Saturday, November 25, 2017

Σήμερα είμαστε όλοι Αιγύπτιοι Σούφι


Share/Bookmark
Τριακόσιοι οι νεκροί από την επίθεση φανατικών στο τζαμί των Σούφι στην Αίγυπτο.

Οι Σούφι είναι μια μυστικιστική τάση του Ισλάμ που διασχίζει τους αιώνες, περισσότερο την ορθόδοξη, τη σουνιτική αλλά και την σιιτική εκδοχή του. Δεν πρόκειται για ένα διακριτό δόγμα αλλά για μια βαθιά χαραγματιά της ιστορίας, μια ιδιαίτερη ευαισθησία, που γεννήθηκε και εξελίχθηκε συμμετρικά με τον χριστιανικό μυστικισμό, του Αη Γιάννη του Σταυρού, της Αγίας Τερέζας της Άβιλα ως τα γκόσπελς. Έχουν και οι δυο τις ρίζες τους στην Ιουδαϊκή αρχαιότητα και στην Ελληνιστική Αλεξάνδρεια, στον Κλήμη τον Αλεξανδρινό και στον Εβραίο Φίλωνα, επίσης Αλεξανδρινό.

Η παρουσία και ένωση με τον Θεό μέσω της αγάπης και της ένωσης με τον άνθρωπο με τρόπο υπερβατικό, η διαρκής αμφισημία του έρωτα για έναν ανθρώπινο και υπερανθρώπινο αγαπημένο, παίρνει θεολογική υπόσταση στο ιδιαίτερο βάρος που έχει η σχέση δάσκαλου μαθητή στη θρησκευτικότητα της παράδοσης των σούφι σε σχέση με τα ιερά κείμενα. Σε μια ερωτική συντροφικότητα όπως αυτή του αξεπέραστου ποιητή Τζαλαλαντίν Ρουμί με τον δάσκαλο του οποίου υπήρξε ο μόνος μαθητής και τον μοναδικό μαθητή του ίδιου. 

Οργανώθηκαν σε τάγματα μοναστικά, από τα χρόνια των πρώτων λαμπρών χαλιφάτων των Ομευάδων, από τα πρώτα χρόνια μετά τον Προφήτη, τον 7ο αιώνα, όπως περίπου και τα μοναστικά τάγματα της Δύσης, των Φραγκισκανών και των Ιησουϊτών. Και περισσότερο ακόμη από αυτούς αγάπησαν τη γνώση, τις επιστήμες, τη φιλοσοφία, την ιατρική, την ποίηση και πάνω από όλα τη μουσική. Σε έναν κόσμο πιο πλούσιο και φωτισμένο για αιώνες από τη Δυτική χριστιανοσύνη, περισσότερο ανοιχτό στο εμπόριο και στη γνώση, τα τουρούκς, τα μοναστικά τάγματα του σουφισμού, επηρέασαν την επέκταση του Ισλάμ στα πιο μακρινά από το κέντρο του σημεία, σε όλες τις ηπείρους, από την Ινδία ως την Άπω Ανατολή, όπως και τα δυτικά μοναστικά τάγματα. Μια από τις εκδοχές για τη ρίζα του ονόματός τους είναι τα μάλλινα ρούχα που φορούσαν, μια άλλη είναι η Ελληνική λέξη σοφία.

Πολεμήθηκαν κατά εποχές, ειδικά με την άνοδο των ριζοσπαστικών και σκληρών τάσεων των ουαχαβιστών και του σαλαφισμού.

Τους χρωστάμε μερικά από τα πιο όμορφα ποιήματα αγάπης της ανθρωπότητας, τον Τζαλαλαντίν Ρουμί αλλά και τον Ομάρ Καγιάμ, τον Αλ Γκαζαλί και κάποιες από τις πιο βαθιές μουσικές της ως την έκσταση των περιστρεφόμενων Δερβίσιδων.

Οι ακόλουθοί τους στη μοντέρνα εποχή σε κάθε ήπειρο ακολούθησαν τον δρόμο τους, πιο ανοιχτό ή πιο κλειστό, πιο φτωχό ή πιο πλούσιο, με ένα αόρατο δίχτυ να τους ενώνει κάτω από τα κύματα της ιστορίας.

Κλείνουμε τη θλιβερή αυτή μέρα με ένα ποίημα του Τζαλαλαντίν Ρουμί (13ος αιώνας) .

Αδέλφια Μουσουλμάνοι δεν ξέρω τι να κάνω.
Δεν ξέρω τι να πω.
Δεν είμαι Χριστιανός ούτε Εβραίος.
Δεν είμαι Μουσουλμάνος ούτε και Ινδουιστής.
Δεν είμαι Βουδιστής μήτε και Σούφι.
Δεν είμαι και διόλου Ζεν.
Δεν έχω μια θρησκεία ή παράδοση.
Δεν είμαι απ΄ την ανατολή μήτε τη δύση
Ούτε από τη θάλασσα ούτε κι απ΄ τα βουνά.
Δεν είμαι στοιχειωμένος ή αιθέριος
Αλλά δεν είμαι ούτε και φυσικός.
Δεν είμαι οντότητα και δεν υπάρχω
Ούτε σ’ αυτόν μηδέ στον κόσμο τον επόμενο.
Δεν έρχομαι από την Εύα τον Αδάμ
ή κάποιαν άλλη ιστορία.
Ο τόπος μου είναι άτοπος
χνάρι δεν έχει το χνάρι μου.
Ούτε σώμα ούτε ψυχή.
Ανήκω στον Αγαπημένο.
Είδα τους δυο κόσμους σ’ έναν και γνωρίζω
τον πρώτο και τον τελευταίο
που αναπνέει μ’ ανθρώπινη πνοή.
(μτφ Βίκος Ναχμίας)

Σήμερα είμαστε όλοι Αιγύπτιοι Σούφι, πλάι σε αυτούς τους 300 ανθρώπους που, δίχως να το πολυκαταλαβαίνουν, προσεύχονταν σε έναν από τους αρχαίους παραποτάμους της περίπλοκης ανθρώπινης ευαισθησίας. 'Όπως υπήρξαμε όλοι Άγγλοι, Παριζιάνοι, Νεοϋορκέζοι, Βαρκελωνέζοι, όταν ο τρόμος και η βία χτύπησε στην πάνω πλευρά, στη δική μας ήπειρο και στα δικά μας μοντέρνα ποτάμια.

Ίσως αυτό μας βοηθήσει να διακρίνουμε κάπως την περίπλοκη φύση αυτών των ατέλειωτων πολέμων στο εσωτερικό των δυο μεγάλων μονοθεϊστικών θρησκειών και όχι τόσο μεταξύ τους, που βαστούν αμέτρητους αιώνες και παραλλάσσουν στα γυρίσματα της ιστορίας, των συνθηκών και της συγκρότησης της ψυχής μας, αλλά παραμένουν πάντα ίδιοι, μέρος της ανθρώπινης φύσης, της απελπισμένης κι ελπιδοφόρας ταυτόχρονα προσπάθειας ισορροπίας της αγάπης, του έρωτα, της γνώσης και της διαχείρισης του φόβου - μέρος ενός ονείρου που ονειρεύτηκαν κάποιοι άλλοι άνθρωποι πολλούς αιώνες πριν.

Γιώργος Γιαννούλης- Γιαννουλόπουλος




Σχετικός σύνδεσμος:
 A gift of Love, ένα αριστούργημα από έναν μεγάλο μουσικό




















Friday, November 17, 2017

Αλήθειες, μισές αλήθειες και ψέματα για τις καταστροφές


Share/Bookmark
Με την πρώτη ανάγνωση φαίνεται ότι οι άνθρωποι που έχτισαν σε ρέματα, κοίτες χειμάρρων ή σε περιοχές υπερχείλισης, πιέζοντας και πολλές φορές λαδώνοντας (παράνομα ή νόμιμα με τις λογής τακτοποιήσεις) για να νομιμοποιήσουν την αυθαιρεσία τους, είναι συνυπεύθυνοι για τις συνέπειες, μαζί με το κράτος και τις Υπηρεσίες που το επέτρεψαν, το ανέχθηκαν ή υπήρξαν συνένοχες. Δύσκολα μπορεί να αμφιβάλλει κανείς γι' αυτό. Είναι όμως αυτή όλη η αλήθεια; Είναι οι άνθρωποι αυτοί θύτες και θύματα ταυτόχρονα, η αιτία ή ένα μέρος της μεγάλης εικόνας που περιλαμβάνει πολλούς άλλους;

Είναι ενδιαφέρον να πάει κανείς ένα βήμα πιο πίσω την ιστορία, θέτοντας ένα βασικό ερώτημα.

Γιατί οι άνθρωποι αυτοί έχτισαν εκεί τα σπίτια τους και όχι κάπου αλλού; Τι τους εμπόδισε τα τελευταία 60 χρόνια να αναζητήσουν κύρια ή - πιο πρόσφατα - εξοχική κατοικία σε άλλες περιοχές, κανονικά πολεοδομημένες και ασφαλέστερες;

Η απάντηση είναι απλή. Τέτοιες δεν υπήρχαν ανάλογα με τη ζήτηση. Αυτή η ζήτηση προέρχονταν από δυο παράγοντες σε δυο ιστορικές φάσεις:

Πρώτον: 
Μετά τον Πρώτο και, κυρίως, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο ένα γιγάντιο ρεύμα εσωτερικής μετανάστευσης κινήθηκε προς τα αστικά κέντρα, τις περιφέρειές τους και τα περιφερειακά αστικά κέντρα. "Συνολικά, από το 1920 έως το 2000 το ποσοστό του αστικού πληθυσμού αυξήθηκε από 23% σε 73% ενώ το ποσοστό του αγροτικού πληθυσμού μειώθηκε από 62% σε 27%. Συγκεκριμένα, την περίοδο 1961-2001, ο πληθυσμός τους αυξήθηκε κατά 82% και 93% αντίστοιχα.... Η Αθήνα συγκέντρωνε το 35% του πληθυσμού της χώρας σύμφωνα με την απογραφή του 2001, ενώ υπολογίζεται ότι ο πραγματικός αριθμός μπορεί να ξεπερνά το 40% του συνολικού πληθυσμού και το 42% του αστικού πληθυσμού. Πρόκειται για φαινόμενο που δεν παρατηρείται σε άλλη χώρα στην Ευρώπη" (Πολύζος, η εξέλιξη της αστικοποίησης της Ελλάδας). Οι άνθρωποι αυτοί συνέρρευσαν στις πόλεις και στις εκτάσεις που τις περιέβαλλαν χωρίς επαρκή κρατική μέριμνα πολεοδόμησης νέας γης. Πρακτικά έκτιζαν όπου έβρισκαν και το κράτος το ανέχονταν, θεληματικά ανήμπορο.

Δεύτερον: 
Ο πληθυσμός αυτός, μετά το τραύμα της βίαιης αστικοποίησης διατήρησε μια συλλογική μνήμη ιδανικής επαρχίας, που με την άνοδο του βιοτικού επιπέδου οδήγησε στο όνειρο του εξοχικού στη φύση. Δημιουργώντας νέα έντονη αντίστροφη οικιστική πίεση σε περιαστικές περιοχές. Το κράτος και πάλι δεν ανταποκρίθηκε σε αυτήν τη ζήτηση για πολεοδόμηση νέων εκτάσεων σε ασφαλείς και ρυμοτομημένες περιοχές.

Γιατί το Ελληνικό κράτος απέτυχε σε έναν από τους βασικούς λόγους της ύπαρξής του από καταβολής των σύγχρονων κρατών; Δημιουργώντας τις συνθήκες για οικονομικά και περιβαλλοντικά εγκλήματα και καταστροφές, όπως θάψιμο των ποταμών, αλλαγή του μικροκλίματος, χαοτικός αστικός ιστός, ελάχιστα παραγωγικός και με υψηλό κόστος λειτουργίας, τεράστιο κόστος κατασκευής υποδομών εκ των υστέρων. Αυτό είναι το πραγματικό ερώτημα.

Πολλοί είναι οι λόγοι. Απαριθμούμε τους, κατά τη γνώμη μας, τρεις κυριότερους.

1. Αδυναμία πειθούς και σύγκρουσης με τους μικρούς και μεγάλους ιδιοκτήτες ή διεκδικητές με αμφίβολους τίτλους πολεδομήσιμης γης και ανάληψης του περίφημου "πολιτικού κόστους". Ανάμεσα σε αυτούς οι μεγαλοϊδιοκτήτες και το ευρύτερο πλέγμα των οικονομικών συμφερόντων της εκκλησίας, αλλά όχι μόνον αυτής.

2. Ασαφές νομοθετικό πλαίσιο και ανεφάρμοστες διατάξεις προστασίας του περιβάλλοντος, που εντέλει οδήγησαν στην υποβάθμισή του. Προφανώς, η όποια πολεοδόμηση με πρωτοβουλία του κράτους πριν χτιστεί κάτι καταναλώνει φυσικό περιβάλλον και μετατρέπει περιορισμένη γεωργική ή/και δασική γη σε αστική. Από την άλλη, θέτει σαφή όρια και προστατεύει την υπόλοιπη δασική και γεωργική γη, ικανοποιώντας με οργανωμένο τρόπο τη ζήτηση. Η καθολική άρνηση πολεοδόμησης όμως οδηγεί σε ευρύτερης κλίμακας καταστροφή του περιβάλλοντος και με εγκληματικό τρόπο, λόγω της ανικανοποίητης οικιστικής πίεσης.

3. Αυτό το τελευταίο, εκτός από αιτία, υπήρξε κατά παράδοξο τρόπο και στόχος της Ελληνικής πολιτικής των τελευταίων 50 χρόνων. Το πλέον εγκληματικό μυστικό της. Υπήρξε μια άρρητη μυστική συμφωνία κράτους και πολιτών. Η αυθαίρετη πολεοδόμηση, αφού ικανοποιούσε την αρχική ανάγκη, δημιουργούσε μια νέα αξία, εις βάρος βέβαια του περιβάλλοντος και της ποιότητας ζωής των κατοίκων, σε σχέση με αυτή που θα είχε μια οργανωμένη οικιστική πολιτική. Παρόλα αυτά μια νέα αξία. Το κράτος ανέχονταν και νομιμοποιούσε την αυθαιρεσία, εκποιώντας το περιβάλλον και υποθηκεύοντας το μέλλον έναντι ενός μέρους αυτής της αξίας που επανέρχονταν στο δημόσιο ταμείο με τρεις τρόπους: α) μέσω των λογής τακτοποιήσεων αλλά β) κυρίως στις τσέπες των ιδιοκτητών του κράτους, μέσω των ανεπίσημων πληρωμών στους υπαλλήλους του, και γ) στις κάλπες (και εν τέλει στις τσέπες) των εκλεγμένων και της πολιτικής ελίτ. Εργαλεία, όπως η μοναδική πρωτοτυπία της εκτός σχεδίου δόμησης (sic) σε 4 στρέμματα σε συνδυασμό με την άρνηση δημιουργίας κτηματολογίου και τη συνειδητή υπονόμευση των ανεξάρτητων μηχανισμών τήρησης του νόμου, χρησιμοποιήθηκαν συνειδητά από τις πολιτικές και οικονομικές ελίτ της χώρας.

Η αδιέξοδη οικιστική πίεση από πρόβλημα έγινε ευκαιρία εξουσίας και πλουτισμού για τους πραγματικούς ιδιοκτήτες του Κράτους.

Εντέλει,  μεγάλο μέρος από το Ελληνικό Οικονομικό Θαύμα των δεκαετιών του '60, '70, '80, '90, οφείλεται σε αυτό το συνένοχο μυστικό ανάμεσα σε πολίτες και κράτος, που συνωμότησαν για την καταστροφή και κατανάλωση, εδώ και τώρα, του βασικού τους asset: της γης που τους φιλοξενούσε. Σαν να μην υπήρχε αύριο.

Αυτό το κρυφό έλλειμμα κράτους και το κρυφό περιβαλλοντικό χρέος πληρώνεται επίσης κρυφά με εμφανείς συνέπειες. Το αναπόφευκτο κόστος και τις συνέπειες πληρώνουμε σήμερα, αλλά και εδώ και καιρό, με πανωτόκια, με απίστευτα spreads σε σχέση με άλλες Ευρωπαϊκές χώρες: υψηλό κόστος νέων υποδομών, δυσλειτουργία και χαμηλή ανταγωνιστικότητα των πόλεών μας, φυσικές καταστροφές, χαμηλή αξία κατοικιών και γης, κοινωνικά προβλήματα, πολιτική αδυναμία και, κυρίως, ένα γενικευμένο παράπονο όλων έναντι όλων.

Αυτές οι κάπως θλιβερές σκέψεις κλείνουν με μια πρέζα αισιοδοξίας: την πραγματικότητα μπορούμε να αλλάξουμε μόνο όταν την αντιλαμβανόμαστε ως έχει. Δυσάρεστη, θλιβερή, αλλά ως έχει. Ένα πρόβλημα μπορούμε να το λύσουμε, με κόστος αλλά και προοπτική, μόνον όταν αντιληφθούμε τους συντελεστές του.

Αυτή είναι η προσπάθεια, η μόνη προσπάθεια που, κατά τη γνώμη μου, μπορεί να φέρει αποτέλεσμα και αποδοχή των δύσκολων αποφάσεων. Ας ξεκινήσουμε από αυτό.


Γιώργος Γιαννούλης- Γιαννουλόπουλος