Στο καθιστικό μου έχω ένα παλιό μηχάνημα της SONY, είκοσι χρόνων κοντά, με δύο κασετόφωνα (από τα οποία δεν λειτουργεί κανένα, αλλά και να λειτουργούσε μικρή διαφορά θα έκανε, μια και δεν υπάρχει πια η πρώτη ύλη κασετών που τούδινε ζωή) κι ένα CD (που επίσης έχει προ πολλού και η δική του ζωή εκπνεύσει).
Το είχα αγοράσει όταν ζούσα στο Παρίσι, στα μέσα της δεκαετίας του '90. Το μόνο που έχει απομείνει να λειτουργεί τα τελευταία πολλά χρόνια ήταν το ραδιόφωνό του. Χάρη σε ένα σύστημα προγραμματισμού που λειτουργούσε αδιάλειπτα, άναβε στις 9 το πρωί και έσβηνε στις 12 το βράδυ κάθε μέρα, όλα αυτά τα χρόνια καρφωμένο συνήθως στον KOSMOS της ΕΡΤ. Ελάχιστες φορές μετακινήθηκε ο απαρχαιωμένος αλλά λειτουργικός δείκτης κι αυτό ήταν συνήθως για να συναντήσει το Τρίτο πρόγραμμα, ή κάποιους λίγους άλλους σταθμούς.
Συνηθίζω να ακούω διαρκώς μουσική. Προσπάθησα αρκετές φορές να βρω κάποιους άλλους σταθμούς στους οποίους να εμπιστευτώ αυτή μου την ανάγκη χωρίς να ανησυχώ από ξαφνικές προσβολές, καθώς δεν έχω πάντα τη διάθεση να ασχολούμαι με τα mp3 μου. Πάντα όμως, ακόμη και σε καλές περιπτώσεις, κάποιος θα μίλαγε πολύ, κάποιες μουσικές θα με ενοχλούσαν, κάποιες διαφημίσεις θα μου στερούσαν τη χαρά της μουσικής. Δεν τα κατάφερνα, τους ανεχόμουν κατά περίπτωση αλλά αποσπασματικά, τελικά επέστρεφα σε αυτό που σπανιότερα μου δημιουργούσε δυσάρεστα ερεθίσματα. Σήμερα το ραδιόφωνό μου είναι πλέον σιωπηλό.
Δεν έχω τηλεόραση. Ποτέ δεν είχα τα τελευταία τριάντα χρόνια. Παρατεταμένη διάρκεια έκθεσης σε αυτήν μου προκαλεί μια σταδιακά ενισχυόμενη ημικρανία, μια οργανική αντίδραση που χειροτερεύει με τον καιρό. Έτσι αποφάσισα να την αποφεύγω. Παρόλα αυτά την παρατηρώ ενίοτε σε δημόσιους χώρους, ή σε άλλα σπίτια, ή μέσα από το διαδίκτυο.
Παρακολουθώ κυρίως τις αντανακλάσεις της στις συζητήσεις φίλων, συνεργατών, άσχετων ανθρώπων που συναναστρέφομαι, βλέπω στον δρόμο, παρατηρώ, ακούω ή διαβάζω. Συνήθως έτσι διαπιστώνω το φευγαλέο της επιρροής της. Οι συζητήσεις και, κυρίως, τα πρόσωπα στα οποία αναφέρονται ξεχνιούνται και σβήνουν τις περισσότερες φορές σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Το πιο αλλόκοτο είναι ότι συχνά διαπιστώνω ότι τα έχουν ξεχάσει αυτοί πρώτοι, κάποιον φευγαλέο ποπ σταρ, για παράδειγμα, ή έναν παρουσιαστή, ενώ μπορεί να τον θυμάμαι εγώ κατ’ όνομα, κυρίως λόγω της αντίδρασης που είχε προκαλέσει στους φίλους μου.
Συζήσαμε με αυτό το κάπως κυριαρχικό αντικείμενο ως τα 18 μου, ως τότε περίπου που ζούσα ακόμη με τους γονείς μου. Μετά αποφάσισα ότι αυτό έπρεπε να λήξει, και έτσι έληξε και η συγκατοίκηση μου με την Τηλεόραση. Έως τότε καταλάμβανε, αινιγματική και απόμακρη, το κέντρο του σαλονιού του σπιτιού μας αλλά κι ένα μέρος της εφηβικής μου ζωής. Την θυμάμαι ακόμη την Πρώτη μας (επί χούντας και στην αρχή της μεταπολίτευσης) αυτήν που αργότερα αντικαταστάθηκε από μια έγχρωμη εξίσου επιβλητική Nordmende. Η Πρώτη όμως ήταν πολυτελής. Ασπρόμαυρη, κλεισμένη σε ένα σκούρο ξύλινο αστραφτερό κουτί με ξύλινα καλογυαλισμένα ρολά που ξετυλίγονταν από κάθε πλευρά και έκλειναν μπροστά της, για να προστατεύουν στην ήρεμη σκιά τους την πολύτιμη και ακτινοβολούσα οθόνη της, αυτή την τεράστια λυχνία. Κάτι μεγάλα κουμπιά σαν πιστόνια, έξι όλα κι όλα, που περιστρέφονταν για μικρορρυθμίσεις, και πρόβαλλαν πλάι από την οθόνη, πάνω από ένα συρταράκι που ανοιγόκλεινε και περιείχε κι άλλα μαγικά χειριστήρια, για το φως, το contrast, την ποιότητα του ήχου. TELEFUNKEN.
Με αυτά τα κουμπιά πιάναμε τους 2-3 σταθμούς που υπήρχαν. Ενίοτε και καμιά τσόντα που προβάλλονταν θολή σε άσχετες συχνότητες από πειρατές. Κυρίως, όμως, την ΥΕΝΕΔ και τα κανάλια της ΕΡΤ.
Από αυτό το κουτί ξεπρόβαλλε ένας μικρός κόσμος από εικόνες, από παλαιικούς παρουσιαστές ειδήσεων που εκφωνούσαν τα κυβερνητικά ανακοινωθέντα, μέχρι προκλητικές διαφημίσεις με απίθανα υπονοούμενα για την εποχή, από την cult Αλίκη Νικολαϊδου ως τον εξίσου cult Ζάχο Χατζηφωτίου, από τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο ως το Παρασκήνιο, από τον Παράξενο Ταξιδιώτη ως τους απροσδόκητα ποιητικούς κλοσάρ στο Εκείνος κι Εκείνος στην καρδιά της χούντας, τον Λουκά και τον Σόλωνα, από τον Γιούγκερμαν ως τη Φρουτοπία, από τη βραδιά κινηματογράφου (ή κάπως έτσι) με τον Γιάννη Μπακογιαννόπουλο και τους 7 Σαμουράι ή τις Νύχτες της Καμπίρια, αριστουργήματα που μόνο εκεί μπορούσα να δω τότε (δεν υπήρχαν καν video και videoclub την εποχή εκείνη) ως το Χαμένοι στο Διάστημα. Πέρα από το εμπορικό κύκλωμα του σινεμά, μέσα από το οποίο πολύ λίγες ποιοτικές ταινίες έφταναν στην ελληνική αγορά, μόνο ο κινηματογράφος στην τηλεόραση και οι κινηματογραφικές Λέσχες υπήρχαν.
Στον εφηβικό μου νου όλα αυτά ανακατεύονταν με τυπωμένες συναντήσεις με τους beatniks, τον Καζαντζάκη, τον Γκάτσο, τον Ελύτη, τον Μούζιλ, τον Μπάροουζ, τον Καβάφη, τους κλασικούς, τον Γιουνγκ, τον Νίτσε, τον Φλομπέρ, τον Όμηρο, τον Σπινόζα, τον Αβερόη, τον Έντγκαρ ´Αλλαν Πόε, τον Ηράκλειτο, τον Μοντεσκιέ, τον Τζέρεμυ Μπένθαμ, τον ιερό Αυγουστίνο, τον Λόρκα, τον Τζον Λοκ, τον Ρεμπό, τον Μέλβιλ, τις Παραλογές, τον Μπόρχες, τον Κάφκα, τον Στίβενσον .... τα περιοδικά της αμφισβήτησης, το Αντί, τη Νέα Οικολογία, την οδό Πανός, πολλά άλλα εναλλακτικά και προκλητικά με ιδέες που έρχονταν από τα μεγάλα κινήματα των δυτικών μητροπόλεων, το Τέταρτο αργότερα, τα κόμικ της δεκαετίας του '80, τον Αρκά, τη Βαβέλ, τον Ούγκο Πρατ και τον Κόρτο Μαλτέζε, το Παρά-Πέντε αλλά και τον Μίκυ Μάους, τον γέρο-Σκρουζ και την αποτυχημένη πάπια, που έσκαγε και στο σκιερό γυαλί καμιά φορά με τους άλλους φίλους τους, το μπιπ-μπιπ και τον γατούλη τον γκαντέμη τον Σιλβέστερ. Δεν θυμάμαι με ακρίβεια με ποιους από αυτούς συναντηθήκαμε τότε και με ποιους λίγο αργότερα.
Ακόμη κουδουνίζει στα αυτιά μου ένας ήχος πούρχονταν το βράδυ αργά από το ασπρόμαυρο κουτί μετά από νύχτες εφηβικής αγρύπνιας διαβάζοντας, πίνοντας ή βλέποντας κάποια ταινία ή και τα δύο. Εκείνη η καθησυχαστική φλογέρα του τσοπανάκου κι ύστερα απότομα, σχεδόν προκλητικά για την προχωρημένη ώρα, πετάγονταν ο Εθνικός Ύμνος να παιανίζει από μιαν αόρατη μπάντα με μιαν ασπρόμαυρη σημαία που κυμάτιζε σχεδόν ακίνητη, υψωμένη ενοχλητικά μοναχική μες στην μέση της οθόνης, σαν νάθελε να κρατήσει τον χρόνο παγωμένο.
Παραδίπλα ήταν το πικάπ. Ας μη μιλήσουμε πολύ γι’ αυτό. Την Janis Joplin και τους Doors, τους Scorpions, τον David Bowie, τη Nina Simone και τον Jimmy Hendrix... ό,τι μας στερούσε εκείνο το ραδιόφωνο.
Το Πρώτο και το Δεύτερο Πρόγραμμα, με τις ελαφρολαϊκές μουσικές τους, τα ραδιοφωνικά θεατρικά αλλά και τα σήριαλ, τα ακούγαμε από τα ραδιόφωνα και τα τρανζιστοράκια των γονιών και των θείων. Από αυτά έβγαινε από μιαν άλλη εποχή η βραχνή κι αργόσυρτη φωνή της Μαρίας Ρεζάν.
Στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, όπου οι συχνότητες ήταν αυστηρά ελεγχόμενες και οι «πειρατές» και κάθε άλλη φωνή διωκόμενοι, ήρθε ο σεισμός του Τρίτου από το πουθενά. Σε μια εποχή ενταφιασμένη εμφανίστηκε ένα ραδιόφωνο ανοιχτό στην πρόκληση, ένα ραδιόφωνο ανοιχτό σε νέες ιδέες που ξεδιπλώνονταν υπερήφανα προκαλώντας την κρατούσα αισθητική, όπου δεν ήξερες τι θα σου ξημερώσει, νέες μουσικές, από τη Λένα Πλάτωνος και τον Κηπουργό ως τον Χάυδν και σπάνιες εκτελέσεις από τις καντάτες του Μπαχ, τη Σαπφώ Νοταρά και τη Λιλιπούπολη, ο Μαρωνίτης να παρουσιάζει τις μελέτες του για τον Ηρόδοτο, διηγήματα του Ιωάννου, αναλύσεις για την ελληνική Επανάσταση, τον Μενέλαο Καραμαγγιώλη, με τις μουσικές του που χάνονταν κάθε φορά και τις έψαχνε από την αρχή, με τους απόηχους της Jazz και τους ήχους του Monteverdi και του Σκαλκώτα, με όλους αυτούς τους σημαντικούς ανθρώπους - νέα ταλαντούχα παιδιά τότε - που τους δόθηκε ο λόγος και ο χώρος, μιλούσαν, σχολίαζαν με τον χρόνο που χρειάζονταν για να ακούσεις, να συζητήσεις, να ζυμωθεί το μυαλό σου. Το ραδιόφωνο εκτός ραδιοφώνου, με τον Μουσικό Αύγουστο, που γιόρταζε στην Κρήτη, τις παραγωγές και παραγγελίες σε νέους ανθρώπους, που έχουν γίνει πλέον μέρος της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Και το σχόλιο του Μάνου, που κάθε φορά αποκάλυπτε ένα μέρος από την ευαισθησία μας με τρόπο ποιητικό. Προσεκτικά, με λεπτότητα συλλέκτη, έφερνε στην επιφάνεια τα πιο πολύτιμα υλικά μας κι ύστερα τα έπαιρνε και τα έκανε τραγούδια στην οδό Αθηνάς. Έτσι το ραδιόφωνο αυτό μας άλλαξε όλους.
Έπλεκαν και πλέκουν ακόμη όλα αυτά μαζί ένα πουλόβερ ζεστό, στο οποίο οι άνθρωποι της γενιάς μου με παρόμοιες ευαισθησίες και αντιλήψεις χρωστάμε την όποια θαλπωρή αισθανόμαστε. Aλλά μέσα από τον απόηχο και η γενιά που μας ακολούθησε, κι αν είναι τυχερή, και αυτή που ακολουθεί αισθάνεται αυτή τη ζεστασιά.
Κάθε φορά που άλλαζε Κυβέρνηση, άλλαζε και η τηλεόραση ηχητικό σήμα. Έτσι καταλαβαίναμε τις «μεταπολιτεύσεις». Όμως υπόγεια άλλαζαν σταδιακά όλα.
Μεσολάβησαν σχεδόν τρεις δεκαετίες. Ηρθε το video, η ιδιωτική τηλεόραση και η άναρχη απελευθέρωση ή, μάλλον καλύτερα, η κατάληψη, (όποιος πρόλαβε έπιασε κι από μια συχνότητα), η όλο και μεγαλύτερη χυδαιότητα και οχλοβοή, ένας πολτός από εικόνες, ήχους και συχνότητες, τα «τηλεπαράθυρα», τα ατέλειωτα σήριαλ που επαναλαμβάνονταν, οι αμερικάνικες χαζοσειρές, μετά τα βραζιλιάνικα, τα τούρκικα. Το διαδίκτυο ήρθε πολύ αργότερα, στην αρχή της δεκαετίας του '90, και το άφθονο περιεχόμενο σε αυτό ακόμη πιο πρόσφατα.
Η καλή μας ΕΡΤ συνέχισε να πλέει αμέριμνα, γενναιόδωρη με τα χρήματα των λογαριασμών του ρεύματος, που όμως πλέον έχουν κι άλλα χαράτσια να κουβαλήσουν στα νοικοκυριά, και να μας συνοδεύει με τους σταθμούς της, τις ομορφιές, τις ασχήμιες και, κυρίως, τις σπατάλες της όλα αυτά τα όμορφα χρόνια.
Μέσα της, στο Μαυσωλείο της Αγίας Παρασκευής, μαζί με πολλούς περιττούς και ακατάλληλους, με «σταρ» και διερχόμενους, με αναχρονιστές συνδικαλιστές, τους ίδιους κατά πάσα πιθανότητα που πολέμησαν το Τρίτο μετά μανίας ή τους κληρονόμους τους, είχαν κουρνιάσει επίσης και αρκετοί εξαίρετοι άνθρωποι, δημοσιογράφοι, τεχνικοί και παραγωγοί. Κι ένας θησαυρός σε διαρκή παρακμή κι απώλεια, το περίφημο Αρχείο της ΕΡΤ, με όλα αυτά που σώθηκαν αλλά κι αυτά που χάθηκαν και δεν θα ξαναβρεθούν ποτέ, στιγμές της ιστορίας, ώρες εξαιρετικής τέχνης και σκέψης, συνεντεύξεις με σημαντικούς ανθρώπους, από τον Ταχτσή ως τον Τσίρκα, από τη Δόμνα Σαμίου ως τον Κουν, τον Τσαρούχη, τον Καστοριάδη, τον Αξελό, την Μπέλλου, τον Τσιτσάνη, τον Μάνο....
Το τέλος της μάλλον ήταν αναπόφευκτο, αν και ήρθε ξαφνικά και άκομψα.
Το σίγουρο είναι ότι είναι αναγκαία η δημόσια δράση στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο, σαφέστατα πιο περιορισμένη σε έκταση, πιο στοχευμένη, όχι για να βγάζει κέρδη ανταγωνιστικά προς την ιδιωτική δραστηριότητα, αλλά για να παρέχει αυτό που δεν μπορεί να παρέχει η αγορά: υψηλότερη ποιότητα, πολιτισμό, αντικειμενική ενημέρωση και παιδεία, για να καλύπτει τον οικουμενικό ελληνισμό, χωρίς να προσδοκά να ζήσει από τις διαφημίσεις και την υψηλή τηλεθέαση. Κάθε τηλεθεατής που τον κερδίζει ένα υψηλής ποιότητας κανάλι, κάθε ακροατής που τον κερδίζει ένας καλός ραδιοφωνικός σταθμός, είναι πολύτιμος όσο και ο αναγνώστης ενός καλού βιβλίου. Είναι μια επένδυση στο μέλλον και μια μείωση των τριβών του παρόντος. Από το πιο σπάνιο αυτό είδος τρέφονται οι υπόλοιποι και εμπνέεται η παραγωγή κάθε είδους πλούτου.
Είναι επίσης αναγκαία και η ρύθμιση της απαραίτητης αλλά αδιαφανούς ιδιωτικής τηλεόρασης, έτσι ώστε να ανταποδίδει στην κοινωνία τον λόγο (έναντι της παροχής της συχνότητας) σε ειδικές ζώνες που θα παρέχονται κυλιόμενα με ευέλικτα και εύχρηστα κριτήρια σε κοινωνικούς οργανισμούς, νέους πολιτικούς φορείς και κινήσεις, κοινότητες πολιτών, συλλογικές δράσεις, ατομικές πρωτοβουλίες. Ένα μικρό και ταυτόχρονα τεράστιο παράθυρο στην κοινωνία των πολιτών για τη μεταβατική εκείνη περίοδο, που δεν θα είναι πολύ μακρά, στην οποία το διαδίκτυο και η πολλαπλή και αμφίδρομη επικοινωνία που αυτό δημιουργεί και επιτρέπει δεν θα έχει υποκαταστήσει πλήρως την ακριβή μονόδρομη παραδοσιακή τηλεοπτική εκπομπή.
Mε κάθε επιφύλαξη για την αξιοπιστία των κυβερνώντων και την καθαρότητα των προθέσεων, ίσως αν το οργανόγραμμα του νέου φορέα ήταν επίσης έτοιμο και δημόσιο, εάν το χρονοδιάγραμμα είχε και το σύνολο των ενεργειών δίπλα του κάπως πιο αναλυτικά, αν κυρίως ήταν σαφής ο ρόλος και οι στόχοι του νέου οργανισμού, αν οι διαδικασίες πρόσληψης των νέων στελεχών και τεχνικών ήταν πιο προσδιορισμένες, αν οι διαδικασίες εξόδου και προοπτικών των υφιστάμενων ήταν πιο σαφείς, αν δηλαδή πλάι στο αρνητικό γεγονός τοποθετούνταν με πειστικότητα η θετική προοπτική, αν δίνονταν και μερικά ποσοτικά στοιχεία, ίσως o αποχωρισμός αυτός να είχε κάποιο νόημα.
Μαζί της η ΕΡΤ, φεύγοντας, ανασύρει και παρασέρνει μερικές από τις πιο γλυκιές μας μνήμες, που έτσι κι αλλιώς έχουν προ πολλού περάσει σε εκείνον τον παράξενο τόπο όπου απομονώνουν τις μνήμες και τα όνειρα της εφηβείας τους οι περισσότεροι άνθρωποι. Από εκεί τις περιμένουμε μάταια οι περισσότεροι να ξανάρθουν να μας συναντήσουν, εμάς κι όσους μας ακολουθήσουν.
Τόσα χρόνια, τόσοι άνθρωποι, τόσα βιβλία, ταινίες, εικόνες, παραστάσεις, μουσικές που μεσολάβησαν, κι ακόμα το πρώτο που μου ήρθε στο νου με το άκουσμα του κλεισίματος της ΕΡΤ ήταν αυτή η σκηνή από το Εκείνος κι Εκείνος, που τυχαία εντελώς επέζησε, σχεδόν μόνη αυτή, από τα κύματα των εποχών που σάρωσαν τον αντιφατικό αυτό Δημόσιο Οργανισμό.
Οι δύο εκ πεποιθήσεως περιθωριακοί, ο Λουκάς κι ο Σόλων, επικούρειοι και κυνικοί ταυτόχρονα, δεν υπέκυψαν στη γοητεία του Αυγού που η τύχη τούς πρόσφερε.
Τόσα χρόνια, τόσος δρόμος, τόσες κουτουλιές, κι εμείς ακόμη να βγούμε από αυτό το μοναχικό μας το Αυγό.
Γιώργος Γιαννούλης- Γιαννουλόπουλος
εικόνα: παλαιά διαφήμιση της μπύρας Mort Subite (Ξαφνικός Θάνατος)
Δικτυογραφία:
Το πολύτιμο για τον πολιτισμό, την επιστήμη και την ιστορία Αρχείο, μέρος του οποίου έχει ψηφιοποιηθεί ή βρίσκεται στη διαδικασία ψηφιοποίησης.
No comments:
Post a Comment