Monday, November 5, 2012

Η χώρα σε είκοσι χρόνια από σήμερα


Share/Bookmark
Μια ενδιαφέρουσα ερώτηση που υποκρύπτει το πραγματικό πολιτικό δίλημμα, έθεσε ένας φίλος σε μια συνάντηση:

Πώς θα θέλαμε να είναι η χώρα σε είκοσι χρόνια από σήμερα;


Η απάντηση μπορεί να έχει πολλές μορφές αλλά, κατά κύριο λόγο, είναι κατά τη γνώμη μου μία:

Μια φυσιολογική χώρα με φυσιολογικά προβλήματα και φυσιολογικές δυνατότητες, ανάμεσα στις ανεπτυγμένες χώρες του πολιτισμένου κόσμου.

Θα μπορούσε κάποιος να το κάνει πιο συγκεκριμένο στα βασικά του χαρακτηριστικά, για να έχει απτό και πρακτικό νόημα για τον πολίτη:

Σε 20 χρόνια το κράτος θα απορροφά το 30% του ΑΕΠ και θα το επιστρέφει ακέραιο σε υπηρεσίες στην κοινωνία, έναντι του 45% και, ανάλογα τη μέτρηση, 50% που απορροφά σήμερα.

Οι υπηρεσίες που θα επιστρέφει το κράτος θα καλύπτουν κατ' ελάχιστον, πλήρως και χωρίς άλλη δαπάνη από πλευράς του πολίτη:
Τη λειτουργία της Δημοκρατίας,
Την ασφάλεια του πολίτη,
Την έγκαιρη, αδέκαστη και δωρεάν απονομή δικαιοσύνης και εφαρμογή των αποφάσεων,
Την παιδεία όλων των νέων ως την ενηλικίωση και την ανώτατη και εξειδικευμένη εκπαίδευση ενός σημαντικού αριθμού από αυτούς που διαθέτουν το αντίστοιχο ταλέντο και δυνατότητες,
Ένα βασικό δίχτυ προστασίας υγείας για όλους,
Ένα βασικό δίχτυ κοινωνικής προστασίας (βασική σύνταξη, και λοιπή πρόνοια για όλους),
Τη διασφάλιση συνθηκών υγιούς ανταγωνισμού και ελευθερίας για κάθε παραγωγική ιδέα που μπορεί να αναπτυχθεί στη χώρα,
Τη διασφάλιση του φυσικού περιβάλλοντος για τις ερχόμενες γενιές με βάση την αρχή της αειφόρου ανάπτυξης,
Τη διασφάλιση της σχέσης εμπιστοσύνης κράτους – πολίτη.


Η απάντηση αυτή, όμως, όπως και η προηγούμενη, δεν λύνει το πολιτικό πρόβλημα, όχι γιατί είναι λίγες ως απαντήσεις αλλά γιατί το ερώτημα είναι κάπως λειψό.

Το ορθό ερώτημα είναι, κατά τη γνώμη μου, με ποιο πολιτικό σύστημα μπορούμε να πετύχουμε να γίνει η χώρα αυτό που θέλουμε.

Το πολιτικό σύστημα είναι ουσιαστικά ο πυρήνας της εξέλιξης της κοινωνίας προς μια κατεύθυνση ή προς μια άλλη. Είναι έκφρασή της και ταυτόχρονα οδηγός της.

«Ουδείς μπορεί να δώσει απάντηση στην ερώτησή σας για ποιο λόγο, κάποιος, σε μιαν ορισμένη στιγμή, δεν δημιούργησε κάτι. Η συγκρότηση ενός λαού σε πολιτική κοινωνία δεν είναι δεδομένη, δεν είναι κάτι που χαρίζεται, αλλά κάτι που δημιουργείται. Μπορούμε απλώς να διαπιστώσουμε ότι, όταν απουσιάζει μια τέτοια δημιουργία, τα χαρακτηριστικά της προηγούμενης κατάστασης διατηρούνται ή αλλάζουν μόνο μορφή», όπως ορθά λέει ο Κορνήλιος Καστοριάδης.

Η διαμόρφωσή του πολιτικού συστήματος εξαρτάται από τη δράση μας και την αντίδρασή του.

Πώς φανταζόμαστε το πολιτικό σύστημα της χώρας μας να λειτουργεί υγιώς σε 5,10, 20 χρόνια από σήμερα και τον εαυτό μας εντός αυτού;

Φανταζόμαστε μήπως ένα μεταρρυθμιστικό κόμμα με τον γενικό τίτλο Μεταρρυθμιστικό ή άλλο παρόμοιο, της Αρετής, για παράδειγμα, ή της Απελευθέρωσης, να κυριαρχεί με 60%; Συνέβη και αυτό σε χώρες κυρίως του τρίτου κόσμου πριν αποκτήσουν σταδιακά σύγχρονα χαρακτηριστικά (Τουρκία, Μεξικό και σε πολλές άλλες κυρίως της Λατινικής Αμερικής).

Βέβαια, αυτό κρύβει μια παγίδα, καθώς την έννοια της μεταρρύθμισης διεκδικεί κατά κάποιον τρόπο και η ΧΑ και ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά προς μια κατεύθυνση εντελώς διαφορετική από αυτή στην οποία εγώ – ή εμείς- πιστεύουμε.

Το πρόβλημα με αυτή την προσέγγιση είναι ότι δεν λύνει το πολιτικό πρόβλημα το οποίο συνίσταται με δυο λόγια στο να υπάρχουν οι κατάλληλοι αντίπαλοι, αυτοί των οποίων η σκέψη οικοδόμησε και συνεχίζει να οικοδομεί τον σύγχρονο κόσμο, ώστε να μπορεί να υπάρξει ουσιαστικός διάλογος, σύγκρουση, σύνθεση και επομένως πρόοδος.

Εγώ θα έλεγα ότι το ουσιαστικό για τη χώρα μας, για να γίνει μέρος του ανεπτυγμένου κόσμου, είναι να αναπτύξει τον διάλογο του ανεπτυγμένου κόσμου.

Ο διάλογος αυτός στηρίζεται σε βασικά ρεύματα σκέψης και πολιτικής δράσης που διαφέρουν ως προς τις ρίζες, το αξιακό τους σύστημα, την οικονομική προσέγγιση τόσο της διαδικασίας παραγωγής όσο και της διανομής του πλούτου, το μέγεθος της αναγκαιότητας του πλούτου και την ηθική βάση της αναγκαιότητας αυτής, την έννοια της ατομικής και συλλογικής ευθύνης και άλλα πολλά.

Τα ρεύματα αυτά και οι αντίστοιχες πολιτικές έχουν τη ρίζα τους στη φιλελεύθερη παράδοση, στη σοσιαλδημοκρατική παράδοση και στη συντηρητική παράδοση και στα αντίστοιχα συστήματα σκέψης και αξιών.

Σε αυτές προστέθηκε τα τελευταία τριάντα χρόνια μια σχετικά νέα πολιτική παράδοση, που επαναδιαμορφώνει τη σχέση του ανθρώπου με το ανθρωπογενές περιβάλλον σε μια νέας μορφής οικονομική και ηθική βάση: το οικολογικό ρεύμα.

Συγκλίνουν και οι 3 + 1 προσεγγίσεις σε ορισμένες βασικές παραδοχές;

Στο υπέρτερο του συλλογικού συμφέροντος έναντι του ατομικού, στην αναγκαιότητα παραγωγής κάποιας μορφής προκειμένου να υπάρχει διανομή πλούτου, στην αποδοχή της αποτελεσματικότητας της λειτουργίας της αγοράς, στην αναγνώριση των σχέσεων ισχύος που διαμορφώνουν την παγκόσμια πολιτική και οικονομική ισορροπία, στην αντίληψη της ιστορικής διάστασης της πολιτικής.

Αυτά τα πολιτικά ρεύματα, μέσα από τη σύγκρουση και σύνθεσή τους, αναδεικνύουν πολιτικές ελίτ και συνιστούν τις δυνάμεις εκείνες που εξασφάλισαν και εξασφαλίζουν την πρόοδο αλλά και τη δημοκρατική συζήτηση στις σύγχρονες δημοκρατίες, αντιπροσωπεύοντας σε υγιείς συνθήκες πάνω από το 80% των πολιτών.

Σε ποσοστά που σε φυσιολογικές συνθήκες δεν ξεπερνούν το 20% συνήθως, περιορίζονται η κρατικιστική κομμουνιστική ορθοδοξία, τα ακραία κινήματα διαμαρτυρίας, αριστεριστές, λαϊκιστές και φασίστες.

Στη χώρα μας, δυστυχώς, οι φορείς που εξέφρασαν κατά καιρούς τα ρεύματα αυτά εκφυλίστηκαν σταδιακά και απορροφήθηκαν από τα φεουδαρχικά χαρακτηριστικά της ελληνικής κοινωνίας και δεν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι μπορούν να ανακαταλάβουν τη θέση τους, με αποτέλεσμα να αφήνουν κενό τον χώρο τους στον λαϊκισμό, τον αριστερισμό και τον καθαρό φασισμό, που έφτασαν το 46% στις ακραίες συνθήκες των τελευταίων εκλογών.

Εάν συμφωνούμε ότι το πολιτικό μας σύστημα, προκειμένου να αναπτύξει σύγχρονα χαρακτηριστικά, θα πρέπει να μετατραπεί σε ένα σύστημα που θα στηρίζεται και θα παρακολουθεί την εξέλιξη της σκέψης, των δράσεων, του διαλόγου, των συγκρούσεων αλλά και της σύνθεσης των ανεπτυγμένων κοινωνιών, συνδεόμενο με αυτές, τότε το πολιτικό ζήτημα τίθεται ως ακολούθως:

Πού τοποθετούμαστε εμείς σε αυτό το πλαίσιο, ποιες οι αρχές, το αξιακό σύστημα αναφοράς και ποια η φιλοδοξία μας;

Ποιους θα θέλαμε να έχουμε απέναντί μας και με αξιοπρέπεια θα επιθυμούσαμε να αναμετρηθούμε μαζί τους στην αρένα του διαλόγου;

Τι μας χωρίζει από αυτούς και τι μας ενώνει;

Πώς θα κατορθώσουμε στη χώρα αυτή να αποκτήσουμε αυτές τις 3-4 βασικές συνιστώσες των σύγχρονων δημοκρατιών;

Πώς θα κατορθώσουμε να επανακαθορίσουμε τον πολιτικό διάλογο σε ένα ουσιαστικό πλαίσιο διαφωνιών που διέπονται από αρχές και όχι από μικροσυμφέροντα;

Αυτό κατά τη γνώμη μου είναι το πολιτικό ζήτημα που αφορά κάθε έναν από εμάς που συμμετέχει ή θέλει να συμμετάσχει σε μια πολιτική προσπάθεια και, φυσικά, και το ουσιαστικό ζήτημα στρατηγικής για έναν πολιτικό φορέα.


Γιώργος Γιαννούλης- Γιαννουλόπουλος



No comments:

Post a Comment