Friday, January 10, 2020

Το εστιατόριο στην Αχαρνών


Share/Bookmark
Έτρωγα στον λαμπρό χειμωνιάτικο ήλιο, όπως συνηθίζω στο μπαγκλαντεσιανοϊνδικό εστιατόριο της γειτονιάς μου, επί της Αχαρνών στη γωνία με τον δρόμο μου, το συνηθισμένο μου ζουμερό κοτόπουλο Τίκα. Μαριναρισμένο σωστά, σερβιρισμένο με το ρύζι με λαχανικά, πιάτο αφγανικό αυτό, τις πατάτες τηγανητές, τη σαλάτα χώρια, τη λευκή σάλτσα με μαϊντανό χωριστά και τις ολόφρεσκες λευκές λεπτές πιτούλες μόλις ψημένες στα τοιχώματα του φούρνου σαν βαρέλι, όλα για 6 ευρώ. Λαϊκό μαγαζί.

Δίπλα μου δύο γελαστά παιδιά από την ίδια περιοχή, παραδίπλα δύο κοπέλες μόνες, μια με πολύχρωμη μαντήλα με μια φίλη της χωρίς μαντήλα με ψηλοτάκουνα, εφαρμοστό παντελόνι και ένα γλυκό μωρό στο καρότσι.

Εμφανίστηκε μια ηλικιωμένη κυρία, Ελληνίδα κλοσάρ, που την έχω ξαναδεί στη γειτονιά, με εμφανή ψυχολογικά προβλήματα. Εμένα με αγνόησε, επειδή μάλλον της φάνηκα Έλληνας, και κατευθύνθηκε με το χέρι απλωμένο στον νεαρό δίπλα μου, που κάπνιζε πίνοντας ένα τσάι και κοιτώντας το κινητό του.

"Πεινάω", έσκουξε με μια φωνή κορακίστικη και το χέρι απλωμένο. "Δεν έχω σήμερα χρήματα γιαγιά", απάντησε ο νεαρός με ένα ντροπαλό χαμόγελο. Φαινόταν πως την αναγνώριζε και της είχε ξαναδώσει. Ένα κρώξιμο ακαταλαβίστικο ακόμη ακολούθησε, κάτι μεταξύ ααα! και εεεε!, πάντα με το χέρι απλωμένο, μέχρι που απομακρύνθηκε από τα τραπέζια, στάθηκε για λίγο σκεπτική μπροστά στην πόρτα και τελικά μπήκε μέσα, όπου άκουσα το ίδιο κρωχτό "πεινάω".

Την πλησίασε ο συνηθισμένος υπεύθυνος και σερβιτόρος, και κάτι ειπώθηκε. Τον είδα να δείχνει το ίδιο κοτόπουλο που είχα κι εγώ και σε λιγάκι την κυρία με μια σακουλίτσα κανονική του delivery στο χέρι, τη σαλάτα και τις πιτούλες της.

Χάθηκε λίγο στο μαγαζί, σα να μην εύρισκε την έξοδο, γρυλίζοντας, κι ένας χαμογελαστός σερβιτόρος την οδήγησε ευγενικά στην έξοδο, με ένα σπαστό "από εδώ γιαγιά". Βγήκε και τράβηξε τον δρόμο της, χαμένη στο θυμωμένο της μυαλό.

Μια ακόμη λεπτομέρεια της σκηνής που προηγήθηκε: λίγα μέτρα παραδίπλα είναι ένα τυπικό ελληνικό σουβλατζίδικο κοτοπουλάδικο. Έχω επίσης καθίσει κάνα δυο φορές. Οι τιμές διπλές, για ένα κοτόπουλο μες στο αλάτι και το λίπος και προτηγανισμενες πατάτες.

Η γιαγιά είχε περάσει από εκεί πριν κι έφυγε άπραγη, με άδεια χέρια και το χαρακτηριστικό "πεινάω". Ίσως γι' αυτό ενστικτωδώς δεν με πλησίασε στο τραπέζι, σκέφτομαι.

Χριστιανοί, υποτίθεται, ή έστω άνθρωποι που είμαστε μερικοί μερικοί Ρωμιοί, με αυτόν τον χιονιά, να μας πάρει και να μας σηκώσει, που δεν κοιτάμε ποτέ τον καθρέφτη μας παρά μόνο τόχουμε εύκολο να φορτώνουμε τα δικά μας κρίματα στους άλλους. Στον κάθε άλλον.

ΥΓ. Το μαγαζί που τρώω έχει την ελληνική σημαιούλα του μαζί με την μπαγκλαντεσιανή περήφανα δίπλα στην πολύχρωμη βιτρίνα του με τα μπαχάρια και τα χρωματιστά ρύζια, που ψήνουν 2-3 ψήστες κι ένας που φουρνίζει. Εφάρμοζε ήδη τον αντικαπνιστικό νόμο πριν τα τελευταία μέτρα στο εσωτερικό του. Κι οι μισοί πελάτες του είμαστε πια Έλληνες και αρκετοί τουρίστες που μένουν σε Airbnb τριγύρω κι ανάμεικτες παρέες, γι'  αυτό μετρίασε λίγο το πολύ καυτερό σε μερικά πιάτα του. Το άλλο έχει ακόμη μόνο τα στεγνά του κοτόπουλα που γυρίζουν σαν τις καρδιές, στεγνές κι αυτές, στη μηχανική σούβλα.


Γιώργος Γιαννούλης- Γιαννουλόπουλος





No comments:

Post a Comment