Πέρυσι συμμετείχα, όπως συχνά τα τελευταία χρόνια, ως ειδικός εμπειρογνώμονας, στην αξιολόγηση προτάσεων για τις υψηλού κύρους υποτροφίες που προσφέρει η Ευρωπαϊκή Ένωση σε μεταδιδακτορικούς ερευνητές στην Ευρώπη και σε τρίτες χώρες, για να πραγματοποιήσουν προχωρημένες έρευνες σε άλλη από τη χώρα προέλευσής τους και σε σχολές αριστείας.
Ανάμεσα στις προτάσεις που έτυχε να διαβάσω ήταν και αυτή μιας κοπέλας από τη Δαμασκό. Η πρότασή της αφορούσε τη διαδικασία μελέτης, καταγραφής, διάσωσης και αξιοποίησης μνημείων της τεράστιας πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας της, μετά το τέλος του πολέμου, που έχουν υποστεί φθορές ή ζημιές, με τη χρήση τεχνολογιών εικονικής αναπαράστασης και ειδικών μεθόδων τεκμηρίωσης. Τα μνημεία έχουν υποστεί ασύλληπτες ζημιές και λεηλασίες παρά την προσπάθεια των αρχαιολόγων και των πολιτών να τα προστατεύσουν. Ο Γενικός Διευθυντής της Αρχαιολογικής υπηρεσίας της Συρίας ανακοίνωσε πρόσφατα πως, για να αποφευχθούν μεγαλύτερες καταστροφές και λεηλασίες, εδώ και αρκετόν καιρό όλα τα αντικείμενα των μουσείων έχουν μεταφερθεί σε ασφαλή καταφύγια και μυστικά σημεία. Υπάρχει ακόμη συνεννόηση με την εξεγερμένη αντιπολίτευση και οι αρχαιολόγοι συνεχίζουν να εργάζονται κανονικά στις περιοχές που ελέγχονται από αυτούς με τη συνεργασία και υπό την προστασία τους. Πλην των περιοχών που έχουν εισβάλει οι βάρβαροι του IS.
Η πρόταση της ερευνήτριας ήταν αξιόλογη προς πολύ καλή. Όχι όμως αρκετά για να φτάσει στο επίπεδο αριστείας που απαιτείται στα συγκεκριμένα κριτήρια, για να είχε πιθανότητες να επιλεγεί για χρηματοδότηση.
Συναντηθήκαμε με τους άλλους δυο αξιολογητές, όπως είναι η διαδικασία, για να τη συζητήσουμε και να καταλήξουμε. Μια καθηγήτρια ανθρωπιστικών επιστημών από την Τσεχία, που γνωριζόμαστε αρκετό καιρό επαγγελματικά, και έναν – αν θυμάμαι καλά – συμπαθέστατο Γερμανό καθηγητή πληροφορικής, που δεν είχε τύχει να ξαναβρεθούμε στο ίδιο πάνελ.
Θυμάμαι ακόμη το σφίξιμο και την αμηχανία που είχαμε συζητώντας με τους συναδέλφους, δίχως να πούμε τίποτα. Όλοι μας σίγουρα φανταστήκαμε σε τι συνθήκες το κορίτσι αυτό, που είχε μια συνεπή επιστημονική καριέρα, εργάστηκε για να φτάσει σε αυτό το αξιοπρεπέστατο αποτέλεσμα.
Ήδη δεν ήταν εύκολο για έναν αρχαιολόγο ή ερευνητή και πριν τον πόλεμο να δουλεύει ως επιστήμονας σε μια χώρα με πιο περιορισμένες δυνατότητες επικοινωνίας και πρόσβασης σε επιστημονικά δεδομένα, βιβλιοθήκες, ταξίδια, διεθνή συνέδρια, εμπειρίες.
Χωρίς να πούμε τίποτα είχαμε σίγουρα κάνει τις ίδιες σκέψεις.
Πώς είναι για μια νέα γυναίκα από μια μεσοαστική ή λιγότερο εύπορη οικογένεια της Δαμασκού να προσπαθεί να συγκεντρωθεί και να συντάξει μια απαιτητική ερευνητική πρόταση, με δομή, αναφορές, τεκμηρίωση, έξυπνες και καινοτόμες προσεγγίσεις, όταν γύρω της ακούγονται πυροβολισμοί και γκρεμίζονται κτήρια; Όταν πέφτουν βόμβες χλωρίου σε γειτονιές στην πόλη της; Όταν διακόπτεται το ρεύμα και το νερό; Όταν δεν ξέρεις αν ο επόμενος θα είσαι εσύ; Όταν σπανίως έχει κάποια πρόσβαση στο διαδίκτυο πλέον; Όταν δεν ξέρεις αν οι δικοί σου και οι φίλοι είναι καλά κι όταν, πιθανότατα, έχεις χάσει ήδη αρκετούς; Πώς να αισθανόταν, άραγε, όταν το προσπαθούσε; Τι να έλπιζε; Να ήταν, μήπως, αυτή η προσπάθεια για το μετά μια πρόκληση που την κρατούσε ζωντανή; Που της έδινε κουράγιο να συνεχίσει μέσα στην κόλαση;
Κάναμε τη δουλειά μας χωρίς πολλά-πολλά. Συμφωνήσαμε εύκολα στη βαθμολογία και τα σχόλια, όπως οφείλαμε. Με ένα βάρος μέσα μας. Δεν είναι ανάμεσα στα κριτήρια (και σωστά ίσως) οι συνθήκες στις οποίες συντάχθηκε κάποια πρόταση. Ήταν αρκετά καλή αλλά όχι καλύτερη από άλλες από άλλους ερευνητές από άλλες χώρες, ώστε να έχει αρκετές πιθανότητες σε ένα τόσο ανταγωνιστικό πλαίσιο. Ελπίζαμε σίγουρα κάπου μέσα μας να μην απογοητευτεί, να λάβει υπόψη τα σχόλια και να την ξαναϋποβάλει βελτιωμένη, όπως συμβαίνει συχνά.
Ακόμη σκέφτομαι αυτό το κορίτσι, την ιστορία, τις ελπίδες, τις απογοητεύσεις, τους φόβους του. Πού να είναι τώρα; Να ζει άραγε; Να προσπάθησε και να κατόρθωσε ίσως να διαφύγει ή να βρίσκεται ακόμη εκεί και να συνεργάζεται με την Αρχαιολογική Υπηρεσία; Να δουλεύει και πάλι την πρότασή της ή κάποια άλλη μέσα στον κατακλυσμό; Νάναι άραγε ανάμεσα στους χιλιάδες που περνούν τα σύνορα και τις θάλασσες και τα κύματα όπως-όπως πάνω σε βάρκες ξέχειλες από ανθρώπινη αγωνία κι ελπίδα; Ποιος ξέρει άραγε ποιος στρόβιλος να την παρέσυρε ή αν βρήκε λιμάνι σε κάποιο απάγκιο, στα όνειρα της καριέρας και της επιστήμης ; Έχει κάποια σημασία μια ανθρώπινη ιστορία, η ζωή ενός νέου κοριτσιού, αυτά που δεν πρόκανε να κάνει, στη ροή του κόσμου που μας παρασέρνει;
Ακόμη αισθάνομαι αυτό το σφίξιμο. Και περισσότερο τούτες τις μέρες, με όλα αυτά που συμβαίνουν από τη μια άκρη ως την άλλη της γειτονιάς μας. Στη Μεσόγειο, στην Ευρώπη.
Μπορεί να έχουν παρόμοιες ή μεγαλύτερες δυνατότητες, αλλά δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι παρόμοιες ευκαιρίες, να εξελιχθούν, να παράγουν για τον εαυτό τους αυτό που μπορούν, για να πάει ο καθένας μπροστά και να σύρει μαζί και τους υπόλοιπους. Η μεγαλύτερη πρόκληση για την επιβίωσή και την πρόοδό μας είναι τούτη.
Κι όμως, τόσοι ατέλειωτοι αιώνες ιστορίας, τόσες επαναστάσεις, τόσοι πόλεμοι, τόσα βιβλία, τόσο αίμα κι ακόμη να καταφέρει το ρημάδι το είδος μας να ξεφύγει αρκετά από την απανθρωπιά, από τη σπατάλη του πιο πολύτιμου που του δόθηκε, του ταλέντου και της δημιουργικότητας. Στην κούνια των πολιτισμών μας, τη Μεσόγειο και τη Μεσοποταμία, την Αίγυπτο, στον Εύξεινο Πόντο. Κι ακόμη και σε τούτη τη δική μας Ευρώπη, όπου όλα πήραν μορφή, στις γειτονιές των μεγαπόλεων, στις μεσόγειες γωνιές της, στη στερνή άκρη των οροσειρών της Βαλκανικής και στο σύμπαν του Αιγαίου, στα Βρετανικά νησιά, στις Γαλλικές πεδιάδες, στην πευκόφυτη αγκαλιά της Καταλονίας, στις κοιλάδες του Ρήνου, στα παλιά βασίλεια και αυτοκρατορίες, που σκόρπισαν στο σκοτάδι, διαλύθηκαν και ενώθηκαν και πάλι με τη λάμψη των Φώτων και τούτο το πρόσκαιρο πρόσωπο του ανθρώπου χαραγμένο στην άμμο.
Πάνω που κάτι καταφέρνουμε, κάπως το παλεύουμε, αρκεί ένα γύρισμα των πραγμάτων, μια στραβή, για να ξαναγίνει το πλάσμα τούτο τίποτα παραπάνω από ένα φοβισμένο, αυτοκαταστροφικό ζώο.
Γιώργος Γιαννούλης- Γιαννουλόπουλος
Ανάμεσα στις προτάσεις που έτυχε να διαβάσω ήταν και αυτή μιας κοπέλας από τη Δαμασκό. Η πρότασή της αφορούσε τη διαδικασία μελέτης, καταγραφής, διάσωσης και αξιοποίησης μνημείων της τεράστιας πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας της, μετά το τέλος του πολέμου, που έχουν υποστεί φθορές ή ζημιές, με τη χρήση τεχνολογιών εικονικής αναπαράστασης και ειδικών μεθόδων τεκμηρίωσης. Τα μνημεία έχουν υποστεί ασύλληπτες ζημιές και λεηλασίες παρά την προσπάθεια των αρχαιολόγων και των πολιτών να τα προστατεύσουν. Ο Γενικός Διευθυντής της Αρχαιολογικής υπηρεσίας της Συρίας ανακοίνωσε πρόσφατα πως, για να αποφευχθούν μεγαλύτερες καταστροφές και λεηλασίες, εδώ και αρκετόν καιρό όλα τα αντικείμενα των μουσείων έχουν μεταφερθεί σε ασφαλή καταφύγια και μυστικά σημεία. Υπάρχει ακόμη συνεννόηση με την εξεγερμένη αντιπολίτευση και οι αρχαιολόγοι συνεχίζουν να εργάζονται κανονικά στις περιοχές που ελέγχονται από αυτούς με τη συνεργασία και υπό την προστασία τους. Πλην των περιοχών που έχουν εισβάλει οι βάρβαροι του IS.
Η πρόταση της ερευνήτριας ήταν αξιόλογη προς πολύ καλή. Όχι όμως αρκετά για να φτάσει στο επίπεδο αριστείας που απαιτείται στα συγκεκριμένα κριτήρια, για να είχε πιθανότητες να επιλεγεί για χρηματοδότηση.
Συναντηθήκαμε με τους άλλους δυο αξιολογητές, όπως είναι η διαδικασία, για να τη συζητήσουμε και να καταλήξουμε. Μια καθηγήτρια ανθρωπιστικών επιστημών από την Τσεχία, που γνωριζόμαστε αρκετό καιρό επαγγελματικά, και έναν – αν θυμάμαι καλά – συμπαθέστατο Γερμανό καθηγητή πληροφορικής, που δεν είχε τύχει να ξαναβρεθούμε στο ίδιο πάνελ.
Θυμάμαι ακόμη το σφίξιμο και την αμηχανία που είχαμε συζητώντας με τους συναδέλφους, δίχως να πούμε τίποτα. Όλοι μας σίγουρα φανταστήκαμε σε τι συνθήκες το κορίτσι αυτό, που είχε μια συνεπή επιστημονική καριέρα, εργάστηκε για να φτάσει σε αυτό το αξιοπρεπέστατο αποτέλεσμα.
Ήδη δεν ήταν εύκολο για έναν αρχαιολόγο ή ερευνητή και πριν τον πόλεμο να δουλεύει ως επιστήμονας σε μια χώρα με πιο περιορισμένες δυνατότητες επικοινωνίας και πρόσβασης σε επιστημονικά δεδομένα, βιβλιοθήκες, ταξίδια, διεθνή συνέδρια, εμπειρίες.
Χωρίς να πούμε τίποτα είχαμε σίγουρα κάνει τις ίδιες σκέψεις.
Πώς είναι για μια νέα γυναίκα από μια μεσοαστική ή λιγότερο εύπορη οικογένεια της Δαμασκού να προσπαθεί να συγκεντρωθεί και να συντάξει μια απαιτητική ερευνητική πρόταση, με δομή, αναφορές, τεκμηρίωση, έξυπνες και καινοτόμες προσεγγίσεις, όταν γύρω της ακούγονται πυροβολισμοί και γκρεμίζονται κτήρια; Όταν πέφτουν βόμβες χλωρίου σε γειτονιές στην πόλη της; Όταν διακόπτεται το ρεύμα και το νερό; Όταν δεν ξέρεις αν ο επόμενος θα είσαι εσύ; Όταν σπανίως έχει κάποια πρόσβαση στο διαδίκτυο πλέον; Όταν δεν ξέρεις αν οι δικοί σου και οι φίλοι είναι καλά κι όταν, πιθανότατα, έχεις χάσει ήδη αρκετούς; Πώς να αισθανόταν, άραγε, όταν το προσπαθούσε; Τι να έλπιζε; Να ήταν, μήπως, αυτή η προσπάθεια για το μετά μια πρόκληση που την κρατούσε ζωντανή; Που της έδινε κουράγιο να συνεχίσει μέσα στην κόλαση;
Κάναμε τη δουλειά μας χωρίς πολλά-πολλά. Συμφωνήσαμε εύκολα στη βαθμολογία και τα σχόλια, όπως οφείλαμε. Με ένα βάρος μέσα μας. Δεν είναι ανάμεσα στα κριτήρια (και σωστά ίσως) οι συνθήκες στις οποίες συντάχθηκε κάποια πρόταση. Ήταν αρκετά καλή αλλά όχι καλύτερη από άλλες από άλλους ερευνητές από άλλες χώρες, ώστε να έχει αρκετές πιθανότητες σε ένα τόσο ανταγωνιστικό πλαίσιο. Ελπίζαμε σίγουρα κάπου μέσα μας να μην απογοητευτεί, να λάβει υπόψη τα σχόλια και να την ξαναϋποβάλει βελτιωμένη, όπως συμβαίνει συχνά.
Ακόμη σκέφτομαι αυτό το κορίτσι, την ιστορία, τις ελπίδες, τις απογοητεύσεις, τους φόβους του. Πού να είναι τώρα; Να ζει άραγε; Να προσπάθησε και να κατόρθωσε ίσως να διαφύγει ή να βρίσκεται ακόμη εκεί και να συνεργάζεται με την Αρχαιολογική Υπηρεσία; Να δουλεύει και πάλι την πρότασή της ή κάποια άλλη μέσα στον κατακλυσμό; Νάναι άραγε ανάμεσα στους χιλιάδες που περνούν τα σύνορα και τις θάλασσες και τα κύματα όπως-όπως πάνω σε βάρκες ξέχειλες από ανθρώπινη αγωνία κι ελπίδα; Ποιος ξέρει άραγε ποιος στρόβιλος να την παρέσυρε ή αν βρήκε λιμάνι σε κάποιο απάγκιο, στα όνειρα της καριέρας και της επιστήμης ; Έχει κάποια σημασία μια ανθρώπινη ιστορία, η ζωή ενός νέου κοριτσιού, αυτά που δεν πρόκανε να κάνει, στη ροή του κόσμου που μας παρασέρνει;
Ακόμη αισθάνομαι αυτό το σφίξιμο. Και περισσότερο τούτες τις μέρες, με όλα αυτά που συμβαίνουν από τη μια άκρη ως την άλλη της γειτονιάς μας. Στη Μεσόγειο, στην Ευρώπη.
Μπορεί να έχουν παρόμοιες ή μεγαλύτερες δυνατότητες, αλλά δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι παρόμοιες ευκαιρίες, να εξελιχθούν, να παράγουν για τον εαυτό τους αυτό που μπορούν, για να πάει ο καθένας μπροστά και να σύρει μαζί και τους υπόλοιπους. Η μεγαλύτερη πρόκληση για την επιβίωσή και την πρόοδό μας είναι τούτη.
Κι όμως, τόσοι ατέλειωτοι αιώνες ιστορίας, τόσες επαναστάσεις, τόσοι πόλεμοι, τόσα βιβλία, τόσο αίμα κι ακόμη να καταφέρει το ρημάδι το είδος μας να ξεφύγει αρκετά από την απανθρωπιά, από τη σπατάλη του πιο πολύτιμου που του δόθηκε, του ταλέντου και της δημιουργικότητας. Στην κούνια των πολιτισμών μας, τη Μεσόγειο και τη Μεσοποταμία, την Αίγυπτο, στον Εύξεινο Πόντο. Κι ακόμη και σε τούτη τη δική μας Ευρώπη, όπου όλα πήραν μορφή, στις γειτονιές των μεγαπόλεων, στις μεσόγειες γωνιές της, στη στερνή άκρη των οροσειρών της Βαλκανικής και στο σύμπαν του Αιγαίου, στα Βρετανικά νησιά, στις Γαλλικές πεδιάδες, στην πευκόφυτη αγκαλιά της Καταλονίας, στις κοιλάδες του Ρήνου, στα παλιά βασίλεια και αυτοκρατορίες, που σκόρπισαν στο σκοτάδι, διαλύθηκαν και ενώθηκαν και πάλι με τη λάμψη των Φώτων και τούτο το πρόσκαιρο πρόσωπο του ανθρώπου χαραγμένο στην άμμο.
Πάνω που κάτι καταφέρνουμε, κάπως το παλεύουμε, αρκεί ένα γύρισμα των πραγμάτων, μια στραβή, για να ξαναγίνει το πλάσμα τούτο τίποτα παραπάνω από ένα φοβισμένο, αυτοκαταστροφικό ζώο.
Γιώργος Γιαννούλης- Γιαννουλόπουλος
No comments:
Post a Comment