Καμία μαζική εξέγερση στην ιστορία δεν μπορεί να υποκινηθεί. Την περιέχει ήδη η κοινωνία στην οποία εκδηλώνεται. Δημιουργείται από σημαντικά υπόγεια ρεύματα που δεν βρίσκουν διέξοδο μέσα από διαδικασίες εκτόνωσης και ομαλής μεταστροφής όπως αυτές των Δημοκρατιών, όταν λειτουργούν αποτελεσματικά.
Η σπίθα που τις προκαλεί καμιά φορά προέρχεται και ενισχύεται από τη ματαιοδοξία της εξουσίας που εκφράζεται με άσκοπη βία. Άλλες φορές, από την υπερβολική ασφάλεια και αυταρέσκεια των κυβερνώντων. Κάποιες φορές, που ουσιαστικά είναι η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος, οι εξεγέρσεις προκαλούνται από την ανικανότητα και την κατάρρευση του κράτους, δηλαδή την ίδια την εσωτερική ανασφάλεια και φόβο των καθεστώτων, που τα εμποδίζει να ασκήσουν την εξουσία τους.
Πολλά μεγάλα και μικρότερα παραδείγματα το επιβεβαιώνουν.
Η Γαλλική Επανάσταση, που γέννησε τον μοντέρνο κόσμο αποκεφαλίζοντας έναν μονάρχη και δημιουργώντας το σύγχρονο κράτος και ό,τι την ακολούθησε.
Η Ρώσικη επανάσταση, που μισοαστική – μισοαγροτική, αφού ισορρόπησε για λίγο ανάμεσα στα δύο σύμπαντα, κατέληξε στο δεύτερο κι έδωσε ένα υπόδειγμα για τους ολοκληρωτισμούς που ακολούθησαν.
Η Ισλαμική Επανάσταση της Περσίας ενάντια σε μια διεφθαρμένη και αυτάρεσκη αστική τάξη, που γι’ αυτό έφερε στην εξουσία ένα ολοκληρωτικό κι αναχρονιστικό Ισλάμ σε μια βαθιά πολιτισμένη και δυτικότροπη χώρα.
Η «Αραβική Άνοιξη», που απλώνεται από την ίδια ρίζα, σαν φωτιά που σιγοκαίει από την Τυνησία ως τη Συρία, σε διαφορετικές κοινωνίες, όπου τα νέα δυναμικά τους στρώματα σταδιακά διευρύνονται και αναζητούν εναγώνια τη δημοκρατική μετεξέλιξή τους σε ανοιχτές κοινωνίες με τις οποίες τα έχει ήδη συνδέσει βαθιά η ιστορία: οι σταυροφορίες, η αποικιοκρατία, αλλά και οι σύγχρονοι δεσμοί της μετανάστευσης, του εμπορίου, των κοινωνικών δικτύων πλέον. Οι άρρηκτοι θαλάσσιοι δεσμοί της Μεσογείου. Μια ανοιχτή κοινωνία, που χωρίς να είναι ακόμη πλειοψηφούσα λαχταρά να γεννηθεί, καθώς ήδη έχει ωριμάσει κάτω από οικογενειοκρατικά και ολοκληρωτικά καθεστώτα. Όμως, ταυτόχρονα, η ακραία καθεστωτική αντίδραση και οι αμείλικτες διεθνείς ισορροπίες μπορούν απρόβλεπτα να οδηγήσουν στον θρησκευτικό φανατισμό και στην ακραία βία.
Ο Μάης του '68, που συγκλόνισε τις συντηρητικές αντιλήψεις της μικρόνοης μακαρθικής εξουσίας και το ακραίο καταναλωτικό μοντέλο ανάπτυξης του μεταπολεμικού κόσμου, που στην Ευρώπη εκφράζονταν από τη βαθιά συντηρητική αστική τάξη του ντε Γκωλ, ο οποίος – όπως πολλοί μεγάλοι πολιτικοί άνδρες – δεν είχε κατανοήσει ότι η ώρα του είχε περάσει προ πολλού, ότι ήταν ήδη παρωχημένος.
Αυτός ο Μάης που γέννησε με τη σειρά του άλλη μια φορά τον σύγχρονο κόσμο με την ήττα και όχι με τη νίκη του. Με τις μουσικές, τη σκέψη, την τέχνη, τον πολιτισμό του, ανέτρεψε και δημιούργησε εκ νέου το αστικό αξιακό μας σύστημα, τις ιδέες οργάνωσης της ζωής μας, τη σχέση μας με το περιβάλλον, δημιούργησε τις ιδέες που είναι πλέον αναπόσπαστο μέρος της πολιτικής μας οικονομίας, ιδέες που σήμερα είναι αυτονόητες σε όλο το πολιτικό φάσμα πλην των φανατικών και των οπισθοδρομικών που θεωρούνται πλέον άκρα. Είμαστε κατά κάποιον τρόπο όλοι παιδιά του.
Κατά απρόβλεπτο τρόπο ο Μάης στερέωσε περισσότερο αυτό που νόμιζε ότι πολεμούσε: την αστική φιλελεύθερη Δημοκρατία. Την απελευθέρωσε από τα περιττά βάρη, από τις παρωχημένες απαγορεύσεις, από μέρος των καταλοίπων του αυταρχικού παρελθόντος της. Αυτή, από την πλευρά της, αποδείχτηκε ελαστικότερη, πιο εύπλαστη. Όχι απλά επιβίωσε με λιγότερο αυταρχισμό, με λιγότερη περιττή επίδειξη βίας, με μεγαλύτερη ανοχή, με την κατανόηση της αλληλεπίδρασης ανθρώπου/περιβάλλοντος, αλλά επιπλέον κατέστη ισχυρότερη σε κάθε πεδίο, στρατιωτικό, οικονομικό, πολιτικό, ιδεολογικό. Έγινε αδιαμφισβήτητο οικουμενικό ζητούμενο.
Ο δικός μας Μάης ήρθε έναν μουντό Νοέμβρη του '73, στρεβλός κι ανακατεμένος με μια απέλπιδα απαίτηση για το δεδομένο που αφαιρέθηκε δια της βίας και μετατράπηκε σε κύριο ζητούμενο. Σκίαζε όμως αυτό το ζητούμενο όλα τα άλλα που ήταν στοιχεία της σύγχρονης εποχής και δεν βρήκαν ποτέ τρόπο έκφρασης, αφυδατώνοντας έτσι τη μετεξέλιξη.
Η δική μας μετάβαση, η δική μας απαίτηση απόμεινε στο κέλυφος της Δημοκρατίας, όχι στο περιεχόμενό της.
Για τον λόγο αυτό και επαναλαμβάνεται τελετουργικά έκτοτε σαν λιτανεία, σε διάφορες εποχές και με διάφορες αφορμές, σαν μια παρωδία εξέγερσης, κάπως εκφυλισμένος, παράταιρος, εκτός εποχής πια, τόσα χρόνια χωρίς διέξοδο, τόσα χρόνια στομωμένος. Αυτό που λέμε μεταπολίτευση υπήρξε κατά βάθος ένας ημιτελής Μάης, ένα κατώφλι που δεν διαβήκαμε ποτέ, μια επανερχόμενη ματαίωση.
Αυτή η ματαίωση μετασχηματίζεται στη χώρα μας σε κοινή και αναίτια βία, καθώς δεν βρίσκει τον δρόμο και τον λόγο της στους μηχανισμούς της φρακαρισμένης Δημοκρατίας μας.
Πότε γίνεται συντηρητικός και εθνοχριστιανικός φανατισμός, πότε αγγίζει τον χουλιγκανισμό μιας κατ’ όνομα αναρχίας. Ανάλογα την περίσταση, η βαθιά αυτή ματαίωση γίνεται αντικείμενο σφετερισμού από τους «πατριώτες» ή τους «αντι-αμερικάνους», «αντι-γερμανούς», αντι-κάτι γενικώς, τους μακεδονομάχους, τους φανατικούς της διεστραμμένης εκδοχής του εθνοχριστιανισμού, τους μπαχαλάκηδες, τους ναζιστές χαζοφουσκωτούς τελευταία.
Τα Δεκεμβριανά του 2008 ήταν μια από αυτές τις στρεβλές μετεξελίξεις που, σε συνδυασμό με την κατάρρευση και τον φόβο του κράτους και τον εκφυλισμό της πολιτικής τάξης, σήμαναν με σήμαντρο μεγάλο στον κόσμο όλο την αντιστροφή της πενηντάχρονης πορείας ανάπτυξης της χώρας, που ήδη υπέβοσκε, και την απαρχή της μεγάλης κρίσης.
Έτσι φθάσαμε (ή καλύτερα συρθήκαμε) ως εδώ με κάτι ανεκπλήρωτο εντός μας, σαν τον ετοιμοθάνατο με το ενήλικο πια παιδί του, που ακόμη δεν έχουν βρει το κουράγιο να κάνουν την κουβέντα που πάντα ήθελαν, να πουν όσα τους πλήγωσαν κι όσα τους ένωσαν τόσα χρόνια, να ομολογήσουν τις κρυφές αλήθειες τους πριν το τέλος, να απελευθερώσουν την αγάπη που κρύβουν μέσα τους. Να εξομολογηθούν αμοιβαία το περασμένο πια κι ανούσιο μυστικό που τους στοιχειώνει, να συγχωρήσουν, να προχωρήσουν, για να μπορέσει να τραβήξει καθένας τον δρόμο του ελεύθερος. Κι έτσι φεύγει ο καιρός, φεύγουν τα χρόνια και χάνονται οι στιγμές στην όμορφη και επιπόλαια χώρα μας.
Και η Τουρκία, αυτός ο παραμορφωτικός καθρέφτης μας, έτσι όπως τον αντιλαμβανόμαστε εμείς στον άκρατο εθνοκεντρισμό μας;
Η Τουρκική κοινωνία είναι μια περίπλοκη κοινωνία, με μεγάλη ιστορία και μακρά παράδοση, που ωστόσο εμείς αντιλαμβανόμαστε μέσα από τους καθρέφτες των σχέσεών μας που διαθλούν την εικόνα της. Μια κοινωνία που πέρασε τα μολυβένια χρόνια της μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, που είναι και ο μόνος που έζησε, συγκροτούμενη σταδιακά ως αστική κοινωνία, κάτω από το διαπεραστικό γκρίζο αυστηρό βλέμμα ενός εμπνευσμένου και ελευθεριάζοντος ηγέτη, που έζησε τα πάθη του ως την άκρη τους. Με το υλικό αυτό δημιούργησε ο Κεμάλ Ατατούρκ από μια καταρρέουσα πολυεθνική αυτοκρατορία το σύγχρονο Τουρκικό έθνος, μέσα στον κατακλυσμό αίματος και βίας της εποχής. Στο τέλος αυτής της άγριας διαδικασίας η παρακμασμένη Οθωμανική αυτοκρατορία, που πριν τέσσερις αιώνες εκτείνονταν από την Τρίπολη και την Αίγυπτο ως την Ουγγαρία και την Κριμαία, εξελίσσοντας το σύστημα διοίκησης και τις ελίτ μιας άλλης πολυεθνικής μεσαιωνικής αυτοκρατορίας, της Βυζαντινής, γέννησε με τον εκρηκτικό της θάνατο τα κράτη των Βαλκανίων. Ανάμεσα σε αυτά τη σύγχρονη Ελλάδα και τη σύγχρονη Τουρκία.
Το ιδεολόγημα του έθνους-κράτους, με τις εθνοκαθάρσεις που το συνόδευσαν, όρισε κι αφάνισε τις ζωές συχνά κι έσβησε και ξανάγραψε την ιστορία πληθυσμών ολόκληρων, ανάμεσα στους οποίους και οι δικοί μου πρόγονοι από τη Σμύρνη, που μαζί με εκατομμύρια άλλους Έλληνες, Τούρκους, Αρμένιους, εθνότητες από κάθε γωνιά των Βαλκανίων, ξεριζώθηκαν ως πρόσφυγες από τους τόπους που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν οι ίδιοι και οι πρόγονοί τους. Τα ωστικά κύματα αυτής της σχετικά πρόσφατης κοσμογονίας αισθανόμαστε ακόμη στα Βαλκάνια.
Η συγκρότηση του σύγχρονου τουρκικού κράτους, όπως δημιουργήθηκε από το εκσυγχρονιστικό κίνημα των Νεοτούρκων, στηρίχθηκε στην αντικατάσταση του συστήματος ανάδειξης των ελίτ της, εισάγοντας μια αυστηρή δομή ρεπουμπλικανικής έμπνευσης με βάση τη γαλλική διοίκηση. Το σύστημα αυτό, που κληρονόμησε η σύγχρονη Τουρκία, οργανώθηκε κυρίως γύρω από το στρατιωτικο-οικονομικό και διπλωματικό σύμπλεγμα, το οποίο όρισε τις τύχες της χώρας για κοντά ογδόντα χρόνια.
Το σύστημα αυτό περιείχε μια βαθιά αντίφαση: ήταν εξαρχής λαϊκό και δυτικότροπο, αλλά φοβόταν ότι η δημοκρατία δεν θα το ευνοούσε. Απεχθανόταν την απόκλιση, που όμως με τον τρόπο του έπρεπε να υπερασπίζεται, καθώς παρέμεινε συνδεδεμένο και προσανατολισμένο σταθερά προς τις δυτικές δημοκρατίες. Αυτή η αντίφαση λειτούργησε για οκτώ μακρές δεκαετίες σε μια περιορισμένη και αδιαφανή Δημοκρατία, δημιουργώντας σταδιακά συστήματα διαφθοράς, αλόγιστη καταστολή και βία και ένα πολιτικό σύστημα με σχετικά περιορισμένη αυτονομία, ελεγχόμενο από το κατεστημένο αυτό. Η Τουρκία ισορρόπησε έτσι στα όρια της Δημοκρατίας, γέρνοντας πότε από τη μια πλευρά και πότε από την άλλη, όλα αυτά τα βαριά χρόνια.
Μέσα σε αυτό το κουκούλι, όμως, η Τουρκική κοινωνία μετασχηματιζόταν σταθερά: οι διασυνδέσεις της με τη Δύση, η επικοινωνία της με την Ευρώπη και την Αμερική, η μετανάστευση, κύρια στη Γερμανία, η εσωτερική μετανάστευση, η αργή αλλά σταθερή ανάπτυξη, ακόμη και οι δικοί της παραμορφωτικοί καθρέφτες που αντανακλούσαν μια Ελλάδα ευημερούσα, ισχυρή και χαϊδεμένο παιδί της Δύσης, μεγάλωναν τα αστικά και μικροαστικά στρώματα και οι ιδέες τους έβρισκαν απήχηση και σε μέρος της εργατικής τάξης, που σταδιακά αποκτούσε κάποια αστικά χαρακτηριστικά, καθώς η βιομηχανία αναπτυσσόταν, χωρίς να έχουν γίνει όμως ακόμη πλειοψηφικά. Κάτω από την εξουσία του κεμαλικού κράτους η πραγματική Τουρκία διατρεχόταν από το δίπολο και την αργά μεταβαλλόμενη ισορροπία ανάμεσα στην αστική τάξη και στην πλειοψηφία της εργατικής-αγροτικής τάξης, που ήταν πιο συντηρητική και ριζωμένη στις ισλαμικές παραδόσεις. Κοινωνικά στρώματα που ασφυκτιούσαν κάτω από το πατερναλιστικό αυτό σύστημα, το οποίο συνειδητά δεν τα εμπιστευόταν, ώστε να τους επιτρέψει να συγκροτηθούν ως πολιτικά υποκείμενα και να συγκρουσθούν στο δημόσιο πεδίο.
Στη δεκαετία του '90 τα «λαϊκά» κόμματα της χώρας, δεξιά, κεντρώα και αριστερά, ήταν όλα βουτηγμένα στο ίδιο ψέμα, στην ίδια διαφθορά, στην ίδια γενικευμένη αναξιοπιστία. Το στρατιωτικό-οικονομικό και διπλωματικό κατεστημένο σφράγιζε τον διάλογο κάθε φορά που αυτός έτεινε να ξεφύγει από τα εσκαμμένα, όπως στην πρώτη απόπειρα μεταρρύθμισης της περιόδου του Τουργκούτ Οζάλ, η οποία τελείωσε άδοξα με τον θάνατό του.
Την εποχή εκείνη, στη δεκαετία του '90, γεννήθηκε το κίνημα των ισλαμοδημοκρατών, το οποίο έδειχνε η μόνη διέξοδος για τον περιορισμό της θεσμικής αδράνειας που είχε επιβληθεί στη χώρα, μέσα από ένα ημιδημοκρατικό σύνταγμα και πολύ αυστηρούς κατασταλτικούς μηχανισμούς. Η λαϊκίστικη επίκληση της ηθικής σε συνδυασμό με τη μεταρρυθμιστική πρόθεση το οδήγησε θριαμβευτικά στην εξουσία, παρά τις μάταιες αλλά επίμονες αντιδράσεις του καθεστώτος του βαθέος κράτους, όταν το κίνημα βρέθηκε υπό τη στιβαρή, διορατική και ειλικρινή ηγεσία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Ενός συντηρητικού αλλά αναμφισβήτητα ακέραιου ανθρώπου στα μάτια των πολιτών, με ηγετική παρουσία και λόγο. Η πορεία του κινήματος αυτού προς την εξουσία ταυτιζόταν υποχρεωτικά με την ισχυροποίηση των θεσμών της Δημοκρατίας και την απεξάρτηση και αποτίναξη της κηδεμονίας του στρατιωτικο-οικονομικού συμπλέγματος. Ταυτιζόταν επίσης με την εφαρμογή οικονομικών μεταρρυθμίσεων που θα περιόριζαν τις σκληρωτικές αντιπαραγωγικές δομές.
Το αποτέλεσμα του μετασχηματισμού της τουρκικής κοινωνίας, που κράτησε δεκαετίες αλλά επιταχύνθηκε δραματικά τα τελευταία χρόνια, μπορούσε να δει οποιοσδήποτε επισκεπτόταν τη χώρα, καθώς οι γειτονιές άλλαζαν, οι συμπεριφορές επίσης. Ακόμη περισσότερο φανερό έγινε τα τελευταία χρόνια, καθώς η οικονομική ανάπτυξη της χώρας άλλαξε το αστικό και κοινωνικό τοπίο με πολύ ταχύ ρυθμό. Στην τελευταία μου επίσκεψη στην Κωνσταντινούπολη, προσκεκλημένος στη Βυζαντινή τελετή της ενθρόνισης ενός νέου φωτισμένου Μητροπολίτη Ελληνικής καταγωγής στο Φανάρι, πριν κοντά δυο χρόνια, συνειδητοποίησα ότι η Πόλη είχε αλλάξει πολύ. Αρκεί να έκανε κανείς μια βόλτα στα μπαρ γύρω από το Ταξίμ, στο Beşiktaş, στο Πέραν, στα αριστοκρατικά κι απόμακρα Πριγκηπονήσια, αλλά και στην άλλη πλευρά του Βοσπόρου, στο Üsküdar, στο Πανεπιστήμιο, αλλά και πιο μακριά, στο Maltepe, στο Kartal και στις πιο λαϊκές και συντηρητικές γειτονιές, όπως αυτή του Τσαρσάμπα (“Μικρή Τεχεράνη”), για να καταλάβει ότι ο άνεμος φύσαγε πλέον από άλλες κατευθύνσεις, αντιφατικές και αντίρροπες μεταξύ τους.
Στον αστικό ιστό των 15 εκατομμυρίων κατοίκων, ξεχείλιζε μια νεολαία που σφύζει από ζωή, μια αντίληψη που προκαλεί το μέλλον. Τα παλιά σημαντικά Πανεπιστημιακά Ιδρύματα της χώρας, όπως το Πανεπιστήμιο του Βοσπόρου στην Κωνσταντινούπολη ή το Middle East Technical University στη Άγκυρα, συμπληρώθηκαν από δεκάδες καινούργια ιδιωτικά, κύρια στην Κωνσταντινούπολη, που προσελκύουν νέους φοιτητές και διδακτικό προσωπικό από τα Βαλκάνια, την Ευρώπη και την Αμερική, αλλά και τον αραβικό κόσμο, την Ανατολή και τις τουρκόφωνες περιοχές της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Πέρα από τους Έλληνες που ήδη εργάζονται ή φοιτούν σε αυτά τα πανεπιστήμια, μπορεί κανείς να συναντήσει συμπατριώτες μας που εργάζονται ως σερβιτόροι και ρεσεψιονίστ, καθώς οι δουλειές εκεί για ανθρώπους με βασικά προσόντα (όχι όμως για τη μεγάλη πλειοψηφία των εντελώς ακατάρτιστων που δεν μιλούν έστω μια ξένη γλώσσα ή δεν έχουν κάποιες βασικές εργασιακές δεξιότητες) ήταν περισσότερες σε αντίθεση με τη δική μας χώρα.
Ακόμη και η μελό, νεόπλουτη και κιτς εικόνα των τουρκικών σήριαλ αντικατοπτρίζει την αυτοπεποίθηση και την κυριαρχία των δυτικών προτύπων.
Νέες ανησυχίες εμφανίστηκαν ταυτόχρονα με την ταχεία ανάπτυξη και αστικοποίηση. Ανησυχίες που συνδέονται με κινήματα των δυτικών χωρών. Αξιολογώντας πριν μερικούς μήνες ερευνητικές προτάσεις στον τομέα της αστικής ανάπτυξης, του πολιτισμού και του περιβάλλοντος για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, δεν μπορούσα παρά να προσέξω τον αριθμό και την ποιότητα προτάσεων από τουρκικά Πανεπιστημιακά Ιδρύματα όχι μόνο mainstream, αλλά και εναλλακτικά ιδρύματα, συνδεδεμένα με την αντίστοιχη επιστημονική συζήτηση των Ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων, με θεματικές την αρχιτεκτονική μεταμόρφωση της Κωνσταντινούπολης, τις αρνητικές κοινωνικές και περιβαλλοντικές συνέπειες από τη βίαιη ανοικοδόμηση, την έκρηξη του real estate και τη δημιουργία νέων αστικών οικιστικών παρεμβάσεων στην Πόλη. Η αστική Ισταμπούλ σε αναβρασμό.
Ο κ. Ερντογάν, ταυτόχρονα με τις ουσιαστικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις, συγκρούστηκε επανειλημμένα με το κατεστημένο του βαθέος κράτους, επαναφέροντας την εξουσία στην πολιτική τάξη από τα χέρια του στρατού. Από τη δική του οπτική περιόρισε κάπως τις εθνοφυλετικές διακρίσεις, αναγνώρισε κάποιες θρησκευτικές ελευθερίες στις μειονότητες, πράξη που όμως βαρύνεται με μια υποψία κάπως διαφορετικής ιστορικής προοπτικής από αυτήν της δυτικής ανεκτικότητας. Ας μην ξεχνάμε ότι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία οι διαχωρισμοί γίνονταν με βάση το θρήσκευμα.
Κάθε φορά που το κατεστημένο επιχειρούσε να τον σταματήσει προσέφευγε στην κοινωνία, που είχε πλέον εξελιχθεί και απαιτούσε μια Δημοκρατία χωρίς στρατιωτική κηδεμονία, η οποία τον στήριξε επανειλημμένα και πανηγυρικά, παραγνωρίζοντας το δεύτερο στοιχείο του προσώπου που, τον ισλαμοδημοκρατικό συντηρητισμό.
Η πορεία προς την Ευρώπη, η δημοκρατική σταθερότητα και η ελευθερία που αυτή αντιπροσωπεύει, έπαιξε καταλυτικό ρόλο στη στήριξη της αστικής, μικροαστικής και μέρους της εργατικής τάξης στην πολιτική εκδημοκρατισμού και μεταρρυθμίσεων του κ. Ερντογάν. Το υπόλοιπο μέρος της στήριξης ήρθε από τα μεγάλα συντηρητικά αγροτικά και κατώτερα εργατικά στρώματα, τα οποία έλκει ο συντηρητικός προσανατολισμός του ισλαμοδημοκρατικού κινήματος. Η τουρκική κοινωνία έχει εξελιχθεί σε έναν βαθμό σε μια αστική/μικροαστική κοινωνία με ανεπτυγμένη εργατική τάξη και ισχυρά δυτικά χαρακτηριστικά, η αντίφαση όμως παραμένει.
Η απότομη ανακοπή της πορείας αυτής από την πλευρά της ήδη ασταθούς Ευρώπης με τα μεγάλα εσωτερικά της προβλήματα, που τρόμαξε - ίσως δικαίως - στην προοπτική του βάρους που θα είχε εντός της μια τόσο μεγάλη και ισχυρή χώρα, απογοήτευσε μεγάλο μέρος του Τουρκικού πληθυσμού.
Με την οικονομική ευμάρεια κατά κάποιον τρόπο ως δεδομένη, οι ουσιαστικές διαφορές ανάμεσα στις φιλελεύθερες δυνάμεις και στις συντηρητικές δεν άργησαν να εμφανιστούν. Ο περιορισμός της κατανάλωσης αλκοόλ, οι τοπικές ρυθμίσεις σε σχέση με τη δημόσια συμπεριφορά των ζευγαριών, η αυταρχική συμπεριφορά της διοίκησης σε μια από τις δεκάδες αντίστοιχες περιπτώσεις βίαιης, συγκεντρωτικής και μη διαπραγματεύσιμης οικιστικής ανάπτυξης, που συμβαίνουν κάθε μέρα στην χώρα, τρόμαξαν τα νέα αστικά κοινωνικά στρώματα και κύρια τους νεώτερους και πιο δυναμικούς. Τους ξύπνησαν από ένα όνειρο που διαπίστωσαν ότι μπορεί εύκολα να γυρίσει σε εφιάλτη. Ο φόβος ότι η χώρα μπορεί να οπισθοδρομήσει και να μετατραπεί σε ένα είδος Ντουμπάι, μακριά από την ευρωπαϊκή και δυτική της κουλτούρα, απλώθηκε σε όλα τα νέα και δυναμικά στρώματα της Τουρκικής κοινωνίας, που αισθάνονται ότι παίρνονται αποφάσεις χωρίς αυτά να ερωτηθούν, πράγμα που σε αντίθεση με το παρελθόν το θεωρούν πλέον ως δεδομένο.
Η ανάμειξη στη Συρία και το πιθανό κόστος σε ζωές Τούρκων στρατιωτών, αλλά ακόμη και η μάλλον εκσυγχρονιστική αλλαγή πολιτικών σε σχέση με πληθυσμούς πιο συντηρητικούς, όπως οι Κούρδοι, δεν φαίνεται να κερδίζει τη συναίνεση του πληθυσμού. Υπολείμματα του παλιού καθεστώτος και των εθνικιστικών τάσεων της τουρκικής κοινωνίας ενδεχόμενα θα επιχειρήσουν να συνδεθούν με την εξέγερση, αλλά δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα το καταφέρουν.
Η Τουρκία του 2013 δεν είναι η Τουρκία του 1990. Πολύ δε περισσότερο, δεν είναι η Τουρκία του '60. Τα κόμματα της σημερινής αντιπολίτευσης δεν είναι ίδια με τα κόμματα που αντικατέστησε το ισλαμοδημοκρατικό κόμμα του Ερντογάν. Το CHP του Kemal Kılıçdaroğlu βρίσκεται σε διαδικασία ουσιαστικού μετασχηματισμού, που το φέρνει κοντά στα σοσιαλδημοκρατικά ευρωπαϊκά πρότυπα. Στον Κεντρώο φιλελεύθερο προοδευτικό χώρο γίνονται επίσης διεργασίες για τη συγκρότηση νέων φορέων, στην κληρονομιά του Turgut Özal. Το νέο πολιτικό σύστημα και το νέο Σύνταγμα έχει περιορίσει ουσιαστικά την κηδεμόνευση της Δημοκρατίας από τον στρατό και το περί αυτόν σύμπλεγμα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η επιρροή του έχει εκμηδενιστεί.
Το μέλλον της Τουρκίας είναι περισσότερο από ποτέ άλλοτε τα τελευταία ογδόντα χρόνια στα χέρια των πολιτών της.
Πιθανότατα οι εξεγέρσεις στον δρόμο θα ηττηθούν με όση βία χρειαστεί. Εκείνο όμως που είναι βέβαιο είναι ότι, μετά από αυτόν τον Ιούνιο, η Τουρκική κοινωνία θα είναι μια κοινωνία με διαφορετική αντίληψη και προβληματισμό για τον εαυτό της και τη θέση της στον κόσμο, η χώρα θα είναι μια άλλη χώρα. Οι παραμορφωτικοί καθρέφτες για τους πολίτες άρχισαν να σπάνε. Η χώρα έχει φανερά πλέον μπροστά της μια κρίσιμη επιλογή.
Και ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, αυτός ο επίμονα θρήσκος παλιός ποδοσφαιριστής, που έγινε Δήμαρχος μιας από τις πόλεις που υπήρξαν πρωτεύουσες του κόσμου για χίλια πεντακόσια χρόνια και κατέληξε οραματιστής πρωθυπουργός ενός μεγάλου έθνους, έχει τη μοναδική ευκαιρία, μια ευκαιρία που σπάνια δίνει η ιστορία στους ηγέτες, να οδηγήσει τη χώρα στο μέλλον, έστω κι αν αυτό το μέλλον θα αντικατοπτρίζει μόνο την εξόχως τιμητική ανάμνησή του ως ιδρυτή της Νέας Τουρκικής Δημοκρατίας. Έχει την ευκαιρία να επινοήσει την αντιπολίτευση που του αξίζει. Αυτήν από την οποία, όταν έρθει η ώρα, θα ηττηθεί.
Έχει επίσης μπροστά του και τον πειρασμό να προσπαθήσει μάταια να την κρατήσει στο παρελθόν με όλο και μεγαλύτερη βία και αυταρχισμό, συμμαχώντας με τα συντηρητικότερα στρώματα της Τουρκικής κοινωνίας. Το τραγικό στοιχείο του διλήμματος είναι ότι μάλλον ούτε και αυτό το απευκταίο σενάριο της βίας θα τον περιλαμβάνει για πολύ.
Το τραγικό δίλημμα ενός ηγέτη και το δίστρατο μιας χώρας.
Θα κατορθώσει να συλλάβει το δίλημμα αυτό που εμφανίζεται μέσα από τους παραμορφωτικούς καθρέφτες μιας πραγματικότητας που αντανακλά αντιφατικά πρότυπα; Κι αν τελικά το κατανοήσει, προς ποια πλευρά θα γείρει ο ίδιος;
Το ερώτημα παραμένει ανοιχτό.
Γιώργος Γιαννούλης-Γιαννουλόπουλος
Ευχαριστώ θερμά την καλή φίλη δρ. Αφροδίτη Καμάρα, ιστορικό, ερευνήτρια και κάτοικο Κωνσταντινούπολης, για την ουσιαστική συμβολή της στο άρθρο αυτό.
εικόνα:
Salvador Dali, "Dream Caused by the Flight of a Bee" (detail)
Salvador Dali, "Dream Caused by the Flight of a Bee" (detail)
No comments:
Post a Comment