Λένε ότι ο εχθρός του καλού είναι το καλύτερο. Ο πραγματικός του όμως αντίπαλος είναι το τέλειο.
Όταν κάποιος θέλει να αποφύγει οποιαδήποτε βελτίωση, οποιαδήποτε αλλαγή, συγκρίνει το προτεινόμενο, ή το καμωμένο, με ένα ιδεατό, τέλειο, που ο ίδιος κατασκευάζει, κάτι χωρίς κανένα ψεγάδι. Έτσι αποθαρρύνει, αντιπαλεύει το καλύτερο και εν τέλει δεν γίνεται τίποτα και κυριαρχεί το χειρότερο. Δεκάδες τα παραδείγματα: ενέργεια χωρίς καμία όχληση, όχι με μικρότερους ρύπους και χαμηλότερο περιβαλλοντικό αποτύπωμα. Χώρα χωρίς καμία διαφθορά. Παραγωγή όχι με μικρότερο, αλλά με κανένα περιβαλλοντικό αποτύπωμα και, ει δυνατόν, δίχως καμία κοπιαστική εργασία. Όχι καλύτερες υποδομές, δρόμοι, τρένα, παιδεία, αλλά υποδομές χωρίς κανένα ψεγάδι. Όχι πολιτικοί με επιτυχίες, αποτυχίες κι όρια, αλλά πολιτικοί θεοί, μεγάλοι και αλάθητοι ηγέτες. Δηλαδή συγκρίνει με το ανύπαρκτο, για να επιβιώσει το μέτριο και εν τέλει να κυριαρχήσει το χειρότερο: ο ίδιος.
Στην πραγματικότητα, αν μπορεί κανείς να κρίνει από απόσταση την επιτυχία ή την αποτυχία μιας διακυβέρνησης, μπορεί να την κρίνει μόνο υπό την οπτική της βελτίωσης.
Εάν η χώρα που παρέδωσε αποχωρώντας είναι κάπως καλύτερη σε ορισμένα θέματα και τομείς, στην οικονομία, στη διεθνή θέση, στην πρόοδο σε κοινωνικά θέματα, από αυτήν που παρέλαβε. Εάν πραγματοποίησε βελτιώσεις ή χειροτέρεψαν τα πράγματα, στο πλαίσιο των συγκυριών και ισορροπιών ισχύος που κυβέρνησε.
Από αυτή την άποψη, βλέποντας τη σύγχρονη Ελλάδα από τη μεταπολίτευση και δώθε, μπορεί κανείς να διακρίνει με καθαρότητα τρεις διαφορετικές περιόδους:
Τις περιόδους ραγδαίας επιδείνωσης σχεδόν σε όλα τα θέματα: τη διακυβέρνηση Καραμανλή του μικρού και τη διακυβέρνηση Τσίπρα. Η χώρα που παρέδωσαν και θα παραδώσουν είναι αναμφισβήτητα σε πολύ χειρότερη θέση από αυτήν που παρέλαβαν.
Την αντιφατική περίοδο της πρώτης οκταετίας Παπανδρέου. Η χώρα που παρέδωσε ήταν δραματικά χειρότερη στην οικονομία και στα βασικά δεδομένα αποτελεσματικής λειτουργίας του κράτους, όπως και στη διάχυση της ανευθυνότητας και διαφθοράς στα μεσαία και κατώτερα στρώματα. Η σύνθεση του κινήματός του επέτρεψε οριακές βελτιώσεις σε κοινωνικά ζητήματα όπως στο Σύστημα Υγείας, στον αστικό κώδικα κλπ, που δεν πήγαν όμως τόσο μακριά όσο κατόρθωσαν να φτάσουν σε άλλες χώρες με παράλληλη εξέλιξη, ακριβώς διότι υπήρξε καταστροφική στους βασικούς τομείς που προαναφέρθηκαν.
Όλες οι υπόλοιπες περίοδοι διακυβέρνησης, σε γενικές γραμμές, παρέδωσαν μια χώρα κάπως ή αρκετά καλύτερη και ισχυρότερη από αυτήν που παρέλαβαν, με μικρότερες ή μεγαλύτερες επιτυχίες, στο πλαίσιο των δυνατοτήτων που υπήρχαν.
Είχαν όμως την ατυχία να διακοπούν πρόωρα ή απλώς να τις διαδεχθούν περίοδοι καταστροφής, αποσύνθεσης, οπισθοδρόμησης, που είχαν εκκολάψει ήδη οι προηγούμενες φάσεις αποσύνθεσης, στην κοινωνία και στο πολιτικό σύστημα.
Όταν κάποιος θέλει να αποφύγει οποιαδήποτε βελτίωση, οποιαδήποτε αλλαγή, συγκρίνει το προτεινόμενο, ή το καμωμένο, με ένα ιδεατό, τέλειο, που ο ίδιος κατασκευάζει, κάτι χωρίς κανένα ψεγάδι. Έτσι αποθαρρύνει, αντιπαλεύει το καλύτερο και εν τέλει δεν γίνεται τίποτα και κυριαρχεί το χειρότερο. Δεκάδες τα παραδείγματα: ενέργεια χωρίς καμία όχληση, όχι με μικρότερους ρύπους και χαμηλότερο περιβαλλοντικό αποτύπωμα. Χώρα χωρίς καμία διαφθορά. Παραγωγή όχι με μικρότερο, αλλά με κανένα περιβαλλοντικό αποτύπωμα και, ει δυνατόν, δίχως καμία κοπιαστική εργασία. Όχι καλύτερες υποδομές, δρόμοι, τρένα, παιδεία, αλλά υποδομές χωρίς κανένα ψεγάδι. Όχι πολιτικοί με επιτυχίες, αποτυχίες κι όρια, αλλά πολιτικοί θεοί, μεγάλοι και αλάθητοι ηγέτες. Δηλαδή συγκρίνει με το ανύπαρκτο, για να επιβιώσει το μέτριο και εν τέλει να κυριαρχήσει το χειρότερο: ο ίδιος.
Στην πραγματικότητα, αν μπορεί κανείς να κρίνει από απόσταση την επιτυχία ή την αποτυχία μιας διακυβέρνησης, μπορεί να την κρίνει μόνο υπό την οπτική της βελτίωσης.
Εάν η χώρα που παρέδωσε αποχωρώντας είναι κάπως καλύτερη σε ορισμένα θέματα και τομείς, στην οικονομία, στη διεθνή θέση, στην πρόοδο σε κοινωνικά θέματα, από αυτήν που παρέλαβε. Εάν πραγματοποίησε βελτιώσεις ή χειροτέρεψαν τα πράγματα, στο πλαίσιο των συγκυριών και ισορροπιών ισχύος που κυβέρνησε.
Από αυτή την άποψη, βλέποντας τη σύγχρονη Ελλάδα από τη μεταπολίτευση και δώθε, μπορεί κανείς να διακρίνει με καθαρότητα τρεις διαφορετικές περιόδους:
Τις περιόδους ραγδαίας επιδείνωσης σχεδόν σε όλα τα θέματα: τη διακυβέρνηση Καραμανλή του μικρού και τη διακυβέρνηση Τσίπρα. Η χώρα που παρέδωσαν και θα παραδώσουν είναι αναμφισβήτητα σε πολύ χειρότερη θέση από αυτήν που παρέλαβαν.
Την αντιφατική περίοδο της πρώτης οκταετίας Παπανδρέου. Η χώρα που παρέδωσε ήταν δραματικά χειρότερη στην οικονομία και στα βασικά δεδομένα αποτελεσματικής λειτουργίας του κράτους, όπως και στη διάχυση της ανευθυνότητας και διαφθοράς στα μεσαία και κατώτερα στρώματα. Η σύνθεση του κινήματός του επέτρεψε οριακές βελτιώσεις σε κοινωνικά ζητήματα όπως στο Σύστημα Υγείας, στον αστικό κώδικα κλπ, που δεν πήγαν όμως τόσο μακριά όσο κατόρθωσαν να φτάσουν σε άλλες χώρες με παράλληλη εξέλιξη, ακριβώς διότι υπήρξε καταστροφική στους βασικούς τομείς που προαναφέρθηκαν.
Όλες οι υπόλοιπες περίοδοι διακυβέρνησης, σε γενικές γραμμές, παρέδωσαν μια χώρα κάπως ή αρκετά καλύτερη και ισχυρότερη από αυτήν που παρέλαβαν, με μικρότερες ή μεγαλύτερες επιτυχίες, στο πλαίσιο των δυνατοτήτων που υπήρχαν.
Είχαν όμως την ατυχία να διακοπούν πρόωρα ή απλώς να τις διαδεχθούν περίοδοι καταστροφής, αποσύνθεσης, οπισθοδρόμησης, που είχαν εκκολάψει ήδη οι προηγούμενες φάσεις αποσύνθεσης, στην κοινωνία και στο πολιτικό σύστημα.
Γιώργος Γιαννούλης- Γιαννουλόπουλος
No comments:
Post a Comment