Πριν λίγο διέσχιζα την Parallel, μια από τις μεγάλες λεωφόρους της Βαρκελώνης, επιστρέφοντας σπίτι μου. Είναι μια όμορφη, ζεστή, φθινοπωρινή μέρα. Ο φωτεινά γαλάζιος ουρανός χαραγμένος από ψηλά κυματιστά σύννεφα που απλώνονται κατά μήκος, σαν να τα τεντώνει ένα αόρατο χέρι. Ριπές ανέμου που έρχονται από τον νότο, πέρα από το Montjuic, με μυρωδιά θάλασσας και πεύκου, εναλλάσσονται με στιγμές ηρεμίας και ζέστας από τον μεσόγειο ήλιο.
Στη μέση περίπου πριν φθάσω στο διαχωριστικό διάζωμα αισθάνομαι κάτι να με σημαδεύει. Στρέφω το βλέμμα μου και τη βλέπω, πάνω στον ποδηλατόδρομο. Μια κυρία, γύρω στα εξήντα, μέτριου ύψους, φροντισμένη, με ένα κομψό μαύρο ταγιέρ με γκρι μπορντούρες, επίπεδα μαύρα σκαρπίνια και τα περιποιημένα γκρίζα μαλλιά μαζεμένα σε έναν μικρό φροντισμένο κότσο στην κορυφή του κεφαλιού. Το λευκό και αρυτίδωτο δέρμα του προσώπου της, που σκέπαζε δυο μάγουλα σαν της βασίλισσας Ελισάβετ σε νεώτερη ηλικία, έκανε έντονη αντίθεση με τα μαύρα γυαλιά που έκρυβαν τα μάτια της.
Αυτό που μου φάνηκε πως με σημάδευε με την αιχμή του ήταν μια μεγάλη καλομαζεμένη γκρι ομπρέλα με ξύλινο χερούλι που κατέληγε σε ένα μικρό μαύρο ακροφύσιο, ένα μόλις μέτρο από το πρόσωπό μου. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα τη χαμήλωσε σταδιακά προς το έδαφος σαν να τραβούσε κάτι ή να χάραζε μια αόρατη γραμμή. Δεν είχε κάτι το απειλητικό πέρα από την έκπληξη. Συνέχισα να περπατώ ήρεμα, διέσχισα τον δρόμο και έμεινα να την παρατηρώ.
Η αριστοκρατική βικτωριανή φιγούρα διέσχισε τη λεωφόρο, που είχε λίγη κίνηση, ακολουθώντας την ομπρέλα της, σε ένα είδος αργού αλλόκοτου χορού. Την προέτεινε ευθεία μπροστά με το χέρι τεντωμένο, την έστρεφε απότομα προς το έδαφος σαν κάτι να ανακάλυπτε η μύτη του αντικειμένου αυτού, προς το οποίο την πλησίαζε αργά. Λες και αναζητούσε έναν κρυμμένο θησαυρό, κάποια ύπαρξη, μια ψυχή που διέρχονταν κάτω από την άσφαλτο, κάτι που κανείς άλλος δεν μπορούσε να δει. Έφτανε λίγα εκατοστά από αυτό χωρίς όμως ποτέ να το αγγίξει και μετά την έστρεφε κάπου αλλού.
Στον ώμο της κρατούσε μια ακριβή γκρι γυναικεία τσάντα, αρκετά βαθιά, μέσα από την οποία προεξείχαν δυο-τρεις ομπρέλες ακόμη και μια μακριά ρακέτα αντισφαίρισης με κίτρινο δικτύωμα. Υπέθεσα πως τα αντικείμενα αυτά θα είχαν παρόμοια χρήση με την γκρι ομπρέλα. Έκανε τρία τέσσερα λεπτά ωσότου φτάσει στο απέναντι πεζοδρόμιο, συνεχίζοντας αυτές τις παράξενες ασκήσεις, ένα είδος ανεξιχνίαστου τάι τσι, ένα χορευτικό παιχνίδι με μια σκιά που μας διέφευγε εμάς των υπολοίπων, κάτι σκοτεινό ίσως που αναζητούσε, έναν χαμένο σκοπό, μια αγάπη, μια ιδέα ή ένα όνειρο.
Απόμεινα εκεί να κοιτάζω, μόνος ανάμεσα στους διαβάτες που προσπερνούσαν. Αυτό που μου φάνηκε ανησυχητικά παράξενο ήταν πως οι περαστικοί, που δεν είναι και λίγοι αυτή την ώρα, ντόπιοι και τουρίστες, συνέχιζαν τον δρόμο τους δίχως να φαίνεται να τη βλέπουν καν. Δεν έκοβαν ταχύτητα μήτε έστρεφαν το βλέμμα. Σε βαθμό που αναρωτήθηκα μήπως ήταν δική μου φαντασίωση, ένας μεσημεριάτικος αντικατοπτρισμός, μια οπτασία.
Δυστυχώς, δεν είχα μαζί μου τη φωτογραφική μηχανή (του κινητού έχει χαλάσει) αν και ούτε και τούτο είναι βέβαιο πως θα λειτουργούσε ως απόδειξη. Λένε πως τα φαντάσματα, οι ψυχές, οι βρυκόλακες δεν εμφανίζονται στο σελιλόιντ, μήτε στα ψηφιακά μέσα. Ούτε καν στους καθρέφτες. Μόνο στα μάτια και στον νου ορισμένων ανθρώπων, όπως και οι αλήθειες. Ιδιαίτερα αν δεν θέλουμε να τις δούμε.
Καθώς έκανα τούτες τις ανησυχητικές σκέψεις η βικτωριανή κυρία, δυο βήματα από το πεζοδρόμιο, στην άκρη της πλατιάς λεωφόρου που ενώνει το λιμάνι με την plaza Espana, σήκωσε την ομπρέλα κάθετα και τη στύλωσε προς τον ήλιο που κρύβονταν ανάμεσα στα ανεμοπαρμένα σύννεφα, πολύ ψηλότερα από τα γλαροπούλια που πετούσαν πάνω από την πόλη. Εκείνη μόνο τη στιγμή αντιλήφθηκα, όχι χωρίς κάποια ανακούφιση, ανάμεσα σε όλους τους ανθρώπους που προσπερνούσαν ανέγγιχτοι, να έχει κοντοσταθεί και να την παρατηρεί ένας ψηλός, όμορφος μαύρος με μαλλιά ράστα, με έναν σάκο και μια κιθάρα στον ώμο, κι ένα μικρό παιδί. Αισθάνθηκα λιγότερο μόνος.
Κοίταξα τη ζεστή, φωτεινή σφαίρα που έδειχνε επίμονα το μαύρο ακροφύσιο της γκρι ομπρέλας, με ευγνωμοσύνη. Μας ευχήθηκα καλή τύχη και τράβηξα τον δρόμο μου.
Στη μέση περίπου πριν φθάσω στο διαχωριστικό διάζωμα αισθάνομαι κάτι να με σημαδεύει. Στρέφω το βλέμμα μου και τη βλέπω, πάνω στον ποδηλατόδρομο. Μια κυρία, γύρω στα εξήντα, μέτριου ύψους, φροντισμένη, με ένα κομψό μαύρο ταγιέρ με γκρι μπορντούρες, επίπεδα μαύρα σκαρπίνια και τα περιποιημένα γκρίζα μαλλιά μαζεμένα σε έναν μικρό φροντισμένο κότσο στην κορυφή του κεφαλιού. Το λευκό και αρυτίδωτο δέρμα του προσώπου της, που σκέπαζε δυο μάγουλα σαν της βασίλισσας Ελισάβετ σε νεώτερη ηλικία, έκανε έντονη αντίθεση με τα μαύρα γυαλιά που έκρυβαν τα μάτια της.
Αυτό που μου φάνηκε πως με σημάδευε με την αιχμή του ήταν μια μεγάλη καλομαζεμένη γκρι ομπρέλα με ξύλινο χερούλι που κατέληγε σε ένα μικρό μαύρο ακροφύσιο, ένα μόλις μέτρο από το πρόσωπό μου. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα τη χαμήλωσε σταδιακά προς το έδαφος σαν να τραβούσε κάτι ή να χάραζε μια αόρατη γραμμή. Δεν είχε κάτι το απειλητικό πέρα από την έκπληξη. Συνέχισα να περπατώ ήρεμα, διέσχισα τον δρόμο και έμεινα να την παρατηρώ.
Η αριστοκρατική βικτωριανή φιγούρα διέσχισε τη λεωφόρο, που είχε λίγη κίνηση, ακολουθώντας την ομπρέλα της, σε ένα είδος αργού αλλόκοτου χορού. Την προέτεινε ευθεία μπροστά με το χέρι τεντωμένο, την έστρεφε απότομα προς το έδαφος σαν κάτι να ανακάλυπτε η μύτη του αντικειμένου αυτού, προς το οποίο την πλησίαζε αργά. Λες και αναζητούσε έναν κρυμμένο θησαυρό, κάποια ύπαρξη, μια ψυχή που διέρχονταν κάτω από την άσφαλτο, κάτι που κανείς άλλος δεν μπορούσε να δει. Έφτανε λίγα εκατοστά από αυτό χωρίς όμως ποτέ να το αγγίξει και μετά την έστρεφε κάπου αλλού.
Στον ώμο της κρατούσε μια ακριβή γκρι γυναικεία τσάντα, αρκετά βαθιά, μέσα από την οποία προεξείχαν δυο-τρεις ομπρέλες ακόμη και μια μακριά ρακέτα αντισφαίρισης με κίτρινο δικτύωμα. Υπέθεσα πως τα αντικείμενα αυτά θα είχαν παρόμοια χρήση με την γκρι ομπρέλα. Έκανε τρία τέσσερα λεπτά ωσότου φτάσει στο απέναντι πεζοδρόμιο, συνεχίζοντας αυτές τις παράξενες ασκήσεις, ένα είδος ανεξιχνίαστου τάι τσι, ένα χορευτικό παιχνίδι με μια σκιά που μας διέφευγε εμάς των υπολοίπων, κάτι σκοτεινό ίσως που αναζητούσε, έναν χαμένο σκοπό, μια αγάπη, μια ιδέα ή ένα όνειρο.
Απόμεινα εκεί να κοιτάζω, μόνος ανάμεσα στους διαβάτες που προσπερνούσαν. Αυτό που μου φάνηκε ανησυχητικά παράξενο ήταν πως οι περαστικοί, που δεν είναι και λίγοι αυτή την ώρα, ντόπιοι και τουρίστες, συνέχιζαν τον δρόμο τους δίχως να φαίνεται να τη βλέπουν καν. Δεν έκοβαν ταχύτητα μήτε έστρεφαν το βλέμμα. Σε βαθμό που αναρωτήθηκα μήπως ήταν δική μου φαντασίωση, ένας μεσημεριάτικος αντικατοπτρισμός, μια οπτασία.
Δυστυχώς, δεν είχα μαζί μου τη φωτογραφική μηχανή (του κινητού έχει χαλάσει) αν και ούτε και τούτο είναι βέβαιο πως θα λειτουργούσε ως απόδειξη. Λένε πως τα φαντάσματα, οι ψυχές, οι βρυκόλακες δεν εμφανίζονται στο σελιλόιντ, μήτε στα ψηφιακά μέσα. Ούτε καν στους καθρέφτες. Μόνο στα μάτια και στον νου ορισμένων ανθρώπων, όπως και οι αλήθειες. Ιδιαίτερα αν δεν θέλουμε να τις δούμε.
Καθώς έκανα τούτες τις ανησυχητικές σκέψεις η βικτωριανή κυρία, δυο βήματα από το πεζοδρόμιο, στην άκρη της πλατιάς λεωφόρου που ενώνει το λιμάνι με την plaza Espana, σήκωσε την ομπρέλα κάθετα και τη στύλωσε προς τον ήλιο που κρύβονταν ανάμεσα στα ανεμοπαρμένα σύννεφα, πολύ ψηλότερα από τα γλαροπούλια που πετούσαν πάνω από την πόλη. Εκείνη μόνο τη στιγμή αντιλήφθηκα, όχι χωρίς κάποια ανακούφιση, ανάμεσα σε όλους τους ανθρώπους που προσπερνούσαν ανέγγιχτοι, να έχει κοντοσταθεί και να την παρατηρεί ένας ψηλός, όμορφος μαύρος με μαλλιά ράστα, με έναν σάκο και μια κιθάρα στον ώμο, κι ένα μικρό παιδί. Αισθάνθηκα λιγότερο μόνος.
Κοίταξα τη ζεστή, φωτεινή σφαίρα που έδειχνε επίμονα το μαύρο ακροφύσιο της γκρι ομπρέλας, με ευγνωμοσύνη. Μας ευχήθηκα καλή τύχη και τράβηξα τον δρόμο μου.
Γιώργος Γιαννούλης- Γιαννουλόπουλος
No comments:
Post a Comment