Wednesday, November 28, 2012

Στέφανος Μάνος, Ευάγγελος Λεμπέσης και το πολιτικό μας σύστημα


Share/Bookmark

Διευκρινίζω ότι δεν γνωρίζω προσωπικά τον κ. Στέφανο Μάνο. Κρίνοντας από τους λόγους και τα έργα του  για την ποιότητα, τις ικανότητες και το ήθος του ανθρώπου δεν έχω να προσθέσω τίποτα σε αυτά που ήδη έχει γράψει σε ανύποπτο χρόνο πολύ αναλυτικά ο Θάνος Τζήμερος. Θα τα συνόψιζα στο ότι πρόκειται αναμφίβολα για ένα από τα λαμπρότερα πρακτικά πνεύματα της Ελλάδας της μεταπολίτευσης, με πολύ σημαντικές δυνατότητες προσφοράς στον τόπο και ανιδιοτελή διάθεση.

Ο κ. Μάνος βρέθηκε σε ένα κόμμα με αστικές ρίζες, το οποίο σταδιακά μεταλλασσόταν σε ένα λαϊκίστικο πελατειακό μόρφωμα, επηρεασμένο από την ευκολία με την οποία το αντίπαλό του κόμμα κέρδιζε μια μακρόχρονη παραμονή στην εξουσία μετερχόμενο μεθόδων μαζικής διαφθοράς.

Σταδιακά η βλακεία, η ανικανότητα σε συνδυασμό με την έλλειψη αρχών και ήθους, απλώνονταν σε όλα τα επίπεδα της παράταξης που περιείχε και τις φιλελεύθερες ιδέες του κ. Μάνου ή του κ. Ανδιανόπουλου, όπως εξάλλου και η αντίπαλη πλευρά, καθώς και συντηρητικά στοιχεία παλαιάς κοπής που κρατήθηκαν ενωμένα στον χώρο από ισχυρές προσωπικότητες.

Καθώς οι ανίκανοι και με λιγότερα πνευματικά εφόδια άνθρωποι εκτόπιζαν σταδιακά και συστηματικά από την πολιτική ζωή της χώρας τους ικανότερους, κατακτώντας όλο και υψηλότερα αξιώματα, ο χώρος για ανθρώπους σαν τον κ. Μάνο γινόταν όλο και πιο ασφυκτικός.

Ικανός και έξυπνος όντας, αναγνώριζε δίπλα του την επεκτεινόμενη ανοησία, απέναντι στην οποία προέτασσε κάθε φορά την προσπάθειά του να προσφέρει συστηματικά τις ιδέες και τις πράξεις του, στον χώρο στον οποίο του επέτρεπαν να δρα. Όταν κάποιος διέκρινε την ικανότητά του να δημιουργεί νέες δομές, να μεταρρυθμίζει μια κατάσταση σε μια νέα, λειτουργικότερη και πιο ανθρώπινη και του ανέθετε ένα συγκεκριμένο έργο, όταν έβρισκε υποστήριξη, δημιούργησε κάτι το οποίο αποτελεί βάση για ό,τι λειτουργικό έχουμε σήμερα, στις περιπτώσεις που δεν έμεινε ημιτελές γιατί έχασε τη σχετική υποστήριξη.

Ο κ. Μάνος, όταν αισθάνθηκε ότι η αμάθεια και η κοινή βλακεία (σε αντίθεση με την κοινή λογική) έγινε κυρίαρχη, επιχείρησε να αντιπαραταχθεί σε αυτά, σε μια εποχή όπου δεν ήταν καθόλου εύκολο, και εξοστρακίστηκε από τον χώρο του. Αλλά πάντα εντός του είχε τη βαθιά επιθυμία να προσφέρει στον τόπο αυτό το απόθεμα από ιδέες, φαντασία και γνώση το οποίο γνώριζε ότι διέθετε.

Για τον λόγο αυτόν, όταν αισθανόταν ότι ενδεχόμενα υπήρχε μια ευκαιρία να επηρεάσει τα πράγματα, ερχόταν και πάλι κοντά σε ανθρώπους εμφανώς κατώτερούς του πνευματικά και πολιτικά, με την ελπίδα ότι θα μπορούσε, αρχίζοντας κάτι από κάπου, να δημιουργήσει τη δυναμική εκείνη, το παράδειγμα εντός του πολιτικού συστήματος που θα οδηγήσει παραπέρα.

Ο κ. Μάνος προφανώς απέτυχε στη στρατηγική του. Η παραδοχή της αποτυχίας αυτής τον τιμά.

Το πολιτικό μας σύστημα τον απέβαλε, όπως και τα λαμπρότερα μυαλά της γενιάς του και της επόμενης. Η βλακεία, όταν αισθανόταν ότι απειλείται, συνασπιζόταν και κυριαρχούσε.
Ο κ. Μάνος δεν υπήρξε ποτέ μόνος. Θα ήταν παράδοξο, άλλωστε.

Ο Αλέκος Παπαδόπουλος, η Μαριέττα Γιαννάκου, ο Τάσος Γιαννίτσης, ο Μιχάλης Παπαγιαννάκης, ο Ανδρέας Ανδιανόπουλος, ενδεικτικά αναφερόμενοι ανάμεσα σε άλλους πολλούς, πάρα πολλούς σε κάθε επίπεδο, που κρύβονται από την κορυφή αυτού του παγόβουνου, είχαν την ίδια μοίρα απομόνωσης και σταδιακού αποκλεισμού από τους πιο ανίκανους, από ανθρώπους εμφανώς κατώτερούς τους πνευματικά και ηθικά.

Ο κ. Μάνος είναι ίσως η πιο εξέχουσα, γι’ αυτό και υποδειγματική φυσιογνωμία ανάμεσά τους, καθώς ίσως είναι αυτός στον οποίο η απόκλιση ανάμεσα στις ικανότητες προσφοράς και τις ευκαιρίες που του έδωσε η ιστορία ήταν η μεγαλύτερη. Και το προσωπικό του παράπονο αντίστοιχο της διαφοράς αυτής.

Πώς όμως συνέβη αυτό το παράδοξο; Πώς το χειρότερο κατορθώνει να διώχνει το καλύτερο; Πώς το υποδεέστερο επικρατεί του καταφανώς πιο άξιου; Πώς ο βλάκας επικρατεί του εμφανώς εξυπνότερου; Πώς το κατώτερο επικρατεί στο ανώτερο; Πώς περάσαμε σταδιακά από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή στον Ανδρέα Παπανδρέου, στον Γιώργο Παπανδρέου, στον Κωστάκη Καραμανλή, στον Αντώνη Σαμαρά;

Ορισμένες από τις απαντήσεις θα βρει κανείς στο απόσταγμα σοφίας του Ευάγγελου Λεμπέση «περί της τεράστιας κοινωνικής σημασίας των βλακών στον σύγχρονο βίο», φωτεινό κείμενο γραμμένο στους σκοτεινούς καιρούς του πολέμου, σε μια άλλη εγκυμονούσα εποχή.

Η στρατηγική των σύγχρονων βλακών ομοιάζει απαράλλαχτα με την περιγραφή του συγγραφέα, τόσο κατά τη μορφή όσο και κατά την αποτελεσματικότητα: όλα τα τεχνάσματα της πνευματικής ανεπάρκειας και έλλειψης καλλιέργειας, η ανούσια σιωπή, ο στόμφος, η φλυαρία, η κολακεία του ταπεινού, η απαξίωση των κανόνων και των διαδικασιών, η ίντριγκα, οι τεχνικές της κλίκας, η αναβίωση των φεουδαρχικών αρχών, η ενστικτώδης καχυποψία και η κουτοπονηριά συνδυάστηκαν με το εύκολο χρήμα, το οποίο πίστεψαν μάλλον πραγματικά λόγω της ανεπάρκειάς τους ότι θα ήταν αστείρευτο ή ακόμη και ότι,  αν θα στέρευε για τους άλλους, για τους ίδιους θα υπήρχε πάντα. Αυτοί, επιπλέον, σε αντίθεση με τους κομμουνιστές αλλά και τους συντηρητικούς του πολέμου, προέρχονταν από χώρους που δεν είχαν ζήσει καν την πραγματική ζωή που περιέχει και κάποια στοιχεία στέρησης, άρα ρεαλισμού.

Τόσο ο κ. Μάνος όσο και όλοι οι άλλοι σημαντικοί άνθρωποι της γενιάς του είχαν (από καλή πρόθεση; από λάθος; από την ευπιστία αλλά και υπεροψία του καλλιεργημένου;) την ίδια προσέγγιση, η οποία αποδείχθηκε από τα πράγματα μοιραία: επιχείρησαν να διαλεχθούν με την ανοησία, να τη συνετίσουν, να χρησιμοποιήσουν τις ευκαιρίες που αυτή δημιουργούσε, να τη μεταπείσουν.

Γνώριζαν όμως με ποιον μιλούσαν. Οι έξυπνοι άνθρωποι δεν μπορούν να επικαλεστούν την άγνοιά τους.

Δεν δικαιούται να ισχυριστεί ο κ. Παπαδόπουλος ότι όταν συζητούσε με τον κ. Βενιζέλο δεν καταλάβαινε την ποιότητα και τον οπορτουνισμό του ανδρός απέναντί του, η κα Γιαννάκου ότι δεν αντιλαμβανόταν την παθητικότητα του κ. Καραμανλή. Όπως και, τηρουμένων των αναλογιών, η κα Διαμαντοπούλου και ο κ. Ραγκούσης δεν μπορεί να ισχυριστούν ότι δεν αντιλαμβάνονταν τα όρια των ικανοτήτων του κ. Παπανδρέου, ή ακόμη και αυτός ο κ. Χατζηδάκης, ή ο κ. Δένδιας, ή ο κ. Σουρνάρας, ή ο κ. Μουσουρούλης, δεν μπορούν να επικαλεστούν πλάνη σε σχέση με την έκταση των ικανοτήτων του κ. Σαμαρά και άλλων συναδέλφων τους. Εάν ο κ. Παπανδρέου κατόρθωσε μία φορά να αντιπολιτεύεται αυτός τον εαυτό του με το «λεφτά υπάρχουν», ο κ. Σαμαράς στην καριέρα του έχει ήδη δύο παρόμοιες επιτυχίες, από το μακεδονικό στο αντιμνημονιακό μένος, και οδεύει ολοταχώς προς την τρίτη. Το αυτό ισχύει και για το εμφανές τίποτα που εμπεριέχει ο κ. Κουβέλης.

Οι ικανότεροι των πολιτικών μας ελίτ θεώρησαν, και θεωρούν ίσως, πως έτσι θα επηρέαζαν περισσότερο, θα δημιουργούσαν κάτι, θα έκαναν να προχωρήσει λίγο το πράγμα.

Ανάμεσά τους βέβαια κάποιοι αφέθηκαν να πεισθούν πραγματικά, αμάρτημα ασυγχώρητο στον έξυπνο άνθρωπο.

Και ενδεχόμενα ορισμένοι διατηρούν ακόμη αυταπάτες.

Δεν συνασπίστηκαν, δεν οργανώθηκαν, δεν αντέδρασαν. Δεν απευθύνθηκαν στην κοινωνία εκτιθέμενοι.

Αμύνθηκαν προσπαθώντας να διατηρήσουν το μικρό πεδίο εξέλιξης και εκσυγχρονισμού που δημιούργησαν, αλλά ακόμη κι όταν η βλακεία τούς απέπεμπε και τους απέκλειε πλειοψηφικά οργανωμένη, αυτοί δεν στάθηκαν απέναντί της όρθιοι αλλά αποχώρησαν έντιμα, όπως όλοι μας λίγο πολύ, όσοι ανήκουμε στη γενιά αυτή και την αμέσως επόμενη, με έναν μελαγχολικό και λίγο υπεροπτικό στεναγμό παρά με μια κραυγή μάχης.

Δεν αποδέχτηκαν, δεν αποδεχτήκαμε την πρόκληση, δεν λέρωσαν , δεν λερώσαμε τα χέρια μας. Ο κ. Μάνος είναι μεταξύ αυτών των λίγων που επιχείρησε να το παλέψει κάπως, ίσως περισσότερο από όλους.

Αντίθετα, ανέχτηκαν την κυριαρχία ανθρώπων κατώτερών τους. «Το φαινόμενο (η κυριαρχία της κλίκας των ανεπαρκών) συνεχίζεται. Ενός βλακός προκειμένου, μύριοι έπονται. Ο δε βλάκας που έχει αναρριχηθεί με αυτόν τον τρόπο θα προωθήσει ο ίδιος μόνο κατώτερα από αυτόν πρόσωπα, μέχρις ότου μια βίαιη εξωτερική επέμβαση, που υπαγορεύεται από την ανάγκη κάποιου άλλου οργανισμού ή ο φυσικός εκφυλισμός ενός τέτοιου οργανισμού από μέσα, επιφέρει κάποια θεμελιώδη ανατροπή ή ακόμη και τον τερματισμό της ζωής του ίδιου του οργανισμού», έγραψε ο Ευάγγελος Λεμπέσης 70 χρόνια πριν.

Όλο και περισσότερο μου φαίνεται ότι αυτό ήταν το λάθος, το βασικό και κύριο λάθος: η απέλπιδα προσπάθεια των λογικών στοιχείων της πολιτικής μας ελίτ να εγκαθιδρύσουν διάλογο ανάμεσα σε διαφορετικούς κόσμους. Να πείσουν την ανοησία να έρθει στο λογικό με επιχειρήματα που της απευθυνόταν και με πράξεις καλής πρακτικής.

Πολιτικά ακυρώθηκαν. Η λογική είναι πανίσχυρη στο πεδίο της, όταν το επιχείρημα το ανταποδίδει επιχείρημα γύρω από ζητούμενο.

Αντίθετα, με τον βλάκα ή τον άνθρωπο που κυριαρχείται από συμπλέγματα ο διάλογος είναι αδύνατος. Το επιχείρημα δεν τον αφορά, όπως ούτε και το ζήτημα που συζητιέται, καθώς το μόνο που τον απασχολεί είναι η επιβίωσή του στον εχθρικό γι’ αυτόν κόσμο των ικανότερων ανθρώπων, όπως αυτός τον αντιλαμβάνεται. Χρησιμοποιεί τα επιχειρήματα, όπως και οτιδήποτε άλλο, για να κερδίσει τις εντυπώσεις. Σκηνοθετεί τον διάλογο, ώστε να τον αποφύγει. Συγκρούεται στον προνομιακό γι' αυτόν χώρο που ο ίδιος δημιουργεί πολλές φορές, όπως τα τηλεπαράθυρα. Όντας πλησιέστερος προς το ζωικό βασίλειο, αισθάνεται ενστικτωδώς την αδυναμία του συνομιλητή του, που έγκειται στην καλή του πρόθεση, και την εκμεταλλεύεται για να τον εξοντώσει.

Για τον λόγο αυτό ο διάλογος με την ανοησία έχει νόημα μόνο από θέση ισχύος.

Οι ικανότεροι πολιτικοί, και όχι μόνο της γενιάς αυτής, αντί να συζητήσουν με την κοινωνία, να βρουν συμμάχους, να αντιμετωπίσουν τον εφιάλτη μέσα τους για να τον αντιμετωπίσουν στη συνέχεια στο κόμμα τους, να συνεργαστούν και να ξαναχτίσουν τις παρατάξεις τους, που είναι απαραίτητες για τη λειτουργία της Δημοκρατίας, εμπλέχθηκαν σε συζήτηση με την κυρίαρχη ομάδα για να την επηρεάσουν, να την πείσουν. Ορισμένοι επιχείρησαν να χρησιμοποιήσουν τους μηχανισμούς της για να επιβιώσουν και φυσικά απέτυχαν. Δεν συνεργάστηκαν με τους ομοίους τους, κρατούσαν μια απόσταση, έναν κάπως πικρό σνομπισμό. Και οι άλλοι τους εξόντωσαν.

Η παράδοση αυτή έχει τις ρίζες της στη θηριώδη προσπάθεια της σταλινικής ομάδας του Ζαχαριάδη να εξοντώσει τα δημιουργικότερα πνεύματα της σύγχρονης Ελλάδας, τα οποία απειλούσαν την κυριαρχία της ομάδας αυτής στην προοδευτική παράταξη, σέρνοντας τη χώρα σ’ έναν χαμένο για την αριστερά εμφύλιο, αλλά πετυχαίνοντας τον δικό τους στόχο, να εξοντώσουν τους ικανότερους από τους συντρόφους τους και μαζί με αυτούς τη δυνατότητα εναλλαγής στην εξουσία, με αντάλλαγμα τη δική τους πολιτική επιβίωση σε έναν κόσμο ο οποίος δεν θάπρεπε να τους περιέχει. Όταν ήρθε η ώρα να αναλάβει μια άλλη παράταξη από τη συντηρητική την εξουσία, δεν υπήρχε απέναντι παρά μόνο ένα περονικό κίνημα, ριζωμένο στην ελληνική φεουδαρχική παράδοση.

Το συμπέρασμα από αυτή τη μικρή ιστορική αναδρομή, με αφορμή την υποδειγματική περίπτωση του κ. Στέφανου Μάνου, δεν είχε προφανώς στόχο την αξιολόγηση του ανθρώπου, η οποία ξεπερνά τις δυνατότητες του υπογράφοντος. Έχει σχέση με την επικαιρότητά και τα διλήμματά μας, τις προσπάθειες του φιλελεύθερου χώρου αλλά και μεταρρυθμιστών από άλλους χώρους να αντιμετωπίσουν ή να συνδιαλλαγούν με το πολιτικό μας σύστημα.

Η συζήτηση με την κοινωνία σε κάθε πεδίο, σε κάθε χώρο έχει νόημα. Η συζήτηση με το πολιτικό σύστημα θα αποκτήσει νόημα όταν κερδηθεί το πολιτικό και όχι μόνο το ηθικό πλεονέκτημα, από μια βασική θέση ισχύος.

Ζούμε την παράδοξη κατάσταση, μια κοινωνία σε κατάσταση αγωνίας και φόβου να επιδεικνύει μεγαλύτερη μέση αναλυτική ικανότητα, μεγαλύτερη υπομονή, διορατικότητα και θέληση από αυτήν που επιδεικνύουν οι ελίτ της.

Γι’ αυτό και είναι έτοιμη να γεννήσει, όπως και στην εποχή του Ευάγγελου Λεμπέση.


Αν από τη γέννα θα βγει το μωρό του μέλλοντος ή αν θα αναπαραχθεί το τέρας μεταλλαγμένο στη χειρότερη μορφή του, εξαρτάται από το ποιος θα αντιπαρατεθεί - αντιπολιτευθεί - πρώτος και ισχυρότερα αυτούς που αδυνατούν να τη γονιμοποιήσουν.


Γιώργος Γιαννούλης- Γιαννουλόπουλος





No comments:

Post a Comment