασσας. Ρώτησε μερικούς από τους ντόπιους περαστικούς και κατάλαβε ότι δεν γνώριζαν και πολλά γι' αυτούς τους κινδύνους, παρότι κατά καιρούς χάνονταν άνθρωποι. Σκέφτηκε έτσι ότι η κοινότητα, ο Δήμος, δεν ασκούσαν σωστά τα καθήκοντά τους για να εκπαιδεύσουν, να ενημερώσουν, να πληροφορήσουν. Η δική του αλληλεγγύη θα ήταν η άμεση προσπάθειά του να τους πείσει.
Ο πρώτος ήταν σοσιαλιστής. Ο δεύτερος συντηρητικός. Ο τρίτος φιλελεύθερος.
Οι σοσιαλιστές (και περισσότερο οι έντονα κρατιστές ανάμεσά τους) στην πατερναλιστική τους αντίληψη αποδέχονται την ελευθερία ατομικών επιλογών στον βαθμό εκείνο που αναγνωρίζεται από κάποια ειδική κρατική ρύθμιση, η οποία με τη σειρά της κυρώνει και επιβάλλει τις επιλογές της κοινότητας. Η νομιμότητα πηγάζει από τη συλλογική έκφραση μιας αξίας, η οποία με τη σειρά της εγκολπώνεται στο κράτος. Ο χώρος της ιδιωτικής ευθύνης και αντίστοιχα ελευθερίας πηγάζει έτσι από το κράτος.
Για τον συντηρητικό η πρόκληση προς ένα μέλλον ισχυρό που επιβάλλεται στα στοιχεία της φύσης και επομένως στον χρόνο (άρα παγιώνει τη σημερινή δική του ισχύ, τη συντηρεί) δικαιολογεί την αποκοτιά και τις συνέπειές της. Τα άλλα έρχονται δεύτερα. Η αλληλεγγύη του συνήθως έχει βάση μεταφυσική.
Για τον φιλελεύθερο η νομιμότητα των επιλογών πηγάζει από το εσωτερικό σύστημα αξιών και προτεραιοτήτων κάθε ανθρώπινου όντος, εφόσον οι επιλογές αυτές αφορούν τον ίδιο, τη ζωή του και το μέλλον του. Ο χώρος των ιδιωτικών επιλογών είναι ένα σύστημα ισάξιο με αυτό των υποχρεωτικά κοινών επιλογών της δημόσιας σφαίρας, οι οποίες περιορίζονται εκεί που είναι απαραίτητες και απολύτως αιτιολογημένες. Με μια προϋπόθεση: ότι καθένας έχει πρόσβαση στην αναγκαία παιδεία, γνώση, πληροφόρηση που απαιτείται για να σχηματίσει τις αποφάσεις που τον αφορούν.
Κάθε μας πράξη, κάθε επιλογή, περιέχει αυτές τις τρεις οπτικές σε διαφορετικές δόσεις κάτω από διαφορετικές συνθήκες. Η κοινή απόφαση κάθε ανθρώπινης κοινότητας για τον τρόπο λειτουργίας της προϋποθέτει συμβιβασμούς ανάμεσά τους. Συχνά είναι αναγκαία η δημόσια παρέμβαση, γιατί η πληροφόρηση και η παιδεία δεν είναι ακόμη επαρκείς ή πλήρεις (άρα πρέπει να βελτιωθούν με κάποιας μορφής δημόσια δράση), ενώ η μεταφυσική αποκοτιά της παράδοσης διασφαλίζει αρκετές φορές μια μελλοντική επιβεβαίωση της ισχύος. Η όποια απόφαση, για να λειτουργήσει και να οδηγήσει στην πρόοδο την πόλη με όλους τους κατοίκους της (το οποίο είναι προς το συμφέρον όλων επίσης), χρειάζεται σίγουρα και την ετοιμότητα για την προσφορά αλληλεγγύης.
Στην πραγματικότητα, είμαστε ελεύθεροι και ταυτόχρονα υποχρεωμένοι από την ίδια την πραγματικότητα κάθε φορά να διαλέξουμε τον κατάλληλο συμβιβασμό και τις αντίστοιχες πολιτικές, μετά από διάλογο και τη δημόσια και έντονη δημοκρατική αντιπαράθεση των απόψεων αυτών.
Κάθε άνθρωπος της εποχής μας έχει, ασυνείδητα ή συνειδητά, μια ιδιοσυγκρασία λίγο ή περισσότερο εγγύτερη σε κάθε μια από τις τρεις οπτικές. Η αντιπαράθεση μεταξύ τους δεν αφήνει χώρο για την τρέλα, εφόσον η κοινότητα συμμετέχει σε αυτή την αντιπαράθεση.
Στον λαϊκισμό όμως, δηλαδή όταν οι αξίες ισοπεδώνονται από το άλογο αίσθημα και γίνονται ένας χυλός, δύσκολα μπορεί κανείς να φανταστεί πώς θα προκύψει ένας λειτουργικός συμβιβασμός για τη βελτίωση της ενημέρωσης και της Παιδείας (άρα και της ευθύνης) παράλληλα με την άμεση αντιμετώπιση του κινδύνου.
Σε συνθήκες υστερίας και γενικευμένου φόβου, με τους ανθρώπους να ωρύονται έξαλλοι γύρω από την προβλήτα «προσοχή, παλιόπαιδο, θα πνιγείς», «αχ, πάει, χάθηκε το παιδί», «μην κοιτάς Γιαννάκη (θα παρασυρθεί και ο δικός μου γιος)», μπορεί κανείς να φανταστεί βάσιμα τον κ. Τσίπρα πρωθυπουργό με υπουργό Δημόσιας Τάξης τον αείμνηστο στρατηγό Δροσογιάννη (για τους παλιότερους) ή τον Καμμένο όπως και τον κ. Σαμαρά με υπουργό Δημόσιας Τάξης τον κ. Παυλόπουλο, τον κ. Παπαθεμελή ή τον κ. Πολύδωρα.
Δεν θα τους δημιουργούσε καμία εσωτερική αντίφαση, καμιά ασυνέχεια, καμία αδυναμία αποδοχής. Όπως δεν ενόχλησε ποτέ τον «σοσιαλιστή» Ανδρέα Παπανδρέου και τον «συντηρητικό» Κωστάκη Καραμανλή η συνύπαρξη με τα εν λόγω υποκείμενα.
Κι όταν σχηματιστεί ένας επαρκής αχταρμάς πανικού και υστερίας από έξαλλους κατοίκους γύρω από την προβλήτα (που έχουν απελπιστεί γιατί ο «κακός» νοτιάς τούς σάρωσε τις στέγες), μπορεί ακόμη ευκολότερα να φανταστεί κανείς το περιστατικό να καταλήγει σε κάτι μαύρο και σκοτεινότερο. Η κοινότητα, αντί να αγκαλιάσει και βοηθήσει με κάποιον τρόπο τους νεαρούς ή απλώς να τους σεβαστεί, παρασυρμένη από τον δικό της φόβο που κάποιοι βίαιοι και ανισόρροποι κεντρίζουν, τους εκτελεί συνοπτικά για παραδειγματισμό των υπολοίπων.
Όλα αυτά ενώ ο νοτιάς λυσσομανάει σαρώνοντας την πόλη και το λιμάνι της.
Γιώργος Γιαννούλης- Γιαννουλόπουλος
No comments:
Post a Comment