Ο κ. Σαμαράς ενδεχόμενα να αποδειχθεί τελικά ο μοιραίος άνθρωπος για τη χώρα περισσότερο από τους προκατόχους του.
Το πρώτο χτύπημα ήταν το "Mακεδονικό", όπου κατόρθωσε το ακατόρθωτο επιδιώκοντας μαξιμαλιστικές θέσεις για καθαρά πολιτικάντικους λόγους: μια χώρα σε θέση ισχύος, να ηττηθεί από μια χώρα ανίσχυρη και σε κίνδυνο εξαφάνισης σε ένα καίριο ζήτημα, επειδή εμφανίστηκε αδιάλλακτη και οδηγήθηκε να παίρνει αποφάσεις εξωτερικής πολιτικής με τα μάτια στραμμένα στα εθνικιστικά κινήματα του εσωτερικού τα οποία ο ίδιος νομιμοποίησε πολιτικά. Έτσι τα εθνικιστικά κινήματα στη χώρα φούντωσαν και επηρέασαν σε κρίσιμες στιγμές την πολιτική του τόπου.
Το δεύτερο ήταν με τον ακραίο ανορθολογικό αντιμνημονιακό λόγο, ο οποίος καλλιέργησε προσδοκίες που δεν υπήρχαν, προκειμένου να αναρριχηθεί στην εξουσία και να είναι αυτός ο οποίος θα κληθεί να εφαρμόσει το μνημόνιο στις μεταρρυθμίσεις του οποίου δεν πιστεύει. Ο κ. Σαμαράς, προκειμένου να στριμώξει τον αντίπαλό του, στρίμωξε τη χώρα, όπως έμαθαν να κάνουν οι περισσότεροι από τους Έλληνες πολιτικούς.
Ως φυσικό επακόλουθο εμφανίστηκαν οι φυσικοί εκφραστές του ανορθολογικού, οι αριστεριστές του ΣΥΡΙΖΑ στη μια πλευρά και οι λαϊκιστές της δεξιάς από την άλλη, νομιμοποιημένοι πολιτικά πλέον. Ουδείς μπορεί να εξηγήσει σε κανέναν ποια είναι η ουσιώδης διαφορά ανάμεσα στις προβλέψεις του μνημονίου Ι και ΙΙ με το μνημόνιο ΙΙΙ όσον αφορά τις μεταρρυθμίσεις που απλώς δεν εφαρμόστηκαν, η οποία έκανε τον κ. Σαμαρά να αλλάξει θέση, εκτός από το ότι ο ίδιος καλείται να διαχειριστεί την εξουσία και μάλιστα χωρίς πολλή διάθεση για την εφαρμογή τους.
Το τρίτο και ίσως, όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, πιο καθοριστικό είναι το τωρινό. Είναι η σπουδή του να υιοθετήσει τις ακροδεξιές αντιλήψεις περί ιθαγένειας και να αναστρέψει μια ουσιαστική μεταρρύθμιση που εξασφαλίζει την επιβίωση της χώρας για λόγους πάλι μικροπολιτικούς: νομίζει ότι έτσι θα προσελκύσει τους ψηφοφόρους των φασιστών και των λαϊκιστών από τη μία και από την άλλη θα υποχρεώσει τους πάντες σε μια αντιπαράθεση με τον ΣΥΡΙΖΑ, αποδυναμώνοντας τα αστικά κόμματα που στηρίζουν την κυβέρνηση του, αναδεικνύοντας έτσι αριστεριστές, λαϊκιστές και φασίστες σε ουσιαστική αντιπολίτευση, με σκοπό να συσπειρώσει τον φιλοευρωπαϊκό και αστικό χώρο και πάλι γύρω του.
Επιδιώκει συνθήκες αυτοδυναμίας αναλαμβάνοντας το ρίσκο για ό,τι θα συμβεί στη χώρα.
Ας δούμε την κατάσταση:
Η χώρα χάνει με ταχύτατους ρυθμούς το δημιουργικό παραγωγικό δυναμικό της, είτε ανθρώπινο κεφάλαιο είτε επενδύσεις.
Χιλιάδες κάτοικοί της την εγκαταλείπουν καθημερινά ως φυσικό επακόλουθο της κρίσης, ειδικά νέοι. Αρνούνται, και πολύ καλά κάνουν, να πληρώσουν οι ίδιοι το χρέος που δημιούργησαν στο όνομά τους οι πρόγονοί τους, μέσω του υπερδανεισμού του ελληνικού κράτους, στο οποίο είμαστε όλοι ισόποσα μέτοχοι. Αρνούνται επίσης να ζήσουν τη ζωή τους σε ένα περιβάλλον ανασφάλειας και αδυναμίας σχεδιασμού του μέλλοντος. Να στήσουν ή να συνεχίσουν τη ζωή τους πάνω σε σαθρά θεμέλια, σε αρρωστημένες κοινωνικές σχέσεις. Και επιλέγουν τον όχι εύκολο δρόμο να ξαναρχίσουν τη ζωή τους αλλού, με λίγες σχέσεις, με ελάχιστες γνωριμίες, με δυσκολίες προσαρμογής και αποδοχής.
Έτσι όμως επιβίωσε ο Ελληνισμός όλα αυτά τα χρόνια, μακριά από το υστερόβουλο ψέμα ότι ελληνικό είναι μόνο ό,τι ανήκει στο Ελλαδικό κράτος, που στρεβλώνει την ιστορική αλήθεια:
Ελληνικό είναι ό,τι ανήκει στους Έλληνες, και σε όσους θεωρούν τους εαυτούς τους Έλληνες, η περιουσία, η τεχνογνωσία, η γνώση. Ανάμεσα σε αυτά είναι και το μερίδιό τους στο αποτυχημένο ελληνικό κράτος, το οποίο δημιούργησαν οι πρόγονοί τους με πολλές θυσίες προκειμένου να στηρίζει τις προσπάθειές και τους κόπους των Ελλήνων για ευημερία, ενώ αυτό τους κατέστρεψε.
Τη χώρα ταυτόχρονα την εγκαταλείπουν και οι πιο παραγωγικοί μετανάστες, οι οποίοι έχουν τη δυνατότητα να βρουν μια δουλειά και ασφάλεια στον τόπο καταγωγής τους, που ενδεχόμενα αναπτύσσεται με ρυθμούς καλύτερους από τους ελληνικούς.
Κάθε μέρα μένουν και πιο λίγοι για να πληρώσουν πιο πολλά παράγοντας λιγότερα.
Μαθηματικά η μόνη πιθανότητα να αντιστραφεί αυτή η πορεία είναι με μια μαζική εισροή επενδυτικών κεφαλαίων για την ανάπτυξη της παραγωγής και η προσέλκυση ανθρώπινων παραγωγικών πόρων στη χώρα.
Η Ελλάδα είχε την ευλογία να δεχτεί στο έδαφός της έναν μεγάλο αριθμό από ανθρώπους, κυρίως νέους και παραγωγικούς τα τελευταία 30 χρόνια, η μεγάλη πλειοψηφία των οποίων ενσωματώθηκε στον παραγωγικό της ιστό στη βάση της παραγωγικής πυραμίδας, αρχικά στην ανεπίσημη οικονομία με πολύ χαμηλό εργατικό κόστος, διατηρώντας έτσι τα επίπεδα ανταγωνιστικότητας που της επέτρεψαν να μειώσει το έλλειμμα και να εισέλθει στην ευρωζώνη.
Η ροή αυτή προήλθε από διαφορετικές κατευθύνσεις: την Πολωνία, αρχικά, και λιγότερο
άλλες χώρες του καταρρέοντος ανατολικού μπλοκ που το παραγωγικό δυναμικό εγκατέλειπε, την Αλβανία στη συνέχεια και άλλες βαλκανικές χώρες, και από ένα σημείο και μετά αυξήθηκαν οι ροές από τη Μέση Ανατολή (Αίγυπτο, Συρία) και από άλλες δυτικής κουλτούρας χώρες, όπως η Περσία, αλλά και χώρες της Άπω Ανατολής, με συμπεριφορά εύκολα συμβατή με τον δυτικό φιλελεύθερο κόσμο. Οι πληθυσμοί αυτοί αφομοιώνονται γρήγορα στην Ελληνική κοινωνία, παρουσιάζουν υψηλούς δείκτες εκπαίδευσης και κινητικότητας, καθώς πρόκειται για πληθυσμούς που είτε έχουν αστικά χαρακτηριστικά είτε είναι σαφέστατα συνδεδεμένοι με τη Δύση και είναι σε θέση να τα αποκτήσουν άμεσα.
Στους πληθυσμούς αυτούς προστέθηκαν οι εσφαλμένα αποκαλούμενοι μαζικά επαναπατρισθέντες της Μαύρης Θάλασσας. Οι πληθυσμοί αυτοί έχουν δύο προελεύσεις: μια από ρίζα είναι από τους ελληνόφωνους πληθυσμούς που κατοικούσαν εκεί από την αρχαιότητα και μια δεύτερη από τους 100.000 Έλληνες που εγκατέλειψαν τη χώρα προς τις χώρες του Ανατολικού μπλοκ μετά τον εμφύλιο. Οι δεύτεροι προέρχονται από όλες τις περιοχές της πρώην ΕΣΣΔ και την ανατολική Ευρώπη. Οι πρώτοι, παρότι ανήκουν αναμφισβήτητα στο ελληνικό στοιχείο, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθούν επαναπατριζόμενοι: η πατρίδα τους είναι εκεί που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν αυτοί και οι πρόγονοί τους. Είναι μετανάστες και πρόσφυγες σε μια χώρα τη γλώσσα της οποίας έπρεπε να μάθουν από την αρχή, όπως και όλοι οι άλλοι.
Από το 2006 και μετά οι ροές από τις βαλκανικές και ευρωπαϊκές χώρες μειώνονται και σε αρκετές περιπτώσεις αντιστρέφονται. Αντίθετα, αυξάνουν εκρηκτικά οι ροές από τις περιοχές της κεντρικής Ασίας, μέσω Τουρκίας: κουρδικοί πληθυσμοί, Αφγανοί, Ιρακινοί, και από άλλες χώρες της περιοχής.
Δυστυχώς η χώρα έμεινε λίγο ελκυστική για νέους από προηγμένες χώρες, λόγω των στρεβλώσεων της οικονομίας της.
Τα τελευταία όμως χρόνια αυξήθηκαν κατακόρυφα οι ροές από χώρες της κεντρικής Ασίας και της Υποσαχάριας Αφρικής. Η κατάρρευση του κράτους οδήγησε και στην κατάρρευση της φύλαξης των συνόρων. Τοπικά μικροσυμφέροντα λαθρεμπορίας ανθρώπων, η αντίδραση των στρατιωτικών στη μεταφορά πόρων (ανθρώπινων και οικονομικών) άμεσα ή έμμεσα από άχρηστες στρατιωτικές δαπάνες στην ουσιαστική φύλαξη των συνόρων από τη λαθρομετανάστευση, καθώς κάποιοι επαγγελματίες θάπρεπε να κάνουν μια πραγματικά δύσκολη δουλειά, αντί να κάνουν μόνιμες διακοπές σε στρατόπεδα από την Καστοριά ως την Πελοπόννησο, με άμισθους υπηρέτες τους νέους της χώρας, συνδυασμένα με τον φόβο της πολιτικής τάξης και την ανικανότητά της να δράσει, επέτρεψε να γίνει η χώρα αποδέκτης μεταναστευτικών ροών που δεν είναι σε θέση να διαχειριστεί.
Οι πληθυσμοί αυτοί, έχουν σαφέστατα πολύ μικρότερη ικανότητα αφομοίωσης στον δυτικό τρόπο ζωής, καθώς προέρχονται από κοινωνίες με πολύ διαφορετικό σύστημα αξιών και επίπεδο ανάπτυξης, και απαιτούν πολύ μεγαλύτερες προσπάθειες αφομοίωσης για τη χώρα υποδοχής.
Εδώ είμαστε τώρα.
Από τα παραπάνω το περίγραμμα του προβλήματος είναι σαφές: στην επικράτεια ζουν περίπου 1,2 - 1,5 εκατομμύριο άνθρωποι, οι οποίοι διαμένουν στη χώρα 5,10, 20, 30 χρόνια και μερικές δεκάδες χιλιάδες που προέκυψαν τα τελευταία χρόνια. Οι πρώτοι κατά πλειοψηφία ρίζωσαν εδώ, όπως ρίζωσαν και ριζώνουν οι Έλληνες μετανάστες στον κόσμο, και αποτελούν ουσιαστικό μέρος του παραγωγικού δυναμικού μιας χώρας που γερνάει και χάνει τους νέους της. Τα παιδιά τους δεν γνωρίζουν άλλη πατρίδα, όπως τα παιδιά των Ελλήνων στο εξωτερικό. Εδώ μεγάλωσαν και μεγαλώνουν, εδώ ερωτεύτηκαν, πληγώθηκαν, εδώ βλέπουν τους προγόνους τους να πεθαίνουν. Εδώ σχεδιάζουν το μέλλον τους με τον ίδιο τρόπο που το σχεδιάζουν ή προσπαθούν να το σχεδιάσουν όλοι οι Έλληνες.
Ταυτόχρονα η χώρα δέχεται πιέσεις μεταναστευτικών ροών από άλλους πληθυσμούς που δεν είναι εύκολα αφομοιώσιμοι, ούτε σε σχέση με την ποσότητα ούτε σε σχέση με την ποιότητα τους, στην παρούσα συγκυρία.
Το ελληνικό κράτος πρέπει να βρει τρόπο, ιδέες, μέσα και κουράγιο να τις ελέγξει συντεταγμένα, χωρίς ρατσιστικές εξάρσεις αλλά ούτε απλουστευτικές προσεγγίσεις. Ξεκινώντας από τη βασική αρχή ότι κανένα ανθρώπινο ον δεν είναι κατώτερο από κάποιο άλλο, η οποία όμως δεν συνεπάγεται ότι είναι δυνατόν οποιοσδήποτε να εγκατασταθεί οπουδήποτε. Από εκεί και πέρα κάθε ιδέα (οικονομικά κίνητρα και αντικίνητρα, διαδικασίες επαναπατρισμού) είναι συζητήσιμη στον βαθμό που δεν παραβιάζει βασικά ανθρώπινα δικαιώματα.
Αυτές οι ροές προς τη χώρα πρέπει να σταματήσουν άμεσα, αναλαμβάνοντας μόνο το μερίδιο που μας αναλογεί - και μας προσφέρθηκε όταν το χρειαστήκαμε και θα περιμένουμε να μας προσφερθεί ξανά στην απευκταία αλλά όχι απίθανη περίπτωση που μας χρειαστεί πάλι - στην ανθρωπιστική υποδοχή των καταδιωγμένων.
Το να συζητάει όμως κανείς το αυτονόητο, ότι δηλαδή οι άνθρωποι που ζουν στη χώρα χρόνια καθώς και οι απόγονοί τους είναι τόσο Έλληνες όσο όλοι μας, είναι σαν να συζητά τη δυνατότητα του Ομπάμα να γίνει Πρόεδρος των ΗΠΑ όντας γιος ενός Αφρικανού μετανάστη, ή του Σαρκοζί να γίνει Πρόεδρος της Γαλλίας γιος ενός Ούγγρου μετανάστη. Ή, ακόμη περισσότερο, να συζητά τη δυνατότητα των 10 εκατομμυρίων ελληνικής καταγωγής πολιτών ανά τον κόσμο, που αναδεικνύονται σε θέσεις και αξιώματα και συμμετέχουν στην πολιτική ζωή των νέων τους πατρίδων, χωρίς να παραμένουν αιχμάλωτοι και απάτριδες.
Είναι σαν να τραβάει την αόρατη εκείνη γραμμή του φυλετικού διαχωρισμού στις τάξεις των σχολείων, στο γήπεδο, στην οικογένεια, στον δρόμο. Τη γραμμή που επάνω της πατάει ο αληθινός φασισμός. Η πολιτικάντικη αυτή συζήτηση δεν αποδυναμώνει τους φασίστες. Φέρνει το παιχνίδι στο γήπεδό τους, νομιμοποιεί τη στάση τους, όπως νομιμοποίησε στη συνείδηση των ανθρώπων και τον αντιμνημονιακό λόγο, την ψευδαίσθηση ότι υπάρχει κάποιος άλλος εναλλακτικός μαγικός δρόμος εκτός από την καταστροφή. Νομιμοποιεί ως μόνο πόλο απέναντί τους τον αριστερισμό. Το αστικό πολιτικό σύστημα με τον ανερμάτιστο καιροσκοπισμό του υπογράφει τον θάνατό του, μαζί με αυτόν και της χώρας.
Κάθε νέος και παραγωγικός άνθρωπος, που αισθάνεται μέλος της κοινωνίας της, σε μια χώρα που γερνάει και μικραίνει είναι ο πιο πολύτιμος πόρος ανάπτυξης.
Έτσι ο Ελληνισμός εξελίχθηκε. Είμαστε όλοι μας απόγονοι όλων των φυλών που πέρασαν και ρίζωσαν σε αυτόν τον τόπο, είμαστε απότοκοι των μεγάλων κινήσεων πληθυσμών της ιστορίας από την αρχαιότητα ως τα σύγχρονα χρόνια: Δωριείς, Αχαιοί, Μινωίτες, Σημιτικά φύλα, Φοίνικες, Έρουλοι, Μακεδόνες, Πέρσες, Ρωμαίοι, Οθωμανοί, σταυροφόροι από πολλές περιοχές, Ενετοί, Γενοβέζοι, Καταλανοί, Γάλλοι, Άγγλοι, Αρβανίτες, Σλάβοι σε διάφορες εποχές, και άλλοι και άλλοι πολλοί.
Γι' αυτό είμαστε, και καλό θα ήταν να αισθανόμαστε επίσης, «ωραίοι σαν Έλληνες». Γιατί πετύχαμε το θαύμα να επιβιώσει και να αναγεννηθεί η συλλογική συνείδηση του ανήκειν σε κάτι που μας ξεπερνάει και νοηματοδοτεί την ταυτότητά μας, και το αποκαλούμε ελληνισμό.
Η χώρα που θα εισαγάγει ή θα διατηρήσει επί μακρόν φυλετικούς διαχωρισμούς στον πληθυσμό της είναι καταδικασμένη είτε να τον χάσει είτε να αλληλοσκοτωθεί.
Το έθνος μας, το χρεοκοπημένο κράτος και το αστικό πολιτικό σύστημα που θα παρέχει ηθική δικαίωση στον ρατσισμό για κοντόφθαλμους λόγους μικροπολιτικής σκοπιμότητας, είναι καταδικασμένο να ξαναζήσει ότι θάθελε να ξεχάσει πως έχει ήδη ζήσει.
Η μόνη διαφορετική εκδοχή στην παραπάνω νομοτέλεια είναι ο κεντρώος, αστικός, φιλελεύθερος χώρος να κατορθώσει να παίξει τον ρόλο της αντιπολίτευσης και να μην επιτρέψει να τον υφαρπάξουν αριστεριστές, λαϊκιστές και φασίστες.
Μπορεί;
Το δεύτερο ήταν με τον ακραίο ανορθολογικό αντιμνημονιακό λόγο, ο οποίος καλλιέργησε προσδοκίες που δεν υπήρχαν, προκειμένου να αναρριχηθεί στην εξουσία και να είναι αυτός ο οποίος θα κληθεί να εφαρμόσει το μνημόνιο στις μεταρρυθμίσεις του οποίου δεν πιστεύει. Ο κ. Σαμαράς, προκειμένου να στριμώξει τον αντίπαλό του, στρίμωξε τη χώρα, όπως έμαθαν να κάνουν οι περισσότεροι από τους Έλληνες πολιτικούς.
Ως φυσικό επακόλουθο εμφανίστηκαν οι φυσικοί εκφραστές του ανορθολογικού, οι αριστεριστές του ΣΥΡΙΖΑ στη μια πλευρά και οι λαϊκιστές της δεξιάς από την άλλη, νομιμοποιημένοι πολιτικά πλέον. Ουδείς μπορεί να εξηγήσει σε κανέναν ποια είναι η ουσιώδης διαφορά ανάμεσα στις προβλέψεις του μνημονίου Ι και ΙΙ με το μνημόνιο ΙΙΙ όσον αφορά τις μεταρρυθμίσεις που απλώς δεν εφαρμόστηκαν, η οποία έκανε τον κ. Σαμαρά να αλλάξει θέση, εκτός από το ότι ο ίδιος καλείται να διαχειριστεί την εξουσία και μάλιστα χωρίς πολλή διάθεση για την εφαρμογή τους.
Το τρίτο και ίσως, όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, πιο καθοριστικό είναι το τωρινό. Είναι η σπουδή του να υιοθετήσει τις ακροδεξιές αντιλήψεις περί ιθαγένειας και να αναστρέψει μια ουσιαστική μεταρρύθμιση που εξασφαλίζει την επιβίωση της χώρας για λόγους πάλι μικροπολιτικούς: νομίζει ότι έτσι θα προσελκύσει τους ψηφοφόρους των φασιστών και των λαϊκιστών από τη μία και από την άλλη θα υποχρεώσει τους πάντες σε μια αντιπαράθεση με τον ΣΥΡΙΖΑ, αποδυναμώνοντας τα αστικά κόμματα που στηρίζουν την κυβέρνηση του, αναδεικνύοντας έτσι αριστεριστές, λαϊκιστές και φασίστες σε ουσιαστική αντιπολίτευση, με σκοπό να συσπειρώσει τον φιλοευρωπαϊκό και αστικό χώρο και πάλι γύρω του.
Επιδιώκει συνθήκες αυτοδυναμίας αναλαμβάνοντας το ρίσκο για ό,τι θα συμβεί στη χώρα.
Ας δούμε την κατάσταση:
Η χώρα χάνει με ταχύτατους ρυθμούς το δημιουργικό παραγωγικό δυναμικό της, είτε ανθρώπινο κεφάλαιο είτε επενδύσεις.
Χιλιάδες κάτοικοί της την εγκαταλείπουν καθημερινά ως φυσικό επακόλουθο της κρίσης, ειδικά νέοι. Αρνούνται, και πολύ καλά κάνουν, να πληρώσουν οι ίδιοι το χρέος που δημιούργησαν στο όνομά τους οι πρόγονοί τους, μέσω του υπερδανεισμού του ελληνικού κράτους, στο οποίο είμαστε όλοι ισόποσα μέτοχοι. Αρνούνται επίσης να ζήσουν τη ζωή τους σε ένα περιβάλλον ανασφάλειας και αδυναμίας σχεδιασμού του μέλλοντος. Να στήσουν ή να συνεχίσουν τη ζωή τους πάνω σε σαθρά θεμέλια, σε αρρωστημένες κοινωνικές σχέσεις. Και επιλέγουν τον όχι εύκολο δρόμο να ξαναρχίσουν τη ζωή τους αλλού, με λίγες σχέσεις, με ελάχιστες γνωριμίες, με δυσκολίες προσαρμογής και αποδοχής.
Έτσι όμως επιβίωσε ο Ελληνισμός όλα αυτά τα χρόνια, μακριά από το υστερόβουλο ψέμα ότι ελληνικό είναι μόνο ό,τι ανήκει στο Ελλαδικό κράτος, που στρεβλώνει την ιστορική αλήθεια:
Ελληνικό είναι ό,τι ανήκει στους Έλληνες, και σε όσους θεωρούν τους εαυτούς τους Έλληνες, η περιουσία, η τεχνογνωσία, η γνώση. Ανάμεσα σε αυτά είναι και το μερίδιό τους στο αποτυχημένο ελληνικό κράτος, το οποίο δημιούργησαν οι πρόγονοί τους με πολλές θυσίες προκειμένου να στηρίζει τις προσπάθειές και τους κόπους των Ελλήνων για ευημερία, ενώ αυτό τους κατέστρεψε.
Τη χώρα ταυτόχρονα την εγκαταλείπουν και οι πιο παραγωγικοί μετανάστες, οι οποίοι έχουν τη δυνατότητα να βρουν μια δουλειά και ασφάλεια στον τόπο καταγωγής τους, που ενδεχόμενα αναπτύσσεται με ρυθμούς καλύτερους από τους ελληνικούς.
Κάθε μέρα μένουν και πιο λίγοι για να πληρώσουν πιο πολλά παράγοντας λιγότερα.
Μαθηματικά η μόνη πιθανότητα να αντιστραφεί αυτή η πορεία είναι με μια μαζική εισροή επενδυτικών κεφαλαίων για την ανάπτυξη της παραγωγής και η προσέλκυση ανθρώπινων παραγωγικών πόρων στη χώρα.
Η Ελλάδα είχε την ευλογία να δεχτεί στο έδαφός της έναν μεγάλο αριθμό από ανθρώπους, κυρίως νέους και παραγωγικούς τα τελευταία 30 χρόνια, η μεγάλη πλειοψηφία των οποίων ενσωματώθηκε στον παραγωγικό της ιστό στη βάση της παραγωγικής πυραμίδας, αρχικά στην ανεπίσημη οικονομία με πολύ χαμηλό εργατικό κόστος, διατηρώντας έτσι τα επίπεδα ανταγωνιστικότητας που της επέτρεψαν να μειώσει το έλλειμμα και να εισέλθει στην ευρωζώνη.
Η ροή αυτή προήλθε από διαφορετικές κατευθύνσεις: την Πολωνία, αρχικά, και λιγότερο
άλλες χώρες του καταρρέοντος ανατολικού μπλοκ που το παραγωγικό δυναμικό εγκατέλειπε, την Αλβανία στη συνέχεια και άλλες βαλκανικές χώρες, και από ένα σημείο και μετά αυξήθηκαν οι ροές από τη Μέση Ανατολή (Αίγυπτο, Συρία) και από άλλες δυτικής κουλτούρας χώρες, όπως η Περσία, αλλά και χώρες της Άπω Ανατολής, με συμπεριφορά εύκολα συμβατή με τον δυτικό φιλελεύθερο κόσμο. Οι πληθυσμοί αυτοί αφομοιώνονται γρήγορα στην Ελληνική κοινωνία, παρουσιάζουν υψηλούς δείκτες εκπαίδευσης και κινητικότητας, καθώς πρόκειται για πληθυσμούς που είτε έχουν αστικά χαρακτηριστικά είτε είναι σαφέστατα συνδεδεμένοι με τη Δύση και είναι σε θέση να τα αποκτήσουν άμεσα.
Στους πληθυσμούς αυτούς προστέθηκαν οι εσφαλμένα αποκαλούμενοι μαζικά επαναπατρισθέντες της Μαύρης Θάλασσας. Οι πληθυσμοί αυτοί έχουν δύο προελεύσεις: μια από ρίζα είναι από τους ελληνόφωνους πληθυσμούς που κατοικούσαν εκεί από την αρχαιότητα και μια δεύτερη από τους 100.000 Έλληνες που εγκατέλειψαν τη χώρα προς τις χώρες του Ανατολικού μπλοκ μετά τον εμφύλιο. Οι δεύτεροι προέρχονται από όλες τις περιοχές της πρώην ΕΣΣΔ και την ανατολική Ευρώπη. Οι πρώτοι, παρότι ανήκουν αναμφισβήτητα στο ελληνικό στοιχείο, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθούν επαναπατριζόμενοι: η πατρίδα τους είναι εκεί που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν αυτοί και οι πρόγονοί τους. Είναι μετανάστες και πρόσφυγες σε μια χώρα τη γλώσσα της οποίας έπρεπε να μάθουν από την αρχή, όπως και όλοι οι άλλοι.
Από το 2006 και μετά οι ροές από τις βαλκανικές και ευρωπαϊκές χώρες μειώνονται και σε αρκετές περιπτώσεις αντιστρέφονται. Αντίθετα, αυξάνουν εκρηκτικά οι ροές από τις περιοχές της κεντρικής Ασίας, μέσω Τουρκίας: κουρδικοί πληθυσμοί, Αφγανοί, Ιρακινοί, και από άλλες χώρες της περιοχής.
Δυστυχώς η χώρα έμεινε λίγο ελκυστική για νέους από προηγμένες χώρες, λόγω των στρεβλώσεων της οικονομίας της.
Τα τελευταία όμως χρόνια αυξήθηκαν κατακόρυφα οι ροές από χώρες της κεντρικής Ασίας και της Υποσαχάριας Αφρικής. Η κατάρρευση του κράτους οδήγησε και στην κατάρρευση της φύλαξης των συνόρων. Τοπικά μικροσυμφέροντα λαθρεμπορίας ανθρώπων, η αντίδραση των στρατιωτικών στη μεταφορά πόρων (ανθρώπινων και οικονομικών) άμεσα ή έμμεσα από άχρηστες στρατιωτικές δαπάνες στην ουσιαστική φύλαξη των συνόρων από τη λαθρομετανάστευση, καθώς κάποιοι επαγγελματίες θάπρεπε να κάνουν μια πραγματικά δύσκολη δουλειά, αντί να κάνουν μόνιμες διακοπές σε στρατόπεδα από την Καστοριά ως την Πελοπόννησο, με άμισθους υπηρέτες τους νέους της χώρας, συνδυασμένα με τον φόβο της πολιτικής τάξης και την ανικανότητά της να δράσει, επέτρεψε να γίνει η χώρα αποδέκτης μεταναστευτικών ροών που δεν είναι σε θέση να διαχειριστεί.
Οι πληθυσμοί αυτοί, έχουν σαφέστατα πολύ μικρότερη ικανότητα αφομοίωσης στον δυτικό τρόπο ζωής, καθώς προέρχονται από κοινωνίες με πολύ διαφορετικό σύστημα αξιών και επίπεδο ανάπτυξης, και απαιτούν πολύ μεγαλύτερες προσπάθειες αφομοίωσης για τη χώρα υποδοχής.
Εδώ είμαστε τώρα.
Από τα παραπάνω το περίγραμμα του προβλήματος είναι σαφές: στην επικράτεια ζουν περίπου 1,2 - 1,5 εκατομμύριο άνθρωποι, οι οποίοι διαμένουν στη χώρα 5,10, 20, 30 χρόνια και μερικές δεκάδες χιλιάδες που προέκυψαν τα τελευταία χρόνια. Οι πρώτοι κατά πλειοψηφία ρίζωσαν εδώ, όπως ρίζωσαν και ριζώνουν οι Έλληνες μετανάστες στον κόσμο, και αποτελούν ουσιαστικό μέρος του παραγωγικού δυναμικού μιας χώρας που γερνάει και χάνει τους νέους της. Τα παιδιά τους δεν γνωρίζουν άλλη πατρίδα, όπως τα παιδιά των Ελλήνων στο εξωτερικό. Εδώ μεγάλωσαν και μεγαλώνουν, εδώ ερωτεύτηκαν, πληγώθηκαν, εδώ βλέπουν τους προγόνους τους να πεθαίνουν. Εδώ σχεδιάζουν το μέλλον τους με τον ίδιο τρόπο που το σχεδιάζουν ή προσπαθούν να το σχεδιάσουν όλοι οι Έλληνες.
Ταυτόχρονα η χώρα δέχεται πιέσεις μεταναστευτικών ροών από άλλους πληθυσμούς που δεν είναι εύκολα αφομοιώσιμοι, ούτε σε σχέση με την ποσότητα ούτε σε σχέση με την ποιότητα τους, στην παρούσα συγκυρία.
Το ελληνικό κράτος πρέπει να βρει τρόπο, ιδέες, μέσα και κουράγιο να τις ελέγξει συντεταγμένα, χωρίς ρατσιστικές εξάρσεις αλλά ούτε απλουστευτικές προσεγγίσεις. Ξεκινώντας από τη βασική αρχή ότι κανένα ανθρώπινο ον δεν είναι κατώτερο από κάποιο άλλο, η οποία όμως δεν συνεπάγεται ότι είναι δυνατόν οποιοσδήποτε να εγκατασταθεί οπουδήποτε. Από εκεί και πέρα κάθε ιδέα (οικονομικά κίνητρα και αντικίνητρα, διαδικασίες επαναπατρισμού) είναι συζητήσιμη στον βαθμό που δεν παραβιάζει βασικά ανθρώπινα δικαιώματα.
Αυτές οι ροές προς τη χώρα πρέπει να σταματήσουν άμεσα, αναλαμβάνοντας μόνο το μερίδιο που μας αναλογεί - και μας προσφέρθηκε όταν το χρειαστήκαμε και θα περιμένουμε να μας προσφερθεί ξανά στην απευκταία αλλά όχι απίθανη περίπτωση που μας χρειαστεί πάλι - στην ανθρωπιστική υποδοχή των καταδιωγμένων.
Το να συζητάει όμως κανείς το αυτονόητο, ότι δηλαδή οι άνθρωποι που ζουν στη χώρα χρόνια καθώς και οι απόγονοί τους είναι τόσο Έλληνες όσο όλοι μας, είναι σαν να συζητά τη δυνατότητα του Ομπάμα να γίνει Πρόεδρος των ΗΠΑ όντας γιος ενός Αφρικανού μετανάστη, ή του Σαρκοζί να γίνει Πρόεδρος της Γαλλίας γιος ενός Ούγγρου μετανάστη. Ή, ακόμη περισσότερο, να συζητά τη δυνατότητα των 10 εκατομμυρίων ελληνικής καταγωγής πολιτών ανά τον κόσμο, που αναδεικνύονται σε θέσεις και αξιώματα και συμμετέχουν στην πολιτική ζωή των νέων τους πατρίδων, χωρίς να παραμένουν αιχμάλωτοι και απάτριδες.
Είναι σαν να τραβάει την αόρατη εκείνη γραμμή του φυλετικού διαχωρισμού στις τάξεις των σχολείων, στο γήπεδο, στην οικογένεια, στον δρόμο. Τη γραμμή που επάνω της πατάει ο αληθινός φασισμός. Η πολιτικάντικη αυτή συζήτηση δεν αποδυναμώνει τους φασίστες. Φέρνει το παιχνίδι στο γήπεδό τους, νομιμοποιεί τη στάση τους, όπως νομιμοποίησε στη συνείδηση των ανθρώπων και τον αντιμνημονιακό λόγο, την ψευδαίσθηση ότι υπάρχει κάποιος άλλος εναλλακτικός μαγικός δρόμος εκτός από την καταστροφή. Νομιμοποιεί ως μόνο πόλο απέναντί τους τον αριστερισμό. Το αστικό πολιτικό σύστημα με τον ανερμάτιστο καιροσκοπισμό του υπογράφει τον θάνατό του, μαζί με αυτόν και της χώρας.
Κάθε νέος και παραγωγικός άνθρωπος, που αισθάνεται μέλος της κοινωνίας της, σε μια χώρα που γερνάει και μικραίνει είναι ο πιο πολύτιμος πόρος ανάπτυξης.
Έτσι ο Ελληνισμός εξελίχθηκε. Είμαστε όλοι μας απόγονοι όλων των φυλών που πέρασαν και ρίζωσαν σε αυτόν τον τόπο, είμαστε απότοκοι των μεγάλων κινήσεων πληθυσμών της ιστορίας από την αρχαιότητα ως τα σύγχρονα χρόνια: Δωριείς, Αχαιοί, Μινωίτες, Σημιτικά φύλα, Φοίνικες, Έρουλοι, Μακεδόνες, Πέρσες, Ρωμαίοι, Οθωμανοί, σταυροφόροι από πολλές περιοχές, Ενετοί, Γενοβέζοι, Καταλανοί, Γάλλοι, Άγγλοι, Αρβανίτες, Σλάβοι σε διάφορες εποχές, και άλλοι και άλλοι πολλοί.
Γι' αυτό είμαστε, και καλό θα ήταν να αισθανόμαστε επίσης, «ωραίοι σαν Έλληνες». Γιατί πετύχαμε το θαύμα να επιβιώσει και να αναγεννηθεί η συλλογική συνείδηση του ανήκειν σε κάτι που μας ξεπερνάει και νοηματοδοτεί την ταυτότητά μας, και το αποκαλούμε ελληνισμό.
Η χώρα που θα εισαγάγει ή θα διατηρήσει επί μακρόν φυλετικούς διαχωρισμούς στον πληθυσμό της είναι καταδικασμένη είτε να τον χάσει είτε να αλληλοσκοτωθεί.
Το έθνος μας, το χρεοκοπημένο κράτος και το αστικό πολιτικό σύστημα που θα παρέχει ηθική δικαίωση στον ρατσισμό για κοντόφθαλμους λόγους μικροπολιτικής σκοπιμότητας, είναι καταδικασμένο να ξαναζήσει ότι θάθελε να ξεχάσει πως έχει ήδη ζήσει.
Η μόνη διαφορετική εκδοχή στην παραπάνω νομοτέλεια είναι ο κεντρώος, αστικός, φιλελεύθερος χώρος να κατορθώσει να παίξει τον ρόλο της αντιπολίτευσης και να μην επιτρέψει να τον υφαρπάξουν αριστεριστές, λαϊκιστές και φασίστες.
Μπορεί;
Γιώργος Γιαννούλης- Γιαννουλόπουλος
No comments:
Post a Comment