Το ζήτημα των δημοσίων επενδύσεων στην
Ελλάδα είναι περίπλοκο και δυστυχώς χρησιμοποιήθηκε σαν ένας ακόμη μοχλός
δημιουργίας ενός παρασιτικού «επιχειρηματικού» περιβάλλοντος, με βασικές
στρεβλώσεις:
Τους επενδυτικούς νόμους και τους άξονες
δημοσίων επενδύσεων ΔΕΝ τους συντάσσουν καταρχήν οι
επιχειρήσεις.
Είναι αποτέλεσμα εμπεριστατωμένων μελετών
της Διοίκησης, που λαμβάνει υπόψη της και τη γνώμη των επιχειρήσεων, και
πολιτικής απόφασης της κοινωνίας (περιλαμβανόμενων των επιχειρήσεων) για την
κατεύθυνση που θέλουν να δώσουν στην οικονομία τους.
Είναι ο βασικός τομέας που το Δημόσιο
οφείλει να εκφράσει τα συμφέροντα των παραγωγικών δραστηριοτήτων που πάνε να
γεννηθούν και θα είναι ανταγωνιστικά αυτών που υπάρχουν. Θα τις αναστατώσουν
και θα τις μετασχηματίσουν. Είναι η υπεράσπιση της πρόκλησης του μέλλοντος,
αυτό που δεν μπορεί να κάνει η αγορά.
Αν ο AL Gore συμβουλευόταν τη
βιομηχανία του κινηματογράφου και της μουσικής, που, παρεμπιπτόντως, ήταν βασικοί
υποστηρικτές του, δεν θα επένδυε ποτέ στη δημιουργία και απελευθέρωση του
διαδικτύου, που γέννησε τη σύγχρονη οικονομία.
Οι δημόσιες επενδύσεις έχουν τους
ακόλουθους δύο στόχους:
1. Τη δημιουργία υποδομών (και
ανθρώπινου δυναμικού), και τη δημιουργία δικτύων (δρόμοι, δίκτυα διανομής
ενέργειας, δίκτυα τρένων, λιμάνια, ακόμη
και soft δίκτυα διανομής προϊόντων), τη δημιουργία βασικών προϋποθέσεων
παραγωγής (παροχή υποδομών, πληροφορίας, τεχνογνωσίας
κλπ) που εξασφαλίζουν τη δυνατότητα ανάπτυξης παραγωγικής δραστηριότητας από
τις επιχειρήσεις και τους ιδιώτες. Τα δίκτυα σε πολλές περιπτώσεις πρέπει να
παραμείνουν δημόσια και σε κάποιες περιπτώσεις μη ανταποδοτικά, καθώς
δημιουργούν τις προϋποθέσεις για εισδοχή νέων επιχειρήσεων στον χώρο και, επομένως, ανταγωνισμού και ανάπτυξης.
2. Τη δημιουργία των υποδομών που
απαιτούνται για τη λειτουργία της ίδιας της διοίκησης.
Στόχος είναι να δημιουργήσουν προϋποθέσεις
ανάπτυξης για τις επιχειρήσεις σε κατεύθυνση που δεν θα έδινε η αγορά μόνη της
με όποιον τρόπο (δημιουργώντας υποδομές ή κίνητρα). Εάν η αγορά μπορούσε να τη
δώσει αυτή την κατεύθυνση, τότε δεν θα χρειαζόταν κανένας επενδυτικός νόμος
ούτε δημόσιες επενδύσεις. Αυτός ο σχεδιασμός προϋποθέτει την αναβάθμιση και
λειτουργία κρατικής διοίκησης.
Ένα δεύτερο στοιχείο είναι ότι δεν
χρειάζεται να υπάρχει πρωτογενές πλεόνασμα για να κινηθούν οι δημόσιες
επενδύσεις. Υπάρχουν μηχανισμοί χρηματοδότησης παγιωμένοι με πολύ σημαντικά
ποσά (10 δισεκατομμύρια ευρώ από το υπόλοιπο του ΕΣΠΑ και άλλα 20
δισεκατομμύρια προβλέπεται ότι θα είναι η επόμενη προγραμματική περίοδος),
πλέον τα ποσά που δύναται να αντληθούν με ευνοϊκούς όρους από την ΕΤΕΠ. Η
επέκταση των μεταβιβαστικών πληρωμών εντός της ΕΕ είναι σημαντική για τη
βιωσιμότητα του εγχειρήματος, όπως όμως και η αλλαγή του τρόπου διαχείρισης.
Το πρόβλημα είναι η διαχείριση των
κεφαλαίων αυτών, η ιεράρχηση των επενδύσεων και, κυρίως, η μεταφορά της απόφασης
για τα προς ένταξη έργα σε κλιμάκια εμπειρογνωμόνων από τους πολιτικούς που τη λαμβάνουν με διάφορους τρόπους σήμερα. Τα κλιμάκια θα εξετάζουν τόσο τις
μελέτες όσο και την ανταποδοτικότητα της επένδυσης, τόσο ως προς τον δημόσιο
(άμεση και έμμεση) όσο και προς τον ιδιωτικό τομέα. Η συζήτηση μιας
διαφορετικής μορφής εφαρμογής της αρχής της επικουρικότητας, με την εισαγωγή
όρων διακρατικού ελέγχου και υποχρεωτικής αξιοποίησης τεχνογνωσίας και
εμπειρογνωμοσύνης από επιτυχημένα παραδείγματα, είναι απαραίτητη για να συμβεί
αυτό.
Με δυο λόγια:
Ο σχεδιασμός των επενδυτικών αξόνων
είναι ευθύνη της πολιτικής ηγεσίας που
πρέπει να στηριχθεί σε μια στιβαρή διοίκηση και να ληφθεί με τη συναίνεση της
κοινωνίας.
Η επιλογή των έργων είναι τεχνικό θέμα
που πρέπει να αφαιρεθεί από την πολιτική ηγεσία, που το ασκεί σήμερα με
ανεξέλεγκτο και μικροκομματικό τρόπο, και να μεταφερθεί σε εμπειρογνώμονες και
να διαμορφώνεται σταδιακά σε κοινοτικό επίπεδο.
Όσον αφορά τον επενδυτικό νόμο:
Ο επενδυτικός νόμος αποτελείται από ένα
πλέγμα κινήτρων για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και των επενδύσεων.
Στόχος του θα έπρεπε να είναι η διασφάλιση
συνθηκών που επιτρέπουν τη δημιουργία νέων επιχειρήσεων, οι οποίες δεν θα
μπορούσαν να δημιουργηθούν στις συνθήκες της αγοράς για έναν από τους
ακόλουθους λόγους:
1. Χαμηλή οριακή παραγωγικότητα σε
επενδύσεις μικρής κλίμακας για γεωγραφικούς ή άλλους τοπικούς λόγους,
2. Αντιστάθμισμα των εμποδίων που δημιουργεί το μέγεθος και οι πρακτικές των υφιστάμενων επιχειρήσεων στην ίδια αγορά,
3. Προσέλκυση στοχευμένων επενδύσεων ειδικής τεχνογνωσίας,
4. Δημιουργία συνθηκών για τη γέννηση ενός νέου επιχειρηματικού πεδίου και μιας νέας αγοράς.
Από τα παραπάνω είναι προφανές ότι ο
επενδυτικός νόμος αφορά τις επιχειρήσεις που δεν μπορούν να γεννηθούν για
ειδικούς λόγους, αλλά εφόσον γεννηθούν είναι βιώσιμες και ανεβάζουν τη συνολική
ανταγωνιστικότητα της χώρας, ενώ περιορίζει πολλές φορές τα συμφέροντα των
υφιστάμενων επιχειρήσεων, που θα δουν να αυξάνεται ο ανταγωνισμός και να
ανταγωνίζονται για τους ίδιους πόρους. Αυτή είναι η θερμοκοιτίδα του μέλλοντος
για κοινωνίες που τις ενδιαφέρει το μέλλον τους.
Είναι προφανές για ποιους λόγους η
ελληνική «επιχειρηματικότητα» είδε στον εκάστοτε επενδυτικό νόμο μια απειλή,
την οποία φρόντισε να διαμορφώσει έτσι ώστε στην ουσία όχι μόνο να ακυρώνει τη
λειτουργία του ως εργαλείο δημιουργίας ανταγωνισμού και νέων επιχειρήσεων, αλλά
να τον μετασχηματίσει σε ένα από τα εργαλεία εύκολου και, κυρίως, μη βιώσιμου
πλουτισμού, με τη συνενοχή των πολιτικών μας.
Για να μην ξεχνάμε ότι οι Έλληνες
πολιτικοί δεν έκαναν μόνο τα ρουσφέτια στους πολλούς τους αλλά συνέχισαν και
την παλιά καλή παράδοση της συναλλαγής με την παρασιτική επιχειρηματικότητα.
Στην Ελλάδα του
κρατισμού, όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, τους επενδυτικούς άξονες, τα έργα,
ακόμη και τους επενδυτικούς νόμους τους επέλεγαν και τους συνέτασσαν οι
επιχειρήσεις.
Γιώργος Γιαννούλης- Γιαννουλόπουλος
Γιώργος Γιαννούλης- Γιαννουλόπουλος
No comments:
Post a Comment