Wednesday, January 29, 2020

Παις πεσσεύων


Share/Bookmark
Η κατακερματισμένη κοινωνία στον ποδοσφαιρικό μαγικό καθρέφτη της.

Στο κοινωνικό σώμα των ταυτοτικών ευαισθησιών δεν παίζει ρόλο ο εαυτός αλλά η ταυτότητα που αποδίδεται αυθαίρετα στον άλλο.

Ο μετακοινωνικός άνθρωπος είναι εξορισμού μεταδημοκρατικος. Αγαπά περισσότερο την ομάδα του από το ποδόσφαιρο! Όσο κι αν φαντάζει αυτό παράλογο κι αντιφατικό. Και πάει ένα (αναπόφευκτο) βήμα παραπέρα: ορίζει τη δική του ταυτότητα, το αξιακό του σύστημα, όχι με βάση τη δική του ομάδα, αλλά το μίσος, την επιθυμία αποτυχίας, για τις ομάδες των άλλων.

Δεν είναι το ποδόσφαιρο. Είναι τα πάντα.

Ο πολίτης είναι συναισθηματικά οπαδός περισσότερο του κόμματός του παρά της πατρίδας του, ή καλύτερα του κοινωνικού συνόλου στο οποίο ανήκουν και οι πολίτες που περιστασιακά ή μόνιμα υποστηρίζουν άλλα κόμματα. Και κάνει τη λογικό-συναισθηματική υπέρβαση να θεωρεί ότι τυχόν ήττα ή συμβιβασμός με το κόμμα των άλλων είναι ήττα ή συμφορά για όλους.

Η ταυτοτική οπαδική ζωή διαπερνά τα πάντα. Τη σεξουαλική προδιάθεση, το φύλο, τη φυλή , το χρώμα, τη θρησκεία, τους λογής τοπικισμούς, απ' τη γειτονιά, την πόλη, την περιοχή, τον εθνικισμό.

Δεν κατακερματίζεται ο ίδιος ο αντικειμενικός κόσμος, τα πράγματα δηλαδή, που είναι στην πραγματικότητα ενιαίος, πολύπλοκος, αλληλοεξαρτώμενος κι αλληλένδετος από τη φύση του.

Η εποχή μας κατακερματίζει την αντίληψή του: δημιουργεί την κρίση του ανήκειν σε ένα ευρύτερο σύνολο και την αποδοχή του άλλου με τις διαφορές του ως μέρος αυτού του συνόλου αξιών, αυτής της κοινότητας, 'the crisis of belonging", όπως την όρισε ο νεαρός χαρισματικός και διορατικός Pete Buttigieg, στις ΗΠΑ. Ναι, δεν συμβαίνει μόνον εδώ. Συμβαίνει παντού. Ίσως περισσότερο αλλού. Και χειρότερα.

Η ταυτοτική αντίληψη αποδομεί την κοινοτική αντίληψη μιας ευρύτερης κοινότητας, της "πόλεως", όπως την έλεγαν οι αρχαίοι, που μοιράζεται κάποια βασικά. Τον πλανήτη, μια χώρα, μια γλώσσα, μια ευαισθησία, με τους κανόνες τους που μας υπερβαίνουν, κάθε ένα στον βαθμό που αντικειμενικά, πραγματικά, εμπειρικά, επαληθεύσιμα είναι έτσι.

Το ποδόσφαιρο είναι ένα καλό εργαλείο κατανόησης αυτού του τρομακτικού θέματος. Ένας άνθρωπος που αγαπά την ομάδα του περισσότερο από το παιχνίδι, αναπόφευκτα δεν δέχεται τους κανόνες του παιχνιδιού. Μισεί τις ομάδες των άλλων. Αυτό περιέχει μια βασική αντίφαση. Αν μπορούσε ένας οπαδός, θα τις εξόριζε όλες τις άλλες στη Β΄, Γ΄, Δ΄, στην ανύπαρκτη κατηγορία, θα τις καταδίκαζε στην αιώνια ήττα. Θα τις εξαφάνιζε, μια και θυμόμαστε το Ολοκαύτωμα αυτές τις μέρες. Όμως τι νόημα θα είχε τότε το παιχνίδι ;

Χωρίς Ολυμπιακό τι νόημα θα είχε να είσαι ΠΑΟΚ, χωρίς ΣΥΡΙΖΑ, ΚΙΝΑΛ κλπ τι νόημα θα είχε να είσαι ΝΔ, αλλάξτε τα ονόματα, δεν έχει σημασία, χωρίς gay τι νόημα θα είχε να είσαι straight, χωρίς μουσουλμάνους, βουδιστές, τι νόημα θα είχε να είσαι χριστιανός, ή άθεος ακόμη; Χωρίς Εβραίους και άλλες ράτσες τι νόημα θα είχε να είσαι Άρειος;

Η απάντηση είναι απλή. Κανένα. Το παιχνίδι της διαλεκτικής θα τελείωνε με ένα μεγάλο θανατικό και θα ξανάρχιζε απ' την αρχή, με τη διαλεκτική των επιζώντων αναδιασπώμενων. Να αναζητούν συμπαίκτες, συνανήκοντες- αντιπάλους να ερωτευθούν και να αντιμετωπίσουν. Δεν είναι το είδος μας φτιαγμένο από μονολόγους. Δεν επιβιώνει στην αυτοαναφορική μοναξιά.

Το τέρμα σε αυτό το μάταιο παιχνίδι του μίσους και της αδιαλλαξίας, της συναισθηματικής υπεροχής του μερικού έναντι του ολικού, είναι αυτογκόλ. Είναι αυτοακύρωση. Είναι μια διαρκής διάσπαση, ένας αέναος κατακερματισμός της ψυχής και της συνείδησης, αυτοτροφοδοτούμενος από την άγνοια και την ανασφάλεια και ετεροτροφοδοτούμενος από το μίσος που φυσούν στη φωτιά της ατομικής ανασφάλειας οι κάθε λογής πυρομανείς. Όταν η αίσθηση του ανήκειν στην κοινότητα, το "πολιτικό ζώον" του Αριστοτέλη κολλάει τον φοβοϊό του "ιδιώτη" (ρίζα γλωσσική του idiot), και χάνει την αίσθηση του ανήκειν, οι κανόνες δεν μεταρρυθμίζονται, δεν εξελίσσονται, δεν παραβιάζονται. Διαλύονται. Οι ανθρώπινες κοινότητες και οι όροι του παιγνιδιού που εκάστοτε τις ορίζουν αποδομούνται, από ένα ατύχημα της ιστορίας, μια απώλεια, ένα χάσιμο της μνήμης, έναν δημαγωγό που παραποιεί τους χρησμούς, μια αδυναμία των συμβόλων, των θεσμών και της παιδείας, από την άνοδο των δειλών, από μια χαραματιά της πνευματικής και συναισθηματικής εγρήγορσης.

Έτσι, όπως ένα κύμα μπορεί να σαρώσει το πρόσωπο του ανθρώπου που χαράχτηκε στην άμμο τους τελευταίους δύο αιώνες, απόνερο εκείνου του πανίσχυρου βασιλιά που παίζει αεί με τα ζάρια, που πάντα παις πεσσεύων εστί.


Γιώργος Γιαννούλης- Γιαννουλόπουλος






Sunday, January 26, 2020

Η υποκρισία των ισχυρών και η απελπισία των παγιδευμένων


Share/Bookmark
Για όσους μιλούν για ιδιωτικά πανεπιστήμια των πλουσίων για τα παραρτήματα ξένων πανεπιστημίων στα αστικά κέντρα κυρίως, έχουν υπολογίσει πόσο κοστίζει στην οικογένειά του ένα παιδί που σπουδάζει στην Αθήνα ή στη Θεσσαλονίκη, πλάι στο σπίτι του, στο καλύτερο κολέγιο στο αντικείμενο που θέλει, και πόσο αν σπουδάσει σε κάποιο άσχετο τμήμα ΤΕΙ ή ΑΕΙ στο Αγρίνιο, ή στη Λάρισα, ή στον Έβρο, γιατί "εκεί πέρασε"; κι αν μπορεί ένα φτωχότερο παιδί να το αντέξει; Έστω και δουλεύοντας, κι αν μπορεί να βρει καμία παράλληλη δουλειά εκεί; Για να ζουν παρασιτικά τοπικές κοινωνίες από τα λεφτά των άλλων, μεσαίων και μικρομεσαίων των αστικών κέντρων, αντί να επενδύσουν στην ανάπτυξη των δικών τους πόρων και παραγωγής οι ίδιοι και το κράτος στις υποδομές τους.

Πόσο κοστίζει στην κοινωνία (και στο κράτος) να σπουδάζει ανθρώπους σε κάτι που τους έτυχε και όχι σε κάτι που επέλεξαν;

Και πόσο υποκριτικό ήταν να μην αναγνωρίζονται τόσα χρόνια τα ισότιμα επαγγελματικά δικαιώματα, όπως συμβαίνει σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση; Γιατί συνεχίζουμε να ταυτίζουμε, μόνοι εμείς, το πτυχίο με την αποκλειστική πρόσβαση στο Ελληνικό δημόσιο ή σε κλειστές αγορές εργασίας;

Πόσο υποκριτικό, όταν το μόνο που έχει να κάνει το δημόσιο και οι άλλοι φορείς είναι αντικειμενικοί διαγωνισμοί μέσω ΑΣΕΠ για τις προσλήψεις τους, όπου ισότιμα θα συμμετέχουν όλοι; Και αξιολόγηση δοκιμαστική τον πρώτο χρόνο στη δουλειά πριν τη μονιμοποίηση.

Όταν έχει να γίνει διαγωνισμός ΑΣΕΠ για εκπαιδευτικούς δέκα χρόνια και βάλε, ενώ οι λίστες θα έπρεπε να ανανεώνονται κάθε δύο τρία χρόνια, και προσλαμβάνονται ακόμη με σειρά προτεραιότητας και κάθε είδους χαρτιά άνθρωποι στο δημόσιο, όταν αυτά θα έπρεπε να είναι μόνο απλές προϋποθέσεις συμμετοχής στους διαγωνισμούς όπου θα εξετάζονται οι γνώσεις και οι δεξιότητες, με μόνο πριμ τα χρόνια ανεξάρτητα αξιολογημένης εμπειρίας στον δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα; Πόσο καλύτερο θα ήταν το ίδιο το δημόσιο και οι φορείς του; Πόσες παραπάνω ευκαιρίες θα είχαν οι νεώτεροι, οι ικανότεροι; Πόσο θα βελτιώνονταν τα ελληνικά ΑΕΙ και ΤΕΙ με απαίτηση πλέον των ίδιων των φοιτητών τους, για να βγαίνουν καλύτεροι και ικανότεροι στην ανταγωνιστική αγορά εργασίας, δημόσια και ιδιωτική; Πόσο γρηγορότερα όλοι θα έβρισκαν κάτι άλλο που ξέρουν και θέλουν να το κάνουν καλά, γιατί σε αυτό έχουν παραπάνω ταλέντο;

Μήπως όμως είναι αυτό ακριβώς που φοβούνται οι δύο κυρίαρχες ομάδες:

- Οι εύπορες ελίτ της χώρας, που ούτως ή άλλως μπορούν να επιλέξουν το καλύτερο στο εξωτερικό για τα παιδιά τους,

- Και οι λιγότερο ικανοί, που απλά βρέθηκαν πιασμένοι στην παγίδα του "χαρτιού" που έφτιαξαν γι' αυτούς οι πρώτοι, ώστε να κυριαρχούν στη μετριότητα. Επένδυσαν στην εκπαίδευσή τους ό,τι επένδυσε ο καθείς σαν να 'βγαζε άδεια ταξί ή φαρμακείου. Και θέλουν να εξαργυρώσουν κατά προτεραιότητα.

Και οι πρώτοι, οι ισχυροί, να ελέγχουν ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει μέσω της Τριτοβάθμιας και των κλειστών επαγγελμάτων. Και να τα εξαργυρώνουν σε ψήφους κι εξουσία.

Γιώργος Γιαννούλης- Γιαννουλόπουλος





Monday, January 13, 2020

Αυτός μάνα δεν έχει;


Share/Bookmark
Άραγε αυτός ο νέος, 25χρονος πάνω κάτω, που διακινδυνεύει τη ζωή του για να κάνει τη σκληρή και δύσκολη δουλειά να επιβάλλει τον νόμο, να προστατεύει τους πολίτες, την ελευθερία και το βιός τους, δημόσιο και ιδιωτικό,

αυτός, λέω, που τρώει τσιμεντόλιθους στο κεφάλι για να επιστρέψει εν προκειμένω στο Δημόσιο νοσοκομείο Ευαγγελισμός την περιουσία του, που την έχουν καταλάβει βίαιοι καταχραστές, και ακόμη κι αυτούς θα τους νοσηλέψει αν τραυματιστούν, γιατί αυτό είναι το σωστό κι ανθρώπινο,

αυτό το νέο παιδί, δεν έχει άραγε γονείς; Σύντροφο; Όνειρα; Μωρά παιδιά; Δεν είναι άνθρωπος αυτός;

Μάνα δεν έχει που να τρέμει κάθε μέρα μήπως της φέρουν το παιδί της από τη δουλειά, σε ένα φέρετρο ή διαλυμένο, καμένο, ανάπηρο;

Μα το πιο πιθανό είναι πως και να έχει, δεν θα είναι μήτε διάσημη μήτε επιφανής μήτε εύπορη τόσο για να μη χρειάζεται να δουλεύει ο γιόκας της σε τέτοιες δουλειές, αλλά να του πληρώνει τις σπουδές στο LSE, να κληρονομήσει την οικογενειακή επιχείρηση ή να τον διορίσει κάπου να κάθεται σε κάποιο γραφείο, όταν βαρεθεί τις καταλήψεις και τα σπασίματα.

Οπότε, γιατί να ενδιαφέρει τα ευαίσθητα συναισθήματα των ΜΜΕ μας, να τη βρουν ανώνυμα να τη ρωτήσουν πώς νοιώθει, πώς ζουν καθημερινά, τις ανθρώπινες ιστορίες τους, 

Τι να μας νοιάζει στην τελική;


Γιώργος Γιαννούλης- Γιαννουλόπουλος


ΥΓ.
 Θα ήθελα να κάνω σαφές ότι το ποστ αφορά τα ΜΜΕ μας και τη μη παρουσίαση ισότιμα της ανθρώπινης πλευράς των νέων ανθρώπων που υπηρετούν στην Αστυνομία. Αυτό είναι μια τρομακτική έλλειψη και διάκριση κατά τη γνώμη μου. Που είναι ταυτόχρονα και απάνθρωπη, και αντιδημοκρατική και ανοιχτά ταξική και τοξική. 
Διαμορφώνει συνειδήσεις.

Γ.Γ.Γ.



Friday, January 10, 2020

Το εστιατόριο στην Αχαρνών


Share/Bookmark
Έτρωγα στον λαμπρό χειμωνιάτικο ήλιο, όπως συνηθίζω στο μπαγκλαντεσιανοϊνδικό εστιατόριο της γειτονιάς μου, επί της Αχαρνών στη γωνία με τον δρόμο μου, το συνηθισμένο μου ζουμερό κοτόπουλο Τίκα. Μαριναρισμένο σωστά, σερβιρισμένο με το ρύζι με λαχανικά, πιάτο αφγανικό αυτό, τις πατάτες τηγανητές, τη σαλάτα χώρια, τη λευκή σάλτσα με μαϊντανό χωριστά και τις ολόφρεσκες λευκές λεπτές πιτούλες μόλις ψημένες στα τοιχώματα του φούρνου σαν βαρέλι, όλα για 6 ευρώ. Λαϊκό μαγαζί.

Δίπλα μου δύο γελαστά παιδιά από την ίδια περιοχή, παραδίπλα δύο κοπέλες μόνες, μια με πολύχρωμη μαντήλα με μια φίλη της χωρίς μαντήλα με ψηλοτάκουνα, εφαρμοστό παντελόνι και ένα γλυκό μωρό στο καρότσι.

Εμφανίστηκε μια ηλικιωμένη κυρία, Ελληνίδα κλοσάρ, που την έχω ξαναδεί στη γειτονιά, με εμφανή ψυχολογικά προβλήματα. Εμένα με αγνόησε, επειδή μάλλον της φάνηκα Έλληνας, και κατευθύνθηκε με το χέρι απλωμένο στον νεαρό δίπλα μου, που κάπνιζε πίνοντας ένα τσάι και κοιτώντας το κινητό του.

"Πεινάω", έσκουξε με μια φωνή κορακίστικη και το χέρι απλωμένο. "Δεν έχω σήμερα χρήματα γιαγιά", απάντησε ο νεαρός με ένα ντροπαλό χαμόγελο. Φαινόταν πως την αναγνώριζε και της είχε ξαναδώσει. Ένα κρώξιμο ακαταλαβίστικο ακόμη ακολούθησε, κάτι μεταξύ ααα! και εεεε!, πάντα με το χέρι απλωμένο, μέχρι που απομακρύνθηκε από τα τραπέζια, στάθηκε για λίγο σκεπτική μπροστά στην πόρτα και τελικά μπήκε μέσα, όπου άκουσα το ίδιο κρωχτό "πεινάω".

Την πλησίασε ο συνηθισμένος υπεύθυνος και σερβιτόρος, και κάτι ειπώθηκε. Τον είδα να δείχνει το ίδιο κοτόπουλο που είχα κι εγώ και σε λιγάκι την κυρία με μια σακουλίτσα κανονική του delivery στο χέρι, τη σαλάτα και τις πιτούλες της.

Χάθηκε λίγο στο μαγαζί, σα να μην εύρισκε την έξοδο, γρυλίζοντας, κι ένας χαμογελαστός σερβιτόρος την οδήγησε ευγενικά στην έξοδο, με ένα σπαστό "από εδώ γιαγιά". Βγήκε και τράβηξε τον δρόμο της, χαμένη στο θυμωμένο της μυαλό.

Μια ακόμη λεπτομέρεια της σκηνής που προηγήθηκε: λίγα μέτρα παραδίπλα είναι ένα τυπικό ελληνικό σουβλατζίδικο κοτοπουλάδικο. Έχω επίσης καθίσει κάνα δυο φορές. Οι τιμές διπλές, για ένα κοτόπουλο μες στο αλάτι και το λίπος και προτηγανισμενες πατάτες.

Η γιαγιά είχε περάσει από εκεί πριν κι έφυγε άπραγη, με άδεια χέρια και το χαρακτηριστικό "πεινάω". Ίσως γι' αυτό ενστικτωδώς δεν με πλησίασε στο τραπέζι, σκέφτομαι.

Χριστιανοί, υποτίθεται, ή έστω άνθρωποι που είμαστε μερικοί μερικοί Ρωμιοί, με αυτόν τον χιονιά, να μας πάρει και να μας σηκώσει, που δεν κοιτάμε ποτέ τον καθρέφτη μας παρά μόνο τόχουμε εύκολο να φορτώνουμε τα δικά μας κρίματα στους άλλους. Στον κάθε άλλον.

ΥΓ. Το μαγαζί που τρώω έχει την ελληνική σημαιούλα του μαζί με την μπαγκλαντεσιανή περήφανα δίπλα στην πολύχρωμη βιτρίνα του με τα μπαχάρια και τα χρωματιστά ρύζια, που ψήνουν 2-3 ψήστες κι ένας που φουρνίζει. Εφάρμοζε ήδη τον αντικαπνιστικό νόμο πριν τα τελευταία μέτρα στο εσωτερικό του. Κι οι μισοί πελάτες του είμαστε πια Έλληνες και αρκετοί τουρίστες που μένουν σε Airbnb τριγύρω κι ανάμεικτες παρέες, γι'  αυτό μετρίασε λίγο το πολύ καυτερό σε μερικά πιάτα του. Το άλλο έχει ακόμη μόνο τα στεγνά του κοτόπουλα που γυρίζουν σαν τις καρδιές, στεγνές κι αυτές, στη μηχανική σούβλα.


Γιώργος Γιαννούλης- Γιαννουλόπουλος