Monday, January 2, 2012

Υπέρ Αγίου Όρους


Share/Bookmark
Δεν αισθάνομαι την υποχρέωση να μιλήσω υπέρ του Αγίου Όρους λόγω πίστης, αλλά γιατί έχω την αίσθηση ότι ο εξευτελισμός των πολύτιμών μας είναι αυτό στο οποίο πρέπει να αντισταθούμε. Επίσης, για να ξεπληρώσω ένα παλιό και βαθύ χρέος στους Αγιορείτες.

Τα τελευταία χρόνια, το βασικό πρόβλημα του δημόσιου λόγου είναι πως το πολιτικό μας σύστημα και τα πανίσχυρα media, χωρίς στοιχειώδη γνώση και καλλιέργεια αλλά με αστείρευτη ηλιθιότητα, μαγαρίζουν οτιδήποτε σημαντικό διαθέτουμε.

Η έλλειψη καλλιέργειας, σε συνδυασμό με τη σκόπιμη καταστροφή της ανεξάρτητης διοίκησης, οδηγεί τους πλέον απίθανους τύπους να πιάνουν, με ελαφρότητα και αμεριμνησία, χωρίς καμία αιδώ, στο απύλωτο στόμα τους οτιδήποτε σημαντικό, είτε για να το υμνήσουν, γιατί έτσι νομίζουν ότι γίνονται μέρος του και κερδίζουν από την αίγλη του, την οποία όμως αδυνατούν να κατανοήσουν στην ουσία της, είτε για να το συκοφαντήσουν, καθώς έτσι θεωρούν ότι αναβαθμίζουν τη δική τους θέση στα μάτια των υπολοίπων.

Το Άγιο Όρος που γνώρισα στα δεκαεννιά, στις αρχές του '80, ήταν και είναι ακόμη μια ιδιαίτερη κοινότητα ανθρώπων, που βιώνουν συνειδητά με εναλλακτικό τρόπο τη ζωή τους. Δεν γνωρίζω αν είναι άγιοι, ίσως κάποιοι να δικαιούνται αυτόν τον τίτλο με τα χριστιανικά δεδομένα. Γνωρίζω όμως με βεβαιότητα ότι οι άνθρωποι αυτοί είναι φορείς μιας βαθιάς μνήμης με αισθητική, φιλοσοφική, πολιτική, γλωσσική αλλά και καθαρά σωματική διάσταση.

Πουθενά αλλού στον κόσμο, ίσως μόνο σε μερικά απομακρυσμένα μοναστήρια του Θιβέτ, στο ορεινό Μπουτάν και σε ξεχασμένες γωνιές του Νεπάλ, δεν έχει κανείς την αίσθηση ότι ένας αυτόνομος κόσμος περιέχει εντός του σε τέτοια έκταση ευρύτερες σημασίες και δομές. Ότι περιέχει εικόνες, κινήσεις, λόγους και στάσεις οι οποίοι ανασυνθέτουν ως αρχέτυπα τις βασικές αρχές του δικού μας κόσμου: την αυστηρή οργάνωση και πειθαρχία, τη δομή της εκπαίδευσης, την άσκηση εξουσίας μέσω της γλώσσας, της θεατρικότητας και της κυριαρχίας στο φαντασιακό,  ταυτόχρονα με τη ρύθμιση του απωθημένου ερωτισμού.

Στο Άγιο Όρος η μυθολογία των χριστιανών αναπαράγει και αναπαράγεται από μια κοινότητα ανθρώπων που αποτελεί η ίδια μνημείο του ευρωπαϊκού και δυτικού παρελθόντος. Οι σχέσεις εξουσίας, οι βιβλιοθήκες που διέσωσαν τους κλασικούς αντιγράφοντάς τους και κρατώντας τους ταυτόχρονα απρόσιτους, οι εικόνες, οι σκιές και η οργιαστική φύση, η γλώσσα, ο λόγος, τα τεράστια και δαιδαλώδη κτηριακά συμπλέγματα, τα άνθη και οι μυρωδιές, οι ψαλμοί, οι τεχνικές της πειθαρχίας του μυαλού, μερικές φορές δημιουργούν μια αίσθηση παράδοξης μεταφυσικής απόλαυσης ακόμη και στον πιο ορθολογικό νου.

H συγκίνηση από τη συναλλαγή με αυτή την παγωμένη στον χρόνο κοινότητα, που ζει με τους δικούς της κανόνες και ρυθμούς, μεταφέρει γνώση και μερικές σπάνιες αλλά μοναδικές στη ζωή μας στιγμές: μιας μορφής αυταπάρνηση και μερικές φορές, ας μη φοβόμαστε τη λέξη, μια κάποια εκδοχή της αγάπης.  

Πολλοί άνθρωποι, Έλληνες και ξένοι, χρωστάμε στην κοινότητα αυτή μέρος της πνευματικής και ψυχικής μας συγκρότησης.

Οι νεοέλληνες, μέσα στα σύνορα των οποίων βρίσκεται σήμερα το Άγιο Όρος,  χρωστούμε πολύ περισσότερα, ως προς την εθνική μας συγκρότηση στην ελλαδική χερσόνησο, τα οποία προτιμούμε να αγνοούμε.

Αυτή η κοινότητα, εξέχον μέρος του δικτύου των μοναστικών κοινοτήτων που κάλυπτε την Ευρώπη από το Σαντιάγο ως τη Μόσχα για εκατοντάδες χρόνια, επιβίωσε στους αιώνες μαθαίνοντας να υπερασπίζεται την ισχύ της και την αυτονομία της. Ανέπτυξε τους κανόνες διαχείρισης της εξουσίας, τη διπλωματία, από τα οποία ξεπήδησε σε μεγάλο βαθμό ο σύγχρονος κόσμος και ο σύγχρονος λόγος.

Το Όρος επιβίωνε πάντα ως αυτόνομη κοινότητα, υπεραμυνόμενο των πόρων των Μοναστηριών του και επεκτείνοντάς τους κατά το δυνατόν, στο πλαίσιο του συστήματος εντός του οποίο λειτουργούσε.

Οι μοναχοί είναι οι ίδιοι ακτήμονες. Εισερχόμενοι στο μοναστήρι απεκδύονται κάθε περιουσιακό τους στοιχείο. Ζουν για και από το Μοναστήρι, το οποίο τάσσονται να προστατεύουν. Δεν είναι μισθωτοί παπάδες με δημόσιο χρήμα. Και επιπλέον δεν ψηφίζουν, δεν έχουν τα συνήθη πολιτικά δικαιώματα, δεν εκλέγουν αντιπροσώπους στη Βουλή των Ελλήνων.

Τα τεράστια μοναστήρια, τα χιλιόχρονα σπίτια τους,  διατηρήθηκαν ως σήμερα για αιώνες με τη σκληρή χειρωνακτική δουλειά μερικών εκατοντάδων καλογέρων. Απέραντα κτίσματα που στέγαζαν άλλοτε χιλιάδες ανθρώπους, περιβόλια, φυσικές εκτάσεις, δάση, τα συντηρούν και φροντίζουν τους τελευταίους δυο αιώνες μια χούφτα ανθρώπων που, παράλληλα με τα θρησκευτικά τους καθήκοντα, εργάζονται γι' αυτά από το πρωί μέχρι το βράδυ. Εργάζονται επίσης υποδεχόμενοι χιλιάδες επισκέπτες.

Μνημεία της παγκόσμιας κληρονομιάς, αναπνέουν ακόμη ζωντανά χάρη στην καθημερινή παρουσία αυτών των ανθρώπων και χάρη στην προσπάθειά τους να διαχειριστούν και να προστατέψουν τις μονές από τους Οθωμανούς, το Βουλγαρικό, το Ρώσικο, το Ρουμάνικο, το Ελληνικό Κράτος και από την επεκτατική διάθεση διαφόρων εκκλησιών.

Το Άγιο Όρος αποτελεί υπόδειγμα συνύπαρξης του ανθρώπου με το φυσικό του περιβάλλον. Ίσως αυτός να είναι ένας από τους λόγους που τόσο μας ξενίζει τους νεοέλληνες, είναι ένα άκτιστο τοπίο που μέχρι πρότινος διασχίζονταν μόνο από μονοπάτια, στην επικράτειά μας. Ένα μέρος που χρειαζόταν κόπο για να πας και θέληση για να μείνεις. Ένας τόπος κατοικημένος από ανθρώπους που θέλησαν νάρθουν αντιμέτωποι με τα κρίματά τους, όπως αυτοί τα αντιλαμβάνονται, για να γίνουν καλύτεροι, όπως κι αν το εννοούν αυτό. Που  κερδίζει τον παγκόσμιο σεβασμό χωρίς φανφάρες, με την εξουσιαστική ισχύ της ταπεινότητας.

Οι Μονές έχουν τις δικές τους σχέσεις εξουσίας, αντιθέσεις, ιεραρχία, διαφορές και συγκρούσεις, μεταξύ τους και εντός τους.

Τα μεγάλα ρεύματα του σύγχρονου κόσμου και οι συγκυρίες της ιστορίας μετασχηματίζονται από τις κοινότητες του Όρους σε θεολογικές προσεγγίσεις και ανατροπές, άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο αναχωρητικές, άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο κοσμικές.

Σε μια τέτοια καμπή της ιστορίας του στη δεκαετία του '60 στο Όρος έμειναν μερικές εκατοντάδες μοναχοί, μόνο  γέροντες σχεδόν. Οι ιδιόρρυθμες δομές και η αποδυνάμωση των σχέσεων πειθαρχίας εντός τους επέτρεψαν στη δεκαετία του '70 και '80 σε δεκάδες πολύ νεώτερους μοναχούς να μεταφέρουν στο Όρος μια προσέγγιση ζωής πιο ατημέλητη, αλλά βαθιά ανεκτική και ταυτόχρονα μεταφυσική και φιλελεύθερη. Τα συντηρητικά ρεύματα του '80 και '90, έφεραν την, βίαιη σε πολλές περιπτώσεις, κυριαρχία πιο πειθαρχημένων ομάδων νεορθόδοξων, Κυπρίων και άλλων, μετατρέποντας τα τελευταία ιδιόρρυθμα μοναστήρια σε κοινόβια, και οδηγώντας στην έξωση των παλαιοτέρων αδελφοτήτων ή στην κυριαρχία επ’ αυτών.

Από αυτή την άποψη, οι Βατοπεδινοί μοναχοί είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση οργανωμένης ομάδας που επιβλήθηκε στο μοναστήρι, με την ανοχή του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το οποίο συνυπολόγισε κατά πάσα πιθανότητα και πληθώρα άλλων παραγόντων και ισορροπιών. Η κοινότητα αυτή είναι μια από τις πλέον δραστήριες του Όρους και σίγουρα ανάμεσα σε αυτές που βρίσκονται περισσότερο κοντά στη σύγχρονη εκδοχή του πειθαρχημένου μοναχισμού.

Το μοναστήρι στο Βατοπέδι επιχειρεί να επιστρέψει στη βασική παραγωγική κατάσταση της εποχής της ακμής του, δηλαδή μια μηχανή που λειτουργεί αποτελεσματικά στο πλαίσιο των οικονομικών όρων της εποχής της, ώστε να εξασφαλίζει την επιβίωση της και, μέσω αυτής, την επιρροή των αξιών και αρχών που εμπεριέχει. Η διαδικασία αυτή της συναλλαγής παράγει νέα πρότυπα και αρχές στη δική του εσωτερική δομή.

Ενδεχόμενα ορισμένοι εκ των Βατοπεδινών να διαβλέπουν κάπως  στη γρήγορη πρόσφατη ανατροπή της κατάστασής τους, λόγω του θέματος της ανταλλαγής των εκτάσεων, το αντίστροφο της δικής τους γρήγορης εισόδου και ανόδου στο Όρος. Στο Όρος οι ανατροπές συνήθιζαν να παίρνουν δεκαετίες ή και αιώνες. Με μεταφυσικούς όρους, ίσως να προσπαθεί κάτι να τους πει και αυτών η Μεγαλόχαρη.  

Η κοινότητα του Βατοπεδίου, χωρίς να είναι ίσως η πιο ενδιαφέρουσα του Αγίου Όρους για ανθρώπους με μια συγκεκριμένη ευαισθησία, δεν παύει να είναι αυτό που είναι και να κάνει αυτό που οφείλει να κάνει: να υπερασπίζει τα συμφέροντα του μοναστηριού για να προωθήσει τους σκοπούς του.

Αυτή τη μοναδική παράδοση, τις αδελφότητες, τον χώρο, τον εξ ορισμού μακρινό και απρόσιτο από κάθε άποψη, το πολιτικό μας σύστημα ενέπλεξε σε μια φλύαρη καθημερινότητα «σκανδάλων».

Το ψευτοσκάνδαλο του Βατοπεδίου, το οποίο παίρνει έκταση το 2008 και 2009, στηρίζεται στο εξής παράδοξο: ένα Ελληνικό Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου (η Μονή Βατοπεδίου) ανταλλάσσει περιουσιακά αγαθά με το Ελληνικό Δημόσιο, σε υποτιθέμενα υπερβολικά επωφελείς για το ΝΠΔΔ τιμές. Δηλαδή, το Δημόσιο απατά τον εαυτό του, καθώς τα μοναστήρια δεν ανήκουν στους μοναχούς, αποτελούν δημόσια περιουσία. 

Σημειωτέον ότι, όπως φαίνεται, κανείς δεν υπολόγισε με ακρίβεια και σοβαρότητα τις τιμές και κανείς δεν μπόρεσε να στοιχειοθετήσει την κατηγορία ότι οι διαχειριστές του ΝΠΔΔ, δηλαδή του μοναστηριού,

είτε διέπραξαν το αδίκημα της απιστίας προς το μοναστήρι τους (δηλαδή δεν υπερασπίσθηκαν τα συμφέροντά του), μάλλον το αντίθετο συνέβη,

είτε το έκαναν προς ίδιον όφελος, καθώς σε αντίθεση με τους δημοσίους υπαλλήλους και πολιτικούς, οι μοναχοί δεν έχουν κανένα απολύτως περιουσιακό στοιχείο – και δεν έχουν κανένα κίνητρο να έχουν, δηλαδή να εισπράττουν οιαδήποτε προμήθεια, καθώς ο τρόπος ζωής που έχουν επιλέξει καλύπτει πλήρως τις ανάγκες τους.

Παράλληλα, την ίδια εποχή, το 2008 και το 2009, κανείς δεν αντιμετωπίζει το πραγματικό σκάνδαλο της εποχής εκείνης, για το οποίο θα είχαν ήδη αποδοθεί ποινικές ευθύνες σε οποιαδήποτε υγιή χώρα: τα ψευδή στοιχεία τα οποία ο κ. Αλογοσκούφης και ο κ. Καραμανλής, απέστελλαν στις υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, παραβιάζοντας διεθνείς συνθήκες που αποτελούν βασικό δίκαιο της χώρας, προκειμένου να παρατείνουν, δανειζόμενοι εξ ονόματος όλων μας, τον βίο της κυβέρνησής τους για να συνεχίσουν να διορίζουν τα «παιδιά» τους,  κυριολεκτικά και μεταφορικά, και να εξαγοράζουν ζημιές και ψήφους με εκατομμύρια δανεικά. 

Αυτό ήταν το «μεγάλο κόλπο», με το οποίο εν συνεχεία έβαλαν το ελληνικό κράτος να λάβει με μη τραπεζικά κριτήρια δάνεια από τις ελληνικές τράπεζες, δηλαδή από τις αποταμιεύσεις των Ελλήνων, και εις βάρος των μετόχων τους (μεταξύ των οποίων τα ασφαλιστικά ταμεία) ποσά τεράστια, τα οποία στέρησαν από άλλους Έλληνες, στον παραγωγικό τομέα της οικονομίας, για να συνεχίσουν να ξοδεύουν από ξένο πορτοφόλι, όταν πια οι αγορές είχαν αρχίσει να αντιλαμβάνονται τι συμβαίνει, σταματώντας σταδιακά να τους δανείζουν (2008).

Πώς συνδέονται αυτά τα δύο φαινομενικά άσχετα θέματα; Το πραγματικό έγκλημα με το εικονικό σκάνδαλο;  

Μέρος της απάντησης βρίσκεται στον λόγο για τον οποίο και οι δύο αυτοί κύριοι, Καραμανλής και Αλογοσκούφης, κυκλοφορούν ακόμη ανάμεσά μας ελεύθεροι.

Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας  δεν κατέρρευσε τελικά λόγω του πραγματικού εγκλήματος που διέπραξαν ο πρωθυπουργός και ο υπουργός του επί των οικονομικών. Ουδείς εξάλλου το έχει μέχρι στιγμής εντοπίσει ως τέτοιο, στο ιστορικό μέγεθος και την έκταση που έχει, πέραν από ορισμένους ιστορικούς ίσως. Κατέρρευσε εξαιτίας του Βατοπεδίου.

Το ΠΑΣΟΚ προτίμησε να μην ασχοληθεί με το έγκλημα, αλλά να ρίξει την κυβέρνηση  χρησιμοποιώντας ένα γαργαλιστικό «σκάνδαλο» με μοναχούς, χρήμα και γη.

Η ενασχόληση με το πραγματικό έγκλημα θα το υποχρέωνε και σε ενασχόληση με το πραγματικό πρόβλημα: μέτρα, δράσεις, ενέργειες, έγκαιρες και ταχείες μεταρρυθμίσεις, εξήγηση στην κοινωνία, κάθαρση. 

Αν αποκάλυπτε το πραγματικό σκάνδαλο, θα έπρεπε να πράξει διαφορετικά το ίδιο, θα έπρεπε να ήταν διαφορετικό το ίδιο: πώς θα μπορούσε να ελπίζει να κερδίσει μετά με το «λεφτά υπάρχουν»;

Αυτό όμως τους πρότεινε η διαφημιστική  τους. Οπότε, το εικονικό σκάνδαλο βόλεψε την κατάσταση.

Εν τέλει, φαίνεται ότι, πέρα από το τυχαίο του πράγματος, αυτό που δημιούργησε το πρόσφορο έδαφος πάνω στο οποίο χύθηκε ο οχετός του δημόσιου λόγου για το Βατοπέδι ήταν ακριβώς η φύση του Αγίου Όρους: το πολιτικό και μιντιακό μας σύστημα, και η διοίκηση που έπλασαν κατ’ εικόνα και καθ' ομοίωσή τους,  δεν ανέχεται τίποτα που δεν του μοιάζει, όπως ο μέτριος και ανίκανος υπάλληλος, δάσκαλος, πανεπιστημιακός, πολιτικός, επιχειρηματίας, ο κάθε ακατάλληλος, που αισθάνεται ότι απειλείται από τον σοβαρό δίπλα του.

Ο σοβαρός αναγνωρίζει και σέβεται τον σοβαρό ακόμη κι όταν τον έχει απέναντί του. Ο κουτοπόνηρος αναγνωρίζει τον κίνδυνο σε κάθε τι που εκφεύγει από τη δυνατότητα αντίληψής του. Υποκρίνεται πως το θαυμάζει και το θεοποιεί για να κρατιέται μακριά του, σε απόσταση ασφαλείας και ασύγκριτος με αυτό, ή επιχειρεί να το εξοντώσει με χυδαιότητες στα μάτια των άλλων όταν από τύχη έρθει πολύ κοντά του.

Η υπεράσπιση του Αγίου Όρους δεν έχει στόχο την προστασία του Αγίου Όρους. Η Κοινότητά του γνωρίζει και να προστατεύεται και να σιωπά. Γνωρίζει τη σημασία και το βάρος της. Πιο πιθανό είναι, σε μερικές δεκαετίες από σήμερα, το Όρος να είναι ακόμη εκεί, αυτόνομο και μετασχηματισμένο, παρά η ελληνική πολιτεία.
Η υπεράσπιση του Αγίου Όρους έχει  στόχο να συμβάλει στην αποτροπή της κυρίαρχης πιθανότητας να μην υπάρχει αύριο για την πολιτεία των Ελλήνων, η οποία, αντί να προσδεθεί στο σημαντικό και να επιβιώσει μαζί του, το δυσφημεί και το πολεμά εντός της.

Ο κίνδυνος από το ψευτοσκάνδαλο δεν είναι για το Όρος, είναι για την  ελληνική κοινωνία.

Είναι η απώλεια εμπειρίας και γνώσης για μερικές χιλιάδες νέους ανθρώπους που θα είχαν το κίνητρο, την τόλμη και την επιμονή να γνωρίσουν, να αισθανθούν και να παιδευτούν με αυτόν τον κρυμμένο θησαυρό, λίγα χιλιόμετρα από τα τσιμεντένια σπίτια τους.

Είναι η δολοφονία εντός μας του σεβασμού για το πολύτιμο και της δυνατότητάς μας να το αναγνωρίζουμε δίπλα μας, το οποίο περιλαμβάνει και τον μυθικό αυτόν τόπο, τόσο διαφορετικό και τόσο δικό μας. Τον τόπο αυτόν που είναι τύχη μας ότι  αποδέχεται να αποτελεί μέρος αυτού που αποκαλούμε, όχι χωρίς επιπολαιότητα και ματαιοδοξία, εθνική μας ταυτότητα.

Είναι η σταδιακή αποκοπή μας από το σημαντικό και η κυριαρχία του ασήμαντου, μαζί με το οποίο μοιραία θα εξαφανιστούμε.

Γιώργος Γιαννούλης- Γιαννουλόπουλος