Σήμερα γιορτάσαμε τα γενέθλια ενός Τούρκου φίλου μου, που έκλεινε τα τριάντα τρία. Όμορφος, με μάτια Πέρσικα από τη μια μεριά των παππούδων του, καθαρά, με μεγάλες μαύρες βλεφαρίδες και κοψιά προσώπου ελληνική. Κάτι η χαλάρωση του κρασιού, κάτι η μουσική, είπαμε πολλά. Είπε πολλά δικά μου και εγώ πολλά δικά του.
Ταξιδέψαμε στις ταινίες και τις μουσικές, από κοινού, γιατί κοινές μας είναι, από τη Χαρούλα με τα "όνειρα, αγόρια" της, στον Mashrou Leila, στην Yasmine Hamdan και πίσω στον Μάνο και τον Elia Kazan, με το μεγάλο ταξίδι της μετανάστευσης, από τα βάθη της Ανατολίας στην Αμερική, την Οδύσσεια από τη σκληρή Καππαδοκία στη Νέα Υόρκη, του νεαρού Σταύρου. Το όνειρο της ελευθερίας και της δημιουργίας, που διάβηκε τον Ωκεανό κι έχτισε έναν άλλο καινούργιο κόσμο. Μαζί με όλο το χωριό του, Αρμένιοι και Έλληνες, που ένας Αρμένης κατάφερε να φέρει, έναν προς έναν, εκτός από τον γέρο πατέρα του, που διάλεξε να μείνει και να πεθάνει στον αρχαίο του τόπο.
Ο Τούρκος φίλος μου είναι φωτογράφος και σκηνοθέτης. Κατόρθωσε να στήσει ένα πολύ όμορφο project με θέμα τους ηλικιωμένους gay, στη Βαρκελώνη, άνθρωποι 80 και βάλε χρονών, που ζήσαν στα πέτρινα μεταπολεμικά χρόνια, ακόμη πιο γρανιτένια εδώ, την εποχή του ακραίου εθνικοκαθολικισμού του Φράνκο ( κάτι σαν σαράντα χρόνια Ελληνορθοδοξία χούντας επί δέκα, πολύ πιο σκληρής, αλά Ισπανικά, μετά τον αιματηρό εμφύλιο). Ψυχές που καθένας έζησε τους έρωτες και τις απογοητεύσεις του και τώρα τις ανακαλεί, στη δύση της ζωής, με χαμόγελο, νοσταλγία ή συγκίνηση, μαζί με ανθρώπους, τόπους, άλλες ζωές που θα μπορούσαν νάναι κι άλλες που γίναν. Ο φίλος μου θέλει να κάνει μια ταινία, γράφει το σενάριο ήδη, και είναι σίγουρος ότι θα βρει χρηματοδότες, ότι κάποια στιγμή θα πάει στις Κάννες, γιατί απλά το θέλει πολύ.
Μιλήσαμε και για άλλα.
Οι προπαππούδες του ήρθαν κάποια στιγμή από τη Μακεδονία στη Σμύρνη, σε ένα σάπιο βαπόρι, με ένα άρρωστο μωρό, τη γιαγιά του, που άφηνε το τόπο που γεννήθηκαν αυτοί κι οι πρόγονοί τους για δέκα γενιές, αυτόν τον μόνο που γνώρισαν κι αγαπούσαν, το σπίτι τους, τους πεθαμένους τους, τα όνειρά τους. Για να καταλήξουν στα βάθη της Τουρκίας, κάπου στην Άγκυρα. Κι όταν φτάσαν στον άγνωστο και ξένο τόπο, οι άλλοι Τούρκοι τους φώναζαν γκιαούρηδες, μη καθαρούς Τούρκους, ελληνόσπορους. Την ίδια στιγμή που η γιαγιά μου και η οικογένειά της έκανε την αντίστροφη πορεία, από τη Σμύρνη προς την Αθήνα, για να καταλήξει, "πρόσφηκας", όπως τους λέγαν οι "καθαροί" Έλληνες τότε τους Σμυρνιούς. "Βρωμιάρηδες που μας παίρνουν τις δουλειές κι οι γυναίκες τους άντρες", σε ένα ταπεινό προσφυγικό καλύβι στον Βύρωνα. Αφήνοντας πίσω ό,τι αγαπούσαν και κάτεχαν, τα σπίτια, τους Τούρκους γειτόνους τους και φίλους, τα μνήματα των προγόνων τους γενιές και γενιές. Αυτή την πόλη αγαπά ο φίλος μου περισσότερο στην πατρίδα του, την πιο ανοιχτή και σήμερα, που το καθεστώς του Σουλτάνου πήρε τις λιγότερες ψήφους. Γι' αυτό και την έχουν εγκαταλείψει. Εκεί κατέφυγε όταν έφυγε απ την Άγκυρα, πλάι στη θάλασσα.
Κι ακόμη, άφησαν και φέραν κι οι δυο οικογένειες τις μουσικές και τα όνειρα, που εντωμεταξύ έγιναν ρεμπέτικα της Σμύρνης, και του Πειραιά, και του Βοτανικού, και της Πόλης, κι από την άλλη μεριά αμανέδες και ρυθμοί και ταξίμια, και κατόπιν Χατζιδάκις, Μασρου Λειλα, Ελία Καζάν, και πιο πρόσφατα Çağan Irmak, που θα αφηγούνταν αυτές τις ιστορίες.
Ενώ το αόρατο χέρι κινούσε τα πόδια, τα μάτια και το σώμα, χωρίς καν να το προσπαθήσουμε, χωρίς να μπορούμε να του αντισταθούμε, η μουσική, άκουγα τον φίλο μου να μου λέει ότι «κανένας μας δεν διάλεξε τη σημαία του. Γεννήθηκα κάπου και μου την έδωσαν στα χέρια. … δουλεύω όπως όλοι οι καλλιτέχνες εκεί που υπάρχει ελευθερία και ερεθίσματα κι άλλοι καλλιτέχνες με ευαισθησίες και ιδέες» .
Θυμήθηκα την "εποχή της Μελισσάνθης" του Μάνου, με τον έφηβο που κείται στην άσφαλτο με μια σημαία του Έθνους καρφωμένη στην καρδιά. Ο φίλος μου εδώ και μερικούς μήνες ζει παράνομα, περιμένοντας να ανανεωθεί η βίζα του, πιθανότατα σε 3-4 εβδομάδες. Διότι, εάν κάπως ελεγχθεί νωρίτερα, μπορεί να μεταφερθεί πίσω στην Τουρκία και να μην μπορεί να ξαναμπεί στην Ευρώπη για δέκα χρόνια. Τα φέρνει βόλτα όπως μπορεί, δεν μπορεί εύκολα να συγκεντρωθεί στα πρόζεκτς του, όμως γελά. Κι οι δικοί του φίλοι γελούν με το γέλιο του, και τον βοηθούν γιατί τους προσφέρει το όνειρό του. Οι δικές του δυσκολίες, οι δικές μας, των ανθρώπων από αυτό το πάντα "αλλού", εμείς οι πάντα "άλλοι", είναι η αέναη ηχώ της συμμετρικής μας άγνωστης ιστορίας . Αυτής που όλα τη μολογάνε, όλα τη φανερώνουν, αλλά περνάει απαρατήρητη, σαν σκιά σε μια ματιά που δεν βλέπει αυτό που γεμίζει τις εικόνες της, σε ένα αυτί που δεν θέλει να ακούσει αυτό το αληθινό που μας διαπερνά από κοινού: την ευαισθησία, την αναζήτηση, την αναθεώρηση, τη μουσική.
Ναι, ο Κεμάλ δεν τα κατάφερε, γιατί προσπάθησε να αλλάξει τον κόσμο. Έτσι τούπε ο Αλλάχ, όταν έφτασε σταυρωμένος μπροστά του. Ο καθένας μας μπορεί να αλλάξει όμως κάτι μικρό, στον δικό του μικρό κόσμο.
«Κάποτε δυο φίλοι βρέθηκαν σε μια ακτή της Μικρασίας, κοντά στη Σμύρνη, που το κύμα είχε ξεβράσει μυριάδες αστέρια της θάλασσας. Σκέφτηκαν τι να κάνουν. Ο ένας είπε: "Δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι, είμαστε δυο κι είναι χιλιάδες!". Ο άλλος το σκέφτηκε λίγο. Έσκυψε, έπιασε έναν αστερία και τον έριξε πίσω στην θάλασσα. "Έσωσα ένα άστρο", είπε. "Αυτό μπορώ. Αυτό έκανα". Κι έτσι έσωσε κάτι μέσα του.»
Έτσι έκλεισε κι η βραδιά, με αυτή την μικρή ιστορία που μου αφηγήθηκε. Κι έσβησαν τα αστέρια.
Καληνύχτα, Κεμάλ! Ο μεγάλος κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ. Με φωτιά και με μαχαίρι προχωρεί.
Καληνύχτα, Ομάρ! Χρόνια πολλά κι αληθινά! Ο δικός μας κόσμος, ο μικρός, ο μέγας, αλλάζει λίγο-λίγο κι εμείς μαζί του, με "λίγο στάρι για τις γιορτές, λίγο κρασί για τη θύμηση, λίγο νερό για τη σκόνη", που λέει ο Γκάτσος . Κι άσε να λέει ο Αλλάχ.
Γιώργος Γιαννούλης- Γιαννουλόπουλος
εικόνα: Ελλάδα και Τουρκία, όπως φαίνονται από το διάστημα
No comments:
Post a Comment