Friday, June 28, 2013

Το Σαράγιεβο κι εμείς


Share/Bookmark
Αν κάπου φωλιάζει η πολύτροπος ψυχή της Ευρώπης, είναι στην κοιλάδα του Σαράγιεβο. Ανάμεσα στους δασωμένους ορεινούς όγκους της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, που διατρέχονται από ποτάμια και δρόμους της ιστορίας που καταλήγουν από την ενδοχώρα στις πανέμορφες Δαλματικές ακτές, στο αρχιπέλαγος των νησιών που στολίζει την ίδια με τη δική μας μεσόγειο θάλασσα, μόλις λίγες εκατοντάδες χιλιόμετρα από τα σύνορα της χώρας μας. 
Εδώ που οι συναγωγές διαδέχονται τα τεμένη και οι ορθόδοξες εκκλησιές τους καθολικούς καθεδρικούς. Στα αόρατα σύνορα όπου κάπου στη μέση της πόλης, λίγο πιο κει από την παλιά αγορά, τελείωνε η Αυστροουγγρική κι άρχιζε η Οθωμανική αυτοκρατορία, της οποίας ο Σουλτάνος έφτασε μπροστά στα τείχη της Βιέννης. Με τη Βιέννη συνδέθηκε επίσης ανεξίτηλα η πόλη ως μέρος της εκσυγχρονιστικής φουτουριστικής πρωτοπορίας της βιομηχανικής επανάστασης στην Αυστροουγγρική αυτοκρατορία. Μια συστάδα ανθρώπων στα μεταβαλλόμενα σταυροδρόμια των πολιτισμών και των φυλών,  που έσμιξαν και χώρισαν και ενώθηκαν και πάλι, καθώς οι αόρατες γραμμές των φέουδων, των βασιλείων, των δεσποτάτων, των τιμαρίων, των κρατών,  μετακινούνταν από εδώ και από εκεί, από κοιλάδα σε λόφο, από πόλη σε  χωριό  στη βαλκανική χερσόνησο,  αναγκαίο πέρασμα από τη Δύση στην Ανατολή και από τον Βορρά στον Νότο και στη μεσόγεια θάλασσα.

Είμαστε όλοι απόγονοι των προσμίξεων των Βαλκανίων, πολύχρωμα και γι' αυτό πλούσια και όμορφα σπέρματα των εμπόρων και των νομάδων, των ναυτικών και των γεωργών, των ευγενών και των κολλήγων, των κοινοτήτων μας που συνυπήρξαν και συνυπάρχουν για αιώνες, των αρχαίων Αιολέων, των Μυκηναίων, των Δωριέων, των Ερούλων, των Θρακών, των Ιλλυριών, των Ρωμαίων, των Ούννων, των Σελτζούκων και των Βενετσιάνων, των Αυστριακών και των Ούγγρων, των Ρομά και των Βλάχων,  των Σλάβων και των Γραικών κι άλλων πολλών,  καθένας με τη γλώσσα του και με τη μουσική του, που διατρέχει τις φλέβες μας και κάνει τα πόδια μας να κουνιούνται από μόνα τους  μόλις τα ακουμπήσουν οι πρώτοι ήχοι του ρυθμού. Ο sevdah της βοσνιακής παράδοσης, που δίχως να μιλώ τη γλώσσα καταλαβαίνω τα λόγια, οι πολυφωνίες της Ηπείρου, τα χάλκινα της Μακεδονίας, οι πολυφωνίες  των γυναικών της Βουλγαρίας, τα ταξίμια και τα γυρίσματα του ρεμπέτικου, οι μακρινοί ήχοι της Βιέννης και του Graz, μαζί με το ροκ του μέλλοντός μας.
Κοινότητες Ελλήνων διάσπαρτες στη Βαλκανική ενδοχώρα, αρβανίτες στην ελλαδική χερσόνησο, πομάκοι, σλάβοι, βλάχοι και άλλοι πολλοί, ων ουκ έστιν αριθμός, μνήμες όλες που τρεμοπαίζουν στη χαλαρότητα και ομορφιά των νεαρών ζευγαριών που φιλιούνται αμέριμνα στους δρόμους του Σαράγιεβο κάτω από τη λάμπα του φεγγαριού, στα  μπαρ και τα πάρκα, ολόγυρα στην ιστορική Baščaršija, ανάμεσα στις παμπάλαιες εκκλησιές και στα τεμένη, στο παζάρι και τους σύγχρονους δρόμους με τα κτήρια του Αυστριακού μοντερνισμού.      
Εδώ που ολοκληρώθηκε η τελευταία πράξη του δράματος μιας ιδέας που έκανε τον κύκλο της διασχίζοντας κι αλλάζοντας την ιστορία ανάμεσα σε ποταμούς από αίμα και πεδιάδες σπαρμένες πτώματα αλλά και νέες αυτοκρατορίες, νέες μορφές οργάνωσης, την καθολική Παιδεία, τα Φώτα, πριν καταλήξει σε αναχρονιστικό ιδεολόγημα: το έθνος-κράτος που πριν τέσσερις αιώνες υπήρξε μοχλός προόδου στην εξέλιξη της ανθρωπότητας υπερισχύοντας σταδιακά της φεουδαρχίας στη Δυτική Ευρώπη. Αυτό που στα Βαλκάνια επιχείρησε να ολοκληρωθεί καθυστερημένα, παράλληλα με  την αποσύνθεση της Οθωμανικής
αυτοκρατορίας τον 19ο και ως το τέλος του 20ου αιώνα, όταν πια το ίδιο αποτελούσε έναν αναχρονισμό, ένα παρωχημένο ιδεολόγημα στην εποχή των Ηπείρων, των Περιφερειών, των Πόλεων, των κοινοτήτων. 
Κι όπως όλα τα ιδεολογήματα εκτός εποχής, παράγει μίσος, πόνο κι αίμα, από τη γενοκτονία των Αρμενίων, την άμετρη βία των εθνοκαθάρσεων στους ελληνικούς πληθυσμούς του Πόντου και της Μικράς Ασίας, τους ξεριζωμούς των Ελλήνων και των Τούρκων από τους τόπους τους, τους μακεδονικούς πολέμους, για να καταλήξει στο Μεγάλο Κακό του Ολοκαυτώματος.  
Του χρόνου συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη δολοφονία του Αρχιδούκα Φερδινάνδου, διαδόχου του θρόνου της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, στο Σαράγιεβο από έναν σερβοβόσνιο έφηβο εθνικιστή στις 28 Ιουνίου του 1914. Εκδηλώσεις μνήμης προγραμματίζονται για τον λόγο αυτό. Ο πυροβολισμός εκείνος  αντήχησε παντού, από το Παρίσι ως τη Σμύρνη, από την Αθήνα ως το Λονδίνο και τη Μόσχα, από την Αφρική ως την Ινδία, ανάβοντας τον σπινθήρα που κίνησε τους φοβερούς τροχούς της ιστορίας.
Ο ανθός των νέων της Ευρώπης άφησε την τελευταία του πνοή στα χαρακώματα, εκατομμύρια άνθρωποι ξεριζώθηκαν από τις αρχαίες εστίες τους, γλώσσες χάθηκαν, κειμήλια καταστράφηκαν, πολύτιμα έργα του ανθρώπινου νου εξαφανίστηκαν για πάντα, χιλιάδες άνθρωποι σφαγιάστηκαν, οι αόρατες γραμμές που αποκαλούμε σύνορα μετακινήθηκαν. Άλλες, νέες ζωές χτίστηκαν πάνω στα συντρίμμια. Ζωές που κουβαλούν ό,τι επέζησε από την καταιγίδα.
Χρόνια  μετά, αφού πέρασε και ο άλλος μεγάλος πόλεμος, με τις δικές του μεγαλύτερες ακόμη καταστροφές, ο οποίος απόκοψε τη βαλκανική ενδοχώρα  στο γκρίζο τοπίο του ολοκληρωτισμού, καθώς αυτός ο τελευταίος κατέρρεε υπό το βάρος της αδυναμίας του, οι δαίμονες του μίσους και των ιδεολογημάτων βγήκαν και πάλι από το σκοτεινό κλουβί τους. Ακροβολισμένοι σαν σνάιπερς στα υψώματα των λόφων γύρω από την πανέμορφη πόλη, σημάδευαν τον άμαχο πληθυσμό που πρόβαλλε στα σοκάκια και τις λεωφόρους της. Οβίδες έπεφταν σε σπίτια, πλατείες, μουσεία, μνημεία, ναούς για τέσσερα ολόκληρα χρόνια, από το 1992 ως το 1995, στην καρδιά της Ευρώπης που κοίταζε αμήχανα πετρωμένη, μέχρι να πάρει την απόφαση να παρέμβει. Χρειάστηκε να γκρεμιστεί το Μεσαιωνικό γεφύρι του Μοστάρ, να βομβαρδιστεί και να καεί η μοναδική βιβλιοθήκη του Σαράγιεβο με τα πολύτιμα χειρόγραφα της Οθωμανικής και της Αυστροουγγρικής περιόδου, ανάμεσα στα οποία αρκετά που αφορούν και τη δική μας βαλκανική ιστορία και τις κοινότητες, να σφαγιαστούν από τους σερβοβόσνιους εγκληματίες 9.000 χιλιάδες νέοι άνθρωποι άμαχοι  σε ομαδικούς τάφους στη Σρεμπρένιτσα, μια υπέροχη ευρωπαϊκή πόλη λίγα χιλιόμετρα από το Σαράγιεβο, να χαθούν από τη μια και την άλλη πλευρά 100.000 Ευρωπαίοι, να καταστραφούν πολύ περισσότερες ζωές, για να πάρει η διεθνής κοινότητα την απόφαση να δράσει.
Η ατολμία των ολλανδικών στρατευμάτων μπροστά σε αυτό που συνέβη στη Σρεμπρένιτσα βιώθηκε από τους πολίτες και την πολιτική τάξη στην πλούσια και ανοιχτή αυτή χώρα ως εθνική ντροπή. Μια κυβέρνηση έπεσε. Κάποιοι ζήτησαν συγγνώμη.  
Τους εγκληματίες αυτούς, το εθνοθρησκευτικό τους μίσος, έγλειφαν οι δικοί μας πολιτικάντηδες όλων των κομμάτων, στο όνομα μιας διεστραμμένης εθνικιστικής υστερίας που καλλιέργησαν οι ίδιοι και οδήγησε αναπόφευκτα σε μια αληθινή εθνική ήττα. Στη χώρα μας, όμως, σε αντίθεση με την Ολλανδία, οι ίδιοι ακόμη μας κυβερνούν κι αναπαράγουν το χειρότερο πρόσωπό τους σε μια φαύλη αντιπολίτευση.
Ας μην ξεχνάμε ότι εκτός από τον φιλελεύθερο και καλλιεργημένο κ. Μητσοτάκη, ο οποίος συμπυκνώνει όλες τις αντιφάσεις του ελληνικού μοντερνισμού στο πρόσωπό του, υπάρχει και ο φύλαρχος Μητσοτάκης. Αυτός που καλούσε και κολάκευε απερίσκεπτα τους εγκληματίες πολέμου, τον Μιλόσεβιτς και τον Κάρατζιτς, αλιεύοντας στα θολά νερά του θρησκευτικού μίσους μαζί με την ηλίθια και επιπλέον βαθιά ανήθικη αντιαμερικάνικη ελληνική «αριστερά», που μεταμορφώθηκε τώρα σε αντιγερμανική. Ο ίδιος που όρισε και ανέδειξε τον κ. Σαμαρά ως υπουργό εξωτερικών, για να πέσει κι αυτός θύμα αυτού που σαν τον Φρανκενστάιν δημιούργησε, κι εμείς μαζί του.
Στο Σαράγιεβο, εντωμεταξύ, το τρομακτικότερο δεν ήταν η στέρηση, η πείνα (ναι, η πείνα στην καρδιά της Ευρώπης του τέλους του 20ου αιώνα) που προσπαθούσαν οι κάτοικοι να χορτάσουν ανάμεσα στα άλλα και με ληγμένες κονσέρβες που έστελναν μερικοί «φιλεύσπλαχνοι» Ευρωπαίοι, δεν ήταν τα σπασμένα παράθυρα, το κρύο, οι χειμώνες που έρχονταν και έφευγαν, τα έπιπλα που καίγονταν για ζεστασιά, οι νύχτες χωρίς ρεύμα και οι μέρες χωρίς νερό, οι χαμένοι φίλοι, οι τραυματισμένες κοινωνικές σχέσεις, η κατεστραμμένη οικονομία, η αίσθηση της αδυναμίας μπροστά στο παράλογο.
Ήταν ο ήχος, λένε οι φίλοι μου στο Μουσείο και το Πανεπιστήμιο του Σαράγιεβο. Ο ήχος από το σφύριγμα της οβίδας που έχει ξεκινήσει τον δρόμο της και δεν ξέρει κανείς πού θα καταλήξει, στο σπίτι του, στην αγορά, στο μαγαζί, στο νοσοκομείο, στην εκκλησία, στο πανεπιστήμιο μιας πόλης που ζούσε από τη διεθνή βοήθεια από τον σωλήνα που σήμερα αποκαλείται το τούνελ της ζωής. 
Βαριά από ιστορία και μνήμες η αθωότητα στο βλέμμα των νεώτερων κατοίκων της πόλης, που είναι τόσο οικείοι, δικοί μας, τόσο Έλληνες. Αν αφεθείς λίγο, βυθίζεσαι σε μια οικογενειακή αγκαλιά. Ίδιες μουσικές, ήχοι, παρόμοιες συμπεριφορές, αγγίγματα, φαγητά, μυρωδιές, ίδιοι κώδικες. Δεν χρειάζεται μετάφραση. Με δυο λόγια καταλαβαίνεσαι. Μια πόλη που θα μπορούσε να είναι η πολύχρωμη Θεσσαλονίκη των αρχών του 20ου αιώνα, μετασχηματισμένη στη σύγχρονη εποχή, εάν είχε επιβιώσει από τους εθνικισμούς των Βαλκανίων και τη λαίλαπα του ναζισμού. Αλλά κι ένα σύστημα διακυβέρνησης που ακόμη δεν μπορεί να ορθοποδήσει, διασπασμένο σε καντόνια χωρίς τη δυνατότητα να λαμβάνονται αποφάσεις. Το μουσείο της πόλης, με θησαυρούς της κοινής μας βαλκανικής ιστορίας, κλειστό, καθώς λείπουν χρήματα και αποφάσεις. Μια οικεία νεολαία ανήσυχη και ανοιχτόμυαλη, που όλα αυτά τα βρίσκει παράλογα και ανούσια. Που μαθαίνει αγγλικά και ισπανικά. Που ταξιδεύει πολύ κι έχει γονείς και φίλους όλο-και-κάπου-αλλού. Που ανακατεύεται και ζευγαρώνει χωρίς προκατάληψη, δίχως μνησικακία.
Που βλέπει όμως με παράπονο τις μεγάλες βορειοευρωπαϊκές επενδύσεις να μην έρχονται, κι όταν έρχονται να αφορούν μονάδες που βρίσκονται στη χαμηλή κλίμακα της προστιθέμενης αξίας, αυτή που απαιτεί φθηνό εργατικό δυναμικό και μόνο, σε έναν τόπο με φαντασία, παράδοση, δημιουργικότητα και γνώση. Τα «εύκολα» αραβικά χρήματα μάλλον καταλήγουν σε αμφίβολης χρησιμότητας νέα τζαμιά και θρησκευτικές δράσεις ασύμβατες με την ανοιχτή μουσουλμανική παράδοση των βοσνίων μουσουλμάνων, που είναι μουσουλμάνοι με τον ίδιο τρόπο που είναι και οι Γάλλοι ή οι Έλληνες χριστιανοί, και μάλλον υγιέστερο από  ένα φανατισμένο τμήμα των δεύτερων. Οι δεσμοί με τον Τουρκικό κόσμο αποδεικνύονται κι αυτοί σημαντικοί, αλλά όχι όσο θα υπολόγιζε κανείς για την ανάπτυξη της χώρας, που είναι στραμμένη στην Ευρώπη μετά την κατάρρευση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Κι ένα ελπιδοφόρο τουριστικό ρεύμα που μεγαλώνει ολοένα στον λαμπερό  ιστορικό τόπο, παρά τις δυσκολίες πρόσβασης και την έλλειψη πολλών αεροπορικών απευθείας δρομολογίων.
Η ολυμπιακή πόλη του 1984, ανακηρύχθηκε από τον Lonely Planet η 43η καλύτερη πόλη στον κόσμο και το 2010 την ενέταξε δικαίως στους 10 καλύτερους προορισμούς. Τον Μάρτιο του 2012 το Σαράγιεβο κέρδισε την πρώτη θέση στον διαγωνισμό του ταξιδιωτικού blog Foxnomad's ως καλύτερη πόλη-προορισμός, κερδίζοντας πάνω από 100 άλλες ανταγωνίστριες πόλεις, ενώ το 2014 θα είναι η πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης και το 2017 θα φιλοξενήσει το Ευρωπαϊκό Ολυμπιακό Φεστιβάλ νέων.
Δύο οι βασικοί άξονες και πτήσεις για την είσοδο στην πόλη: μέσω Βιέννης και μέσω Κωνσταντινούπολης (οι ιστορικοί δρόμοι που αναπαράγονται) με εξαιρετικά άβολες πτήσεις. 11 ώρες από την Αθήνα για μια χώρα λίγο πάνω από τη Θεσσαλονίκη και υψηλό κόστος.
Για μια στιγμή πέρασε από το μυαλό μου ένα βέβηλο ερώτημα.
Τι είναι πιο σημαντικό για την ισχύ και την επιρροή της χώρας μας, για τη δημιουργία δρόμων επικοινωνίας και πλούτου και για τους δύο πληθυσμούς: μερικές εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ, υπό μορφή βοήθειας προς τη γειτονική χώρα, για το άνοιγμα μιας αεροπορικής γραμμής Αθήνα – Θεσσαλονίκη – Σαράγιεβο, λίγα ακόμη για να ανοίξει το κλειστό μουσείο της κοινής μας βαλκανικής κληρονομιάς, με την ελληνική σημαία να κυματίζει μπροστά του στο κέντρο της πόλης και μερικές υποτροφίες για τους ανήσυχους και ταλαντούχους νέους της Βοσνίας για να σπουδάσουν σε Ελληνικά Πανεπιστήμια, ή κι άλλα (ελάχιστα) καλά μιζωμένα όμως όπλα, που σαπίζουν και χάνονται (όπως όλοι γνωρίζουμε αλλά δεν ομολογούμε) σε αποθήκες και στρατόπεδα από την Καστοριά ως την Πάτρα, ενώ  κανείς δεν ξέρει πώς και σε τι θα χρησιμεύσουν τη δύσκολη στιγμή, εκτός ίσως από αυτόν που επωφελήθηκε από την αγορά τους, και λίγοι ακόμη συνταξιούχοι συνταγματάρχες, στρατηγοί και ναύαρχοι στα 45 και στα 50;  Τι είναι πιο αποτελεσματικό, ένα σημαντικό τμήμα μιζαρισμένης ψευτοάμυνας ή η πολιτιστική και οικονομική επίθεση που μπορεί να εγκαθιδρύσει και πάλι τους παμπάλαιους δρόμους εμπορίου και ανταλλαγών, τους δεσμούς εκείνους που δίνουν τη δυνατότητα να παραχθεί πλούτος, ο οποίος θα στηρίξει με βιώσιμο τρόπο και μια σοβαρή στρατιωτική μηχανή, που είναι απαραίτητη στην υπηρεσία της διπλωματίας και της ισχύος της χώρας, και θα μειώσει παράλληλα την ανάγκη για πιθανή χρήση της; Άραγε, μέτρησε κανείς το αποτέλεσμα της ίδιας δαπάνης σε σχέση με τον στόχο που υπηρετεί; Απόδιωξα όμως γρήγορα την αντεθνική αυτή σκέψη. 
Ως  Έλληνας, όταν ταξιδεύεις στο Σαράγιεβο αισθάνεσαι σαν να ταξιδεύεις σε ένα μέρος της δικής σου ιστορίας. Αλλά είναι ίσως και σαν να ταξιδεύουμε στο δικό μας μέλλον, στην όμορφη και την άσχημη εκδοχή του.
Όταν κανείς στέκεται ταλαιπωρημένος, φοβισμένος κι αμήχανος στο ιστορικό σταυροδρόμι, ο ένας και ο άλλος δρόμος που ανοίγονται μπροστά απέχουν μόλις μερικές πήχες, μια κρίσιμη δρασκελιά.
Στις ώρες της κρίσης και της κατάρρευσης αρκεί ένας φανατικός αρπαγμένος από την εξουσία και μια δράκα ακολούθων, μια βολική διεθνής συγκυρία, για να βάλουν τη φωτιά, για να ξυπνήσουν τους κοιμισμένους δαίμονες.
Όπως αρκεί επίσης και μια φωτισμένη ηγεσία και λίγοι τολμηροί, αν βρεθούν στην κατάλληλη θέση την κατάλληλη στιγμή, για να προφέρουν τα κατάλληλα λόγια, για να στρίψουν το τιμόνι στον δρόμο της συναίνεσης και της προόδου.
Κρατηθείτε και μην εφησυχάζετε ότι γλυτώσαμε.
Η ιστορία γυρνά και πάλι για τους «ναυαγούς της τρελής ελπίδας». 
Λίγο νοτιότερα τούτη τη φορά. Δυστυχώς, με κάποιους από τους ίδιους πρωταγωνιστές και τους κληρονόμους τους.
Καλή μας τύχη. 

Γιώργος Γιαννούλης- Γιαννουλόπουλος





Tuesday, June 25, 2013

Η γενιά του 60% και η σπηλιά του Πλάτωνα


Share/Bookmark
Το 60% έφτασε η ανεργία στους νέους 18-24 ετών. H γενιά του 60% πληρώνει και θα συνεχίσει να πληρώνει τα δανεικά όνειρα που κατανάλωσαν οι γονείς και οι παππούδες τους. Με ανασφάλεια, ανεργία, φτηνή κι απλήρωτη εργασία, απελπισμένους ορίζοντες. Τα μεταλλάσσει σε φόβο, σε οργή και, για την ώρα, σε κάποιας μορφής μελαγχολική ανοχή ή ακόμη σε μια προσωπική φυγή. 
Πολλοί τούς φαντάζονται έτοιμους να διαδεχθούν τους γονείς τους, δεμένοι κι αυτοί στα δεσμά της σπηλιάς του Πλάτωνα μπρος από την αρχαία οθόνη όπου σχηματίζονται οι σκιές που εκλαμβάνουν ως πραγματικότητα. Δεμένοι με τα μάτια ανοιχτά, όπως αιώνες μετά ο Alex (Malcolm McDowell) στο Κουρδιστό Πορτοκάλι του Στάνλεϋ Κιούμπρικ, οφείλουν να υπομείνουν βιαίως έναν μονόχρωμο κόσμο, στις αποχρώσεις του γκρίζου, μακριά από το λαμπερό φως του ήλιου, την πολυχρωμία, τις αντιφάσεις του και τις προκλήσεις του που θρέφουν τον νου και παράγουν πλούτο. Ένα είδος ψυχικού μεσαίωνα, που αρνείται πεισματικά να αντιμετωπίσει τη βάσανο της αμφισβήτησης μέσω της πρόκλησης και του ανοιχτού και χωρίς προκαταλήψεις διαλόγου. Ενός κοτζαμπάσικου μεσαίωνα, ο οποίος επιβιώνει κρυμμένος σε ένα μέρος της ψυχής μας κάτω από τα σεντόνια της σύγχρονης εποχής στην κληρονομική οικογενειακή δημοκρατία μας.
Η γενιά αυτή πρώτα υπέστη το ελληνικό σχολείο και, κυρίως, το ελληνικό φροντιστήριο και το οικογενειακό «διάβασμα». Ταυτόχρονα μπούκωσε με την ελληνική τηλεόραση, τους λογής λογής τηλεαστέρες και τα δημόσια πρόσωπα της μιας ημέρας,  «τους ανθρώπους του ενός βιβλίου», όπως έλεγε ο ιερός  Αυγουστίνος. Εν συνεχεία, μεγάλο μέρος της ψυχαναγκάστηκε, ήθελε δεν ήθελε, να τελειώσει το ελληνικό Πανεπιστήμιο ή κάποιο απίθανο ΤΕΙ εξαρτώμενη από τα χρήματα της οικογένειας, όπου αυτά υπήρχαν και ήθελε να τα διαθέσει. Τέλος, εγκαταστάθηκε και ξέμεινε στο σπίτι των γονιών στα 25, όχι μόνο γιατί δεν υπάρχει άλλη διέξοδος, αλλά γιατί και όταν υπάρχει, σίγουρα πιο τολμηρή και πιο επίπονη, δεν θα της επιτρεπόταν να τη διαλέξει. Από το περίσσευμα ασφυκτικής αγάπης προσφέρονταν σπίτι, αμάξι, πλυμένα ρούχα, μαγειρεμένο φαγητό αντί για ελευθερία και ευθύνη. Έλειψε η αναγκαία σπρωξιά για ένα πραγματικό και πνευματικό ταξίδι στον κόσμο.
Πόσα άραγε νέα ελληνόπουλα δοκιμάζουν να κάνουν ένα ταξίδι με το interRail (το εισιτήριο απεριορίστων διαδρομών των Ευρωπαϊκών και όχι μόνο σιδηροδρόμων) στα 17, στα 18 στα 20;  Να κοιμηθούν σε youth hostels, σε camping, σε σπίτια φίλων, να δοκιμάσουν το απρόβλεπτο, να προκαλέσουν τη ζωή; Χωρίς πολλές ανέσεις, με μετρημένα χρήματα αλλά με τη ζεστασιά της νεότητας, την ομορφιά της περιπέτειας και της ανακάλυψης που χαρίζει το ταξίδι και οι γνωριμίες με άλλους νέους, άλλους ανθρώπους στην Ευρώπη, στον κόσμο;  Ακόμη και την απλή κατασκήνωση σε μια μοναχική παραλία ή στο βουνό απαγορεύσαμε.
Η οικογενειακή φωλιά επεκτείνεται στο άπειρο. Πόσα νέα παιδιά βρίσκουν στην οικογενειακή βιβλιοθήκη βιβλία ανησυχητικά, υπονομευτικά της βεβαιότητας, επίπονα αλλά και προκλητικά; Οι γονείς τους συνήθως φροντίζουν να τους ετοιμάζουν ένα σπίτι όλο δικό τους, από πάνω, από δίπλα, από κάτω, για να εξασφαλίσουν τα γερατειά και τη δική τους ανία, τη δική τους αναπηρία που τους εμποδίζει να δώσουν ίδιο, αυτόνομο νόημα στη δική τους ζωή, πολλοί ήδη συνταξιούχοι στα 50.
Αλυσοδεμένοι από τον λαιμό και τα σκέλια σε κακόγουστες καρέκλες που μιμούνται τις πολυτελείς πολυθρόνες, περνούν μπρος από τα μάτια τους οι σκιές που καταλήγουν να πιστεύουν ότι είναι ο κόσμος.
Κάποιοι, όχι λίγοι, ξεφεύγουν είτε γιατί οι ίδιοι διέθεταν γονίδια που προκαλούσαν αναταραχή στις ορμόνες τους, είτε γιατί οι γονείς τους ανήκαν σε εκείνους που είχαν τη σοφία και την κουλτούρα (όχι κατ' ανάγκη την τυπική μόρφωση) να αντισταθούν στον πειρασμό να θεωρήσουν τη ζωή των παιδιών τους προέκταση της δικής τους. Άλλες φορές ξεφεύγουν γιατί συνάντησαν αληθινούς δασκάλους κι άλλες γιατί απλά έτσι το έφερε η τύχη με τρόπο σκληρό ή λιγότερο σκληρό ή όλα αυτά μαζί. Στον δρόμο αυτό πολλοί χάνονται, μερικοί δεν γυρίζουν ποτέ, κάποιοι όμως επιστρέφουν, σαν τον αφύσικα απελευθερωμένο φυγάδα άγγελο του Πλάτωνα. 
Στους υπόλοιπους οι πρόγονοί τους δεν έχουν ομολογήσει ακόμη ότι όλα τούτα, η μάταιη οικογενειακή σπηλιά, έγινε με δανεικά που έλαβαν στο δικό τους όνομα. Δεν τολμούν να τους πουν πως η δική τους γενιά δανείστηκε από το μέλλον για να διαφθείρει το παρόν, δεμένοι κι αυτοί μπροστά στις παραπλανητικές σκιές, έτοιμοι να εξοντώσουν κάθε έναν που έρχονταν από τον έξω κόσμο να τους αποκαλύψει την κατάστασή τους. Δεν ήταν μόνο το πολιτικό μας σύστημα που πέταξε εκτός του κάθε φωνή που διέφερε, που είχε ουσία, που ανησυχούσε γιατί μετέφερε μιαν αλήθεια. Η κοινωνία μας σε κάθε επίπεδο, σε κάθε θύλακα, απομόνωνε κι έδιωχνε, εξόντωνε τον εξάγγελο. Στα σχολειά, στα πανεπιστήμια, στα ΜΜΕ, στις επιχειρήσεις, στο κράτος. Αφού δεν είχε νέα ευχάριστα να πει, καλύτερα να μη μας πει κανένα
Έτσι οι νέοι της γενιάς του 60%  απομένουν πιασμένοι στη μέγγενη των αντιφάσεων που άλλοι έστησαν γι’ αυτούς, την οποία δεν μπορούν ακόμη να αναγνωρίσουν. Σε μια πραγματικότητα που δεν έχουν τα εργαλεία να ερμηνεύσουν.
Πώς να κατανοήσουν ότι, ενώ είναι διατεθειμένοι να δουλέψουν το ίδιο σκληρά με τους άλλους Ευρωπαίους συνομηλίκους τους, με τους οποίους αισθάνονται όμοιοι, δεν βρίσκουν δουλειά; Πώς να κατανοήσουν γιατί, όταν βρίσκουν κάποια εργασία, για την ίδια ακριβώς δουλειά εργάζονται σκληρότερα και πληρώνονται (όταν πληρώνονται) λιγότερο από τους Ευρωπαίους συνομηλίκους τους, πολλές φορές χωρίς ασφάλιση, σε ένα εργασιακό πλαίσιο αδύνατο να εφαρμοστεί, σε έναν κόσμο παράλληλο με τον επίσημο, ο οποίος είναι συνειδητά σχεδιασμένος στην εντέλεια του επιθυμητού για να αποτελεί περιθώριο, έτσι ώστε όλοι τελικά να είναι δυνητικά παράνομοι; Σε μια αγορά όπου το "άσπρο χρήμα" είναι πρακτικά αδύνατο, ώστε η νομιμότητα να χάνει το νόημά της και να είναι όλα "μαύρα".   
Πώς να αποδεχτούν πως, ενώ είναι το ίδιο και ίσως περισσότερο καταρτισμένοι, ειδικά σε κρίσιμους τομείς, όπως η γλωσσομάθεια, και έχουν φρέσκες ιδέες, ταλέντο και σπιρτάδα, δεν βρίσκουν διέξοδο στην πράξη, στη δημιουργία;
Πώς να συμβιβαστούν με το ότι, ενώ είναι το ίδιο πολύτιμοι με κάθε νέο της Ευρώπης για τον τόπο τους, αυτός τους στερεί συστηματικά τον χρόνο και τη δημιουργικότητα με κάθε τρόπο, τους εμποδίζει να έρθουν σε επαφή με το φως και τα χρώματα μέσα από τιμωρητικά και αυτοαναφορικά κρατικά συστήματα, από το αλλήθωρο εκπαιδευτικό μας σύστημα ως τον στρατό και τις άσκοπες σκοπιές του και τη στρεβλή οικογενειακή δομή;
Οι κρατικές δομές και οι κοινωνικοί θεσμοί της ελληνικής κοινωνίας μόνο εξωτερικά και κατ’ όνομα ομοιάζουν με τις δομές προηγμένων κοινωνιών. Υποκρίνονται πως παρέχουν Παιδεία για την ανάπτυξη ολοκληρωμένων και αυτόνομων προσωπικοτήτων και απλώς παράγουν μεγαλύτερη εξάρτηση στην κρίσιμη δημιουργική ηλικία. Αυτοκολακεύονται πως παρέχουν ισχυρή (και πανάκριβη) στρατιωτική μηχανή, η οποία είναι απολύτως απαραίτητη, στην υπηρεσία των διπλωματικών και οικονομικών επιδιώξεων της χώρας, αλλά στην πραγματικότητα υπηρετούν τον εαυτό τους και την παραγωγή πειθήνιων και ανέμπνευστων δημόσιων υπαλλήλων. Η βαριά κληρονομιά του εμφυλίου.  
Τελικά, η γνώση και η εσωτερική πειθαρχία που αυτή προϋποθέτει δεν μπορεί να παραχθεί, γιατί δεν την περιέχει αυτός που θάπρεπε να την προσφέρει. Η ελληνική κοινωνία και οι θεσμοί της πειθαναγκάζονται να αποδεχτούν αδειανά κελύφη στα οποία παραδίδουν τους νέους τους, ώστε να τους παραδώσουν με τη σειρά τους ευνουχισμένους στους ιδιοκτήτες τους.
Οι Έλληνες νέοι, όλοι οι νέοι που κατοικούν και μεγαλώνουν σε αυτόν τον τόπο, ζουν σε μια χώρα με εφάμιλλα ή και περισσότερα φυσικά και γεωγραφικά πλεονεκτήματα από την Ολλανδία και τη Δανία ή ακόμη και την Ισπανία ή την Ιταλία, αλλά δεν τους δίνεται τρόπος να το εκμεταλλευτούν. Δεν φαίνεται να ανοίγεται κανένας δρόμος. Δεν μπορούν να τον φτιάξουν καν περπατώντας, όπως πρότεινε ο ποιητής, καθώς κανένας δρόμος δεν μπορεί να ανοιχτεί πάνω στο μπετό των ατέλειωτων διαδικασιών και της καφκικής γραφειοκρατίας ενός κράτους που τους κλέβει όχι μόνο τη ζωή και τον χρόνο, αλλά κυρίως τη φαντασία. Ματώνουν τα πόδια, και το μπετό πάντα εκεί. Τους υποχρεώνει να στριφογυρίζουν σε μια αδιέξοδη αλάνα.
Μέχρι που ήρθε αυτό το 60%. Μέχρι που στέρεψαν τα αργύρια.
Οι ίδιοι δεν πρόλαβαν να καταναλώσουν (μάλλον περισσότερο καταναλώθηκαν και καταναλώνονται πλέον), χρωστάνε όμως για όλη τους τη ζωή αυτά που πρόλαβαν να δανειστούν και να καταναλώσουν εν ονόματί τους οι πατεράδες και οι παππούδες τους, για να τους χτίσουν άχρηστα σπίτια σε άσχημες και άχρωμες πολιτείες. Για να τους αγοράσουν άχρηστα αμάξια, που πλέον δεν μπορούν να συντηρήσουν. Μην και φύγουν κι ανοίξουν δικά τους, διαφορετικά φτερά.
Κι ακόμη, οι ίδιοι αυτοί πρόγονοι ανέχτηκαν (όταν δεν στήριξαν), σε κάθε περίπτωση δεν πολέμησαν  ένα ψευδεπίγραφο σύστημα "δωρεάν" παιδείας, που ούτε πληρώνει τις σπουδές των νέων μέσω του Δημοσίου, όπως διατείνεται (δηλαδή μέσω των φόρων  που πληρώνουμε όλοι για να παρέχει  ένα ολοήμερο σχολείο που δεν απαιτεί φροντιστήριο και διάβασμα στο σπίτι, με δυνατότητες ανάπτυξης των τεχνικών δεξιοτήτων και των ταλέντων τους κι ένα σοβαρό σύστημα υποτροφιών για σπουδές), ώστε να αισθάνονται και οι νέοι το χρέος στην πατρίδα. Ούτε τους δίνει έστω δυνατότητες να εργαστούν παράλληλα. Η κοινωνία πληρώνει ψευτογκρινιάζοντας κατά το μεγαλύτερο μέρος απευθείας και στρεβλά από τον οικογενειακό προϋπολογισμό, νομιμοποιώντας την ενδοοικογενειακή ζητιανιά. Έτσι αισθάνονται οι αποδέκτες ένα ακόμη ασήκωτο συναισθηματικό βάρος οικογενειακής οφειλής, αλλά και τον έλεγχο των επιλογών τους.   
Οι νέοι αυτοί σήμερα δύσκολα μπορούν να καταλάβουν σε τι υστερούν από τους Ευρωπαίους φίλους τους, όταν έλθουν σε επαφή μαζί τους.
Κληρονομούν μια μαραγκιασμένη χώρα, πνευματικά άνυδρη και ακατανόητη στον έξω κόσμο. Κυρίως, κληρονομούν ένα πολλαπλό χρέος, κρατικό, ιδιωτικό, οικογενειακό, που δεν μπορούν ακόμη να συλλάβουν την προέλευσή του και να το αναγνωρίσουν ως πρόβλημά τους.
Πώς να αντιληφθούν αυτό που αποκαλούμε (σωστά) συστημική ανταγωνιστικότητα, πίσω από το οποίο κρύβονται όλες οι στρεβλώσεις, η μειονεξία, ο ανελεύθερος και αναποτελεσματικός πατερναλισμός και τα κόμπλεξ του Ελληνικού κράτους και της ελληνικής κοινωνίας; Κληρονομούν μια θολούρα, ένα παράταιρο σκότος κι έναν χορό από σκιές στη χώρα του φωτός.
Τους αφαιρέθηκαν και τους αφαιρούνται πολύ περισσότερα από όσα τους δόθηκαν: η φαντασία, η τόλμη, το ρίσκο, οι ανοιχτοί ορίζοντες, η ουσιαστική πειθαρχημένη γνώση που δημιουργεί η ίδια το πεδίο αμφισβήτησής της, η βιωματική προσέγγιση της πραγματικότητας, το πραγματικό ταξίδι με σκοπό τη γνώση και όχι την ευκολία, η υποχρέωση να λαθέψουν και να μάθουν από αυτό αλλά και το αντίστροφό της, η δυνατότητα να δημιουργήσουν.
Τώρα που η πραγματικότητα τους τραβάει  στο φως γιατί οι σκιές σβήνουν, θολώνουν και η σπηλιά καταρρέει, γιατί σώθηκαν τα ξύλα και τρεμοσβήνει η φωτιά, τώρα  που όλο και περισσότεροι φίλοι τους γυρνούν από το φως εκεί έξω, έχει κανείς σκεφτεί πώς θα πειστούν να νικήσουν τον θυμό και να συγχωρήσουν; Πώς θα αντιδράσουν τη στιγμή που θα εννοήσουν πλήρως  τι τους έκαναν ή άφησαν να τους συμβεί οι άμεσοι προγονοί τους;
Θα εξοντώσουν τον πρώτο άγγελο που επιστρέφει (όπως έκαναν οι γονείς τους) ή θα ακούσουν την αλήθεια του; Και με τον επόμενο τι θα κάνουν; Κι αν τον ακούσουν, θα καταλάβουν ποτέ ότι κι οι πρόγονοί τους ήταν μεγαλωμένοι στην ίδια σπηλιά, με τις ίδιες σκιές, στον ίδιο αντεστραμμένο κόσμο; Θα αναρωτηθούν άραγε πότε ξεκίνησε αυτός ο εγκλεισμός;
Το μόνο βέβαιο είναι ότι η αλήθεια που επιβάλλει η πραγματικότητα μέσω της κρίσης τούς κάνει να αισθάνονται ακόμη πιο στενάχωρα στο  ασφυκτικό κι ανήλιαγο σπήλαιο, δίχως καν την καθησυχαστική κακογουστιά της ψευτοπολυτέλειας. Ποιος όμως μπορεί να προδικάσει; Θα μπορέσει άραγε αυτή η μελλοντική Ελλάδα να ξεπεράσει το τραύμα του εγκλεισμού;
Υπάρχει κανείς που είναι  σε θέση να προτείνει ένα σχέδιο ορθολογικής ελπίδας μαζί με την κατανόηση, μαζί με τη συγγνώμη που απαιτείται και επιβάλλεται, ικανό να μετατρέψει την απελπισία και τον θυμό σε δημιουργική συμμετοχή και δράση;
Μοιάζει με κάτι τέτοιο  το "σχέδιο" της συντηρητικής μας κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας και των λοιπών εταίρων της, στην οποία προΐσταται το δημιούργημα του αντιφατικού δρ. Φράνκεστάιν, ο κ. Σαμαράς; Αυτό το "σχέδιο", που υποκρύπτει υπόρρητα την αποδοχή ότι η χώρα έχει να ανταγωνιστεί τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες με φθηνό εργατικό δυναμικό εντασσόμενη σε αλυσίδες παραγωγής «μεγάλων επενδύσεων»,  όπου τυχαία εντελώς το μέρος της αλυσίδας που εγκαθίσταται στη χώρα είναι τις περισσότερες φορές (ευτυχώς όχι πάντα) αυτό με τη χαμηλότερη προστιθέμενη αξία; Είναι αυτή η ενσωμάτωση στον διεθνή καταμερισμό εργασίας που επιδιώκουμε; 
Είναι αυτό το "σχέδιο" μιας κυβέρνησης που αρνείται να απελευθερώσει τις αγορές, όλες τις αγορές, με την αρχαία έννοια της λέξης; Την αγορά του λόγου, πρώτα από όλα, και της πολιτικής, που είναι προϋπόθεση για τα υπόλοιπα, και μαζί αυτές της παραγωγής αγαθών, προϊόντων και υπηρεσιών, από ένα κοτζαμπάσικο παρακμασμένο κράτος. Που αρνείται να λύσει τους ανθρώπους από τα δεσμά τους, ενώ προωθεί ως φόβητρο απέναντί της μια ακόμη πιο συντηρητική και φοβική αντιπολίτευση, μια ακόμη πιο καταπιεστικά κρατικίστικη αντιπολίτευση; Μιας κυβέρνησης που νομίζει ότι μπορεί να συνεχίσει να ζει από την εθνική σχιζοφρένεια  που η ίδια καθημερινά επιβεβαιώνει και συντηρεί: ένα κράτος που οι πολίτες δεν εμπιστεύονται, ενώ περιμένουν από αυτό τα πάντα. Που έχει ταυτίσει τη μεταρρύθμιση με την προχειρότητα, την ορθολογικοποίηση με τη μικροπολιτική και εξαντλεί την επινοητικότητά της στην εξυπηρέτηση μικρών και μεγαλύτερων ιδιοτελών συμφερόντων, κρυμμένη κάτω από τα φουστάνια της τρόικας, όπως ακριβώς τα κουτοπόνηρα παιδιά;  
Είναι αυτό το σχέδιο μιας κυβερνητικής πλειοψηφίας που μόνη φιλοδοξία της είναι να "τακτοποιήσει" και να βολέψει μερικούς ακόμη; Να ελέγξει τον μηχανισμό; Να πιάσει τα "πόστα"; Να καταναλώσει και τα τελευταία περισσεύματα ικμάδας και πλούτου του Ελληνισμού για να ανακυκλώσει τιποτένιους στο τίποτα;
Είναι πλέον φανερό σε όλους ότι τα νούμερα δεν βγαίνουν, ότι οι Ευρωπαίοι και η Διεθνής Κοινότητα απλά την ανέχονται προσωρινά με την αναγκαία συγκατάβαση, για να αποφευχθεί η κατάρρευση μιας χώρας και μιας κοινωνίας που είναι επίσης μέρος και του δικού τους συλλογικού ονείρου. Κατά βάθος μάς κοιτούν με μετρημένη απελπισία, που μεγαλώνει καθώς η αβάσιμη, στημένη ευφορία πλησιάζει στο τέλος της.   
Μερικοί άνθρωποι σκέφτονται τα πράγματα όπως είναι και ρωτάνε «γιατί». Εγώ τα ονειρεύομαι όπως θα ήθελα να είναι και σκέφτομαι «γιατί όχι»,  είχε πει ο μεγάλος Ιρλανδός θεατρικός συγγραφέας George Bernard Shaw.
Μήπως αυτό που χρειάζεται είναι ένα σχέδιο, ένα ρεαλιστικό όραμα, ικανό να εστιάσει στα παραγωγικά πλεονεκτήματα της χώρας, που γίνονται αμέσως φανερά αν ρίξει καθένας μια ματιά στο παρελθόν του ελληνισμού, στα επιτεύγματά του όταν ανοίχτηκε στον κόσμο; Όταν κοιτάξει με βαθιά ευρωπαϊκή πεποίθηση και λίγη έστω προσοχή έναν χάρτη; Την Ελλάδα των ανοιχτών μυαλών και των ανοιχτών οριζόντων, πύλη της Ευρώπης, κέντρο των Βαλκανίων, τόπο παραγωγής και εμπορίου, έρευνας, επιστημών;   
Ένα σχέδιο για την Ελλάδα των ανοιχτών οριζόντων, της ελευθερίας και της ευθύνηςτης προόδου και της αλληλεγγύης;
Ένα σχέδιο για μια ανεπτυγμένη ευρωπαϊκή χώραπου θα ανταγωνίζεται ισότιμα τις άλλες ανεπτυγμένες χώρες της Ευρώπης και θα γίνει  καλύτερη, παραγωγικότερη από αυτές, για να σταματήσει επιτέλους να ακούει ντροπιασμένη τις νουθεσίες τους; Ένα σχέδιο πειστικό στους εταίρους μας, που θα κληθούν να το στηρίξουν χωρίς υστεροβουλία, καθώς η επιτυχία του θα είναι η πειστικότερη απόδειξη της επιτυχίας της κοινής πορείας της Ευρώπης, που είναι αναγκαία για να διατηρήσουμε όλοι οι Ευρωπαίοι τη θέση και την ταυτότητά μας σε έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία; Ένα σχέδιο ικανό να εμπνεύσει εμπιστοσύνη στους πολίτες;
Ένα σχέδιο που να μας κάνει να προσπαθήσουμε ξανά
Η αστείρευτη δημιουργική φαντασία των Ελλήνων, και ιδιαίτερα των νέων, η σπιρτάδα του νου, η ικανότητά τους να διαλέγονται με άλλες κουλτούρες και πολιτισμούς στη μεγάλη αγορά του κόσμου, να στήνουν δρόμους επικοινωνίας εκεί που υπάρχουν αδιέξοδα, να δημιουργούν μονοπάτια ανταλλαγής και παραγωγής προϊόντων και ιδεών στη στεριά και στη θάλασσα, να φιλοδοξούν και να πετυχαίνουν, να παράγουν πλούτο για τον εαυτό τους και τελικά για όλους, είναι ο μοναδικός θησαυρός του γένους.
Αυτά μισεί και εξοντώνει  συστηματικά η φουνταρισμένη  οικογενειακή μας δημοκρατία που γέννησε την αδικημένη γενιά του 60%, γιατί είναι στοιχεία ασύμβατα με τα θεμέλιά της. Στη φαινομενικά απροετοίμαστη αυτή γενιά έτυχε το μοναδικό προνόμιο να δοκιμάσει να φανταστεί εκ νέου τον εαυτό της και τη χώρα έξω από την πλατωνική σπηλιά, αντικρίζοντας τον ήλιο.
Δεν είναι βέβαιο ότι θα την επιτρέψουμε αυτήν την αλήθεια χωρίς να μεσολαβήσουν τραγικότερα γεγονότα. Δεν είναι εγγυημένο ότι οι μεγαλύτεροι θα βρουν το κουράγιο να ζητήσουν συγγνώμη και ότι οι νεώτεροι  θα κατορθώσουν να βρουν τη δύναμη να συγχωρήσουν, αναγκαίο για να κοιτάξουν μπροστά και να συνεχίσουν παραπέρα.
Η εξέλιξη μιας ανθρώπινης κοινότητας προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση στην ιστορία δεν είναι νομοτέλεια, όπως αφελώς ευαγγελίζονται οι θρησκόληπτοι μαρξιστές. 
Είναι όμως βέβαιο ότι, εάν κάποιος κατορθώσει να εκφράσει αυτή την αλήθεια, να τη βοηθήσει να βρει τον δρόμο της στο φως, πέρα από προκαταλήψεις, ψυχαναγκασμούς, στερεότυπα και φοβίες, εάν κατορθώσει να προσφέρει ορθολογική ελπίδα στους ανθρώπους, έχει πολλές πιθανότητες να επιτύχει. Και αν πετύχει, είναι σίγουρο ότι θα είναι ο πολιτικός πρωταγωνιστής του αύριο.
Δεν θα μπει απλά στη βουλή με ένα άχρηστο, μίζερο και αδιάφορο 3%.
Θα συγκροτήσει την αξιωματική αντιπολίτευση, που σήμερα υποκλέπτει με παραλογισμούς και καραμελωμένα ψέματα ο αριστερισμός και ο δεξιός λαϊκισμός, και πάρα πολύ σύντομα τον πυρήνα της νέας πολιτικής πλειοψηφίας που θα μεταρρυθμίσει εκ θεμελίων τη χώρα.    
Γι' αυτό πράγματι δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να προσπαθήσουμε. Να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους και να πράξουμε κατά συνέπεια.  
Η αλήθεια μάς συμφέρει.


Γιώργος Γιαννούλης- Γιαννουλόπουλος




Ευχαριστώ τη Χριστίνα Παυλίδου γι' αυτή την  εξαιρετική της ιδέα για την αλήθεια.
Ενδεικτικές αναφορές
(το πλήρες πλατωνικό κείμενο και η μετάφρασή του)

Ενδεικτικές ψηφιακές αναπαραστάσεις / ερμηνείες της πλατωνικής σπηλιάς.   
 http://www.youtube.com/watch?v=UQfRdl3GTw4 (με την φωνή του Orson Welles)
Οι σκέψεις αυτές καταγράφονται ως συνέχεια ενός εργαστήριου που είχα τη χαρά να διευθύνω το καλοκαίρι του 2012, στο πλαίσιο ενός πολυεπιστημονικού διεθνούς  Θερινού Σχολείου σε σχέση με τη σπηλιά του Πλάτωνα και την πρόσληψη των ερωτημάτων που θέτει, μέσα από τα σύγχρονα μέσα απεικόνισης και την ιχνηλάτηση της δυνατότητας και της βούλησης της απεικόνισης να θέσει ή όχι εναλλακτικά ερωτήματα που προεκτείνουν ή αμφισβητούν την πλατωνική προσέγγιση. 

εικόνα:  Pablo Picasso, early paintings, detail


Monday, June 17, 2013

Έλλειμμα ερωτηματολογίου, όχι απαντήσεων


Share/Bookmark
Το ατύχημα της Ελλάδας είναι το έλλειμμα ερωτηματολογίου, όχι απαντήσεων.

Αντί να συνδεθεί έγκαιρα με τα νέα ερωτήματα των προηγμένων κοινωνιών και να συνεισφέρει ακομπλεξάριστα με τις δικές της αγωνίες στην παραγωγή και τη διαχείρισή τους, προσπαθεί εκ των υστέρων να αντιγράψει άτσαλα και αποσπασματικά τις λύσεις τους.

Το αποτέλεσμα είναι αυτονόητο: οι όποιες λύσεις προκύπτουν, όταν προκύπτουν, με τρόπο εξωγενή, αφύσικο, ακατανόητο, τραυματικό.

Η απαιτούμενη διαδρομή δεν έχει διανυθεί, οι συγκρούσεις δεν έχουν λάβει ποτέ χώρα, οι πολίτες δεν έχουν αντιμετωπίσει το φάντασμά τους.

Η διαδικασία της γέννησης του νέου απομένει λειψή και τραυματική. Γι’ αυτό, ακόμη κι όταν είναι αναπόφευκτη, έχει μια πικρή αίσθηση ανολοκλήρωτου, παραμένει ένα εξωτερικό φαινόμενο, όχι μια ενσωματωμένη γονιμοποιός κατάσταση. Κάτι σαν ματαιωμένος έρωτας, σαν ακυρωμένη ολοκλήρωση. Έτσι «με επιμονή τα καταφέρνει η Ελληνίς Επιφανί / να παραμένει πάντα παρθένος και γυμνή».

Γιώργος Γιαννούλης- Γιαννουλόπουλος

Sunday, June 16, 2013

Η τηλεόραση, το ραδιόφωνο και ο πολιτικός καιροσκοπισμός


Share/Bookmark
Οι άνθρωποι που συγκροτούν το τυχοδιωκτικό  πολιτικό μας σύστημα επιβιώνουν όλα αυτά τα χρόνια μεταφέροντας τη συζήτηση αλλού. Δημιουργώντας εσφαλμένες συγκρούσεις, ανωφελείς διαλόγους, ξέμπαρκα ερωτήματα. Χωρίς ουσιαστική σκέψη, χωρίς παρουσίαση του πραγματικού προβλήματος, χωρίς στόχους, χωρίς μέτρημα, χωρίς επεξήγηση δεν υπάρχει διάλογος και γι' αυτό δεν προκύπτει λύση. Το κυρίαρχο μέλημά τους κάθε φορά που ανοίγουν μια «συζήτηση» δεν είναι η κατανόηση και λύση ενός πραγματικού κοινού προβλήματος και η βελτίωση μιας κατάστασης, αλλά το άμεσο πολιτικό όφελος, η συγκρότηση μιας ατζέντας που συμφέρει (άσχετα εάν συμφέρει και  τη χώρα), η πολιτική επιβίωση.
Ανοίγουν και μπαίνουν στην κουβέντα  για να κερδίσουν, όχι για να πειστούν ή να πείσουν. Έτσι ακυρώνουν κάθε έννοια διαλόγου, κάθε μορφή δημοκρατίας.  
Η υπόθεση της ΕΡΤ είναι ένα από αυτά τα φθηνά κόλπα.
Ποιο είναι το πραγματικό ερώτημα;
1.  Έχουμε συγκροτήσει ως κοινωνία μια εικόνα του τι θα θέλαμε να παρέχεται οπωσδήποτε μέσω της τηλεόρασης και του ραδιοφώνου στους πολίτες; Και του τι θα θέλαμε οπωσδήποτε να αποφευχθεί στη συγκεκριμένη αγορά (για παράδειγμα ολιγοπώλια, διαπλοκή, χειραγώγηση της κοινής γνώμης...);
2. Χρειαζόμαστε Δημόσια Δράση (όχι κατ' ανάγκη κρατική) στον τομέα της τηλεόρασης και του ραδιοφώνου, ναι ή όχι;
3. Αν απαντήσουμε όχι στο δεύτερο,  το ερώτημα που τίθεται στη συνέχεια είναι βάσει ποιων κανόνων αυτή η αγορά θα λειτουργεί και ποιο τοπίο θα διαμορφωθεί τελικά. Θα είμαστε ικανοποιημένοι από αυτό; Τι αποτέλεσμα θα έχει;   
4. Αν απαντήσουμε ναι, θα πρέπει να διασαφηνίσουμε για ποιον ακριβώς λόγο χρειαζόμαστε Δημόσια Δράση. Ποιους στόχους θα υπηρετεί; Πώς θα αξιολογείται; Πόσο θα κοστίζει και από ποιους θα χρηματοδοτείται; Με ποιον τρόπο θα οργανωθεί (όχι κατ' ανάγκη άμεσα κρατικό) και ποιο τοπίο θα επιδιώξει να διαμορφώσει; 
Ας ξεκινήσουμε από δύο παραδοχές που ορίζουν το πλαίσιο της συζήτησης:

Παραδοχή πρώτη
Οι υπηρεσίες που παρέχει (ή δεν παρέχει) ο τομέας της τηλεόρασης και του ραδιοφώνου έχουν κρίσιμη επιρροή στη λειτουργία και εξέλιξη πολλών άλλων τομέων της οικονομίας, της κοινωνίας και της πολιτικής, ειδικά σε σχέση με τη λειτουργία του πολιτεύματος. 
Η σύγχρονη Δημοκρατία είναι ένα πολίτευμα που στηρίζεται σε δύο πυλώνες: στην Ενημέρωση, από τη μια (βασική προϋπόθεση της συμμετοχής) και στην Παιδεία, από την άλλη. Η πρώτη εξασφαλίζει ότι η βασική πληροφορία και η γνώση είναι διαθέσιμες με τρόπο κατανοητό σε όλους. Η άλλη διασφαλίζει ότι κατά το δυνατόν περισσότεροι άνθρωποι έχουν τη δυνατότητα να προσλάβουν την πληροφορία, να την αναλύσουν και να την επεξεργαστούν κριτικά. Επομένως, να εξαγάγουν συμπεράσματα και να κάνουν συγκροτημένες επιλογές.
Η ευρύτατη διείσδυση και οι σχέσεις επιρροής που αναπτύσσονται ανάμεσα σε μεγάλες κατηγορίες πολιτών με το μονόδρομο ηλεκτρονικό μέσο, για λόγους που έχουν ήδη μελετηθεί εκτενώς και για τους οποίους υπάρχει διαθέσιμη εκτενής βιβλιογραφία, έχει σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία κοινωνικών προτύπων, τη διαμόρφωση της τρέχουσας αισθητικής, του αποδεκτού ή μη, του διαφορετικού και του όμοιου, της πρόσληψης και της κατανόησης του κόσμου. Οι τηλεοράσεις (το ραδιόφωνο επίσης παλαιότερα, αλλά αρκετά λιγότερο) κρατούν και διαμορφώνουν το αφήγημα, άρα ασκούν εκ φύσεως ωφέλιμη ή βλαβερή  (πάντως όχι ουδέτερη)  εκπαιδευτική δραστηριότητα. Ασκούν ουσιαστικά μεγάλης κλίμακας και βάθους εξουσία, είτε το επιδιώκουν συνειδητά είτε όχι.
Σημαντικό μέρος της επιρροής της τηλεόρασης εμφανίζεται με την προώθηση μιας συγκεκριμένης θέσης μέσα από την  ενημέρωση και η προβολή θεμάτων και προσώπων κατ’ επιλογή. Επίσης εξασφαλίζεται με τον τρόπο, τη σημειολογία, ακόμη τις γλωσσικές και θεατρικές φόρμες παρουσίασης της πληροφορίας, τα οποία  δημιουργούν και επιβεβαιώνουν στερεότυπα αρνητικά ή θετικά εξαρχής και επηρεάζουν καθοριστικά τις επιλογές των θεατών.
Το σημαντικότερο μέρος της επιρροής της υποκρύπτεται όμως στην έμμεση εκπαιδευτική λειτουργία με διάφορους τρόπους. Καταρχήν, με την παράλειψη  Ελάχιστοι θυμούνται εκ των υστέρων ότι κάτι δεν τους είπαν,  γι' αυτό τους οδήγησαν να σφάλουν στην εκτίμησή τους, από το τι συνέβη στη Σρεμπρένιτσα ως τη συσσώρευση του χρέους, τα γεγονότα τα οποία δεν  πληροφορήθηκαν, τις μουσικές που ποτέ δεν είχαν την ευκαιρία να ακούσουν, τις ταινίες που δεν τους δόθηκε ποτέ η δυνατότητα και το κίνητρο να δουν, τις επιστήμες που ποτέ δεν είχαν τη δυνατότητα να γνωρίσουν, τους σπουδαίους ανθρώπους που δεν τους δόθηκε η ευκαιρία ναι κατανοήσουν και πάρα πολλά άλλα  δεν. Τα πονηρά σχήματα λόγου και τα στερεότυπα, τα θεατρικά κόλπα, οι εντυπώσεις της γλώσσας, η υποταγή του διαλόγου  στους κανόνες του «τηλεοπτικού χρόνου» και η συνεπακόλουθη ακύρωσή του, το είδος του πολιτισμού που όχι απλά αναπαράγει, αλλά παράγει και προάγει η τηλεόραση (και το ραδιόφωνο σε έναν βαθμό) δημιουργούν ένα συνειδητό ή ασυνείδητο πλεονέκτημα σε όποιον επηρεάζει τα μέσα αυτά, σε όποιον μπορεί να τα κατευθύνει.
 Παραδοχή δεύτερη
Το κράτος οφείλει να δημιουργεί και εφαρμόζει το κανονιστικό πλαίσιο λειτουργίας των αγορών, με τρόπο ώστε να διασφαλίζει τον ανταγωνισμό, την αποφυγή δημιουργίας μονοπωλίων και ολιγοπωλίων, ώστε με το μικρότερο δυνατό κόστος να μπορεί να εισέλθει και να εξέλθει κάποιος από μια αγορά. Επίσης οφείλει να ασκεί τον ρυθμιστικό του ρόλο με τρόπο τέτοιο, ώστε να αποτρέπει την περίπτωση ο τρόπος λειτουργίας μιας αγοράς να στρεβλώνει τη λειτουργία άλλων και πολλές φορές σημαντικότερων αγορών, αλλά και συνολικά του παραγωγικού και δημοκρατικού συστήματος, μειώνοντας έτσι τη συνολική παραγωγικότητα αλλά και ελευθερία των πολιτών.
Η αγορά 
Η αγορά παροχής υπηρεσιών ενημέρωσης και ψυχαγωγίας μέσω των τηλεοπτικών συχνοτήτων (παρότι βρίσκεται σε εξέλιξη και αναταραχή λόγω του διαδικτύου και των ψηφιακών υπηρεσιών) έχει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:
1. Έχει περιορισμένο αριθμό συχνοτήτων. Αυτές αποτελούν δημόσια αγαθά, τα οποία μπορεί να παραχωρηθούν έναντι κάποιου ανταλλάγματος σε επιχειρήσεις ή άλλους φορείς (πράγμα που ανατρέπεται από τα νέα ψηφιακά μέσα σταδιακά, αλλά ακόμη όχι πλήρως). Έχει επίσης μια δυνατότητα τοπικότητας.
2. Το μέσο έχει σχετικά υψηλό κόστος λειτουργίας, που περιλαμβάνει τις εγκαταστάσεις εκπομπής και τα studio, τις δαπάνες για την αγορά δικαιωμάτων και, κυρίως, για την πρωτογενή παραγωγή εκπομπών κάθε είδους. Αυτές, και ειδικά οι υψηλότερου επιπέδου, δεν είναι εύκολα αποσβέσιμες σε μια μικρή αγορά όπως η Ελληνική, αλλά ούτε καν σε πολύ μεγαλύτερες αγορές, όπως η Γαλλική ή η Γερμανική.
3.  Ο κύκλος εργασιών του τομέα είναι δυσανάλογα μικρός σε σχέση με την οικονομική και κοινωνική επιρροή του, ώστε να διασφαλίσει την αυτονομία του. Στην καλύτερη περίπτωση η επιβίωσή του εξαρτάται από πελάτες που θέλουν να πουλήσουν κάτι στους δικούς του μέσω της διαφήμισης. Το κύριο έσοδο της αγοράς (χωρίς άλλη κανονιστική ρύθμιση) είναι το έσοδο από διαφημίσεις. Άρα η «πελατεία», στους κανόνες της οποίας οφείλει να υπακούει η παραγωγή, είναι καταρχήν η συγκεκριμένη αγορά. Από τις επιλογές και τους στόχους αυτής της αγοράς (που ιχνηλατεί τη δική της πελατεία) εξαρτάται το περιεχόμενο και η ποιότητα των παρεχόμενων δωρεάν υπηρεσιών προς όλους τους πολίτες.
4. Σε αυτή την άνιση εξίσωση (η οποία οδηγεί σε υποβάθμιση της ποιότητας και αντικειμενικότητας σε δεύτερη προτεραιότητα) θα πρέπει να προσθέσει κανείς την ελληνική, αλλά όχι μόνο, στρέβλωση: το μέσο έχει μεγάλη επιρροή στους πολίτες από τη φύση του. Η επιρροή αυτή εντός των μηχανισμών της Δημοκρατίας εξαργυρώνεται σε ψήφους, σε υποστήριξη με τον κατάλληλο τρόπο την κατάλληλη στιγμή. Το Κράτος (δηλαδή αυτοί που το ελέγχουν) στην Ελλάδα ελέγχει και κατευθύνει σημαντικό τμήμα της διαφήμισης, ενώ επιπροσθέτως, μέσω του Τραπεζικού συστήματος που επηρέαζε, είχε τη δυνατότητα να χρηματοδοτεί τους αρεστούς σε ένα σύστημα συναλλαγών προσωπικού, κομματικού και επιχειρηματικού οφέλους.  Άλλοι μηχανισμοί επίσης είναι διατεθειμένοι να επενδύσουν τα σχετικά μικρά ποσά που απαιτεί η λειτουργία των μέσων, για να κερδίσουν πολύ περισσότερα από άλλες δραστηριότητες, στις οποίες τα μέσα λειτουργούν ως μηχανισμός στρέβλωσης της αγοράς. Στην πραγματικότητα, ακόμη και μετά την άναρχη κατάληψη συχνοτήτων που στην Ελλάδα αποκαλούμε ιδιωτική τηλεόραση και ακόμη ίσως περισσότερο από τότε και ύστερα, οι μηχανισμοί ελέγχου της τηλεόρασης και των μέσων δεν έπαψαν να είναι εξαιρετικά αποτελεσματικοί. Στην περίπτωση αυτή οι επιλογές του μέσου εξαρτώνται από συμφέροντα που περιμένουν άλλου είδους ανταπόδοση μέσα από τους μηχανισμούς της Δημοκρατίας, στρεβλώνοντας τη δυνατότητα διαμόρφωσης αντικειμενικής γνώμης από τους πολίτες. 
5  Η αγορά αυτή έχει μια ενδογενή αντίφαση: οι χαμηλού κόστους παραγωγές ή οι αναμεταδόσεις είναι συνήθως τα τηλεπαιχνίδια, τα διάφορα ζωντανά μαγκαζίνο, οι καυγάδες των τηλεπαράθυρων, τα φθηνά ξένα σήριαλ, από τα αμερικάνικα παλιότερα ως τα βραζιλιάνικα και τα τούρκικα,  σκηνοθετημένοι καυγάδες, θεάματα τα οποία προσφέροντας μια χαμηλή αισθητική φορτισμένη με τον τηλεοπτικό συναισθηματισμό καλλιεργούν και αντλούν από τα φθηνότερα συναισθήματά μας ή από την απελπισία μας. Μικρό κόστος, πολλοί τηλεθεατές. 
Οι ποιοτικότερες εκπομπές είναι ακριβότερες στις περισσότερες περιπτώσεις, γιατί απαιτούν επιμέλεια, μελέτη, τεκμηρίωση, έρευνα, αισθητική, δημιουργικότητα, χρόνο, αυτονομία, δηλαδή επένδυση. Αυτές όμως διαμορφώνουν θετικά τη συνείδηση των ανθρώπων. Μορφώνουν, εκπαιδεύουν, καλλιεργούν την αισθητική, τη γνώση και την αντίληψη. Έχουν υψηλή προστιθέμενη αξία. Αυτές θα αποτελέσουν μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς και ιστορικής μνήμης του αύριο. Είναι δηλαδή με την ουσιαστική έννοια του όρου «επενδύσεις». Όπως επένδυση είναι και η παροχή της δυνατότητας γνωριμίας σε όλους τους πολίτες με τα σημαντικά στοιχεία της ανθρώπινης δημιουργικότητας. 
Για τους λόγους που προαναφέρθηκαν θεωρώ ότι η σαφώς στοχοθετημένη Δημόσια Δράση στα ηλεκτρονικά ΜΜΕ (τηλεόραση και ραδιόφωνο) είναι αναγκαία
Στόχοι της Δημόσιας Δράσης στην τηλεόραση και ραδιόφωνο (είτε κανονιστικά, είτε με τη διοχέτευση δημόσιων πόρων για συγκεκριμένες παρεμβάσεις) θα έπρεπε να είναι:
α.   Η παροχή της δυνατότητας στους πολίτες να έλθουν σε επαφή και να γνωρίσουν τα υψηλότερα επιτεύγματα του ανθρώπινου πνεύματος. Σοβαρές συζητήσεις, παρουσιάσεις σημαντικών ανθρώπων, παρουσίαση σε βάθος θεμάτων της επικαιρότητας με τον χρόνο, τεκμηρίωση και ελκυστικότητα που χρειάζεται για να γίνουν κατανοητά και όχι μέσω εντυπώσεων, επιστημονικά και ιστορικά ντοκυμαντέρ και πρόσβαση, με κατανοητό και ελκυστικό τρόπο στις τέχνες και τις επιστήμες, σοβαρές (όχι σοβαροφανείς) σειρές και νέες υψηλού επιπέδου παραγωγές.
Με δύο λόγια η ανάδειξη της υλικής και άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς και της σύγχρονης δημιουργίας με εύληπτο, εκλαϊκευτικό και ελκυστικό τρόπο, από τη μουσική ως τον κινηματογράφο, και από την αστρονομία ως την ιατρική.
Η συμβολή στην άρση των εμποδίων πρόσβασης στη γνώση και η καλλιέργεια για τη διαμόρφωση ανθρώπων με το υπόβαθρο να σκέφτονται και να κρίνουν.
β.   Η αντικειμενική ενημέρωση, προκειμένου να διασφαλιστεί
-     η παροχή έγκυρης και έγκαιρης αντικειμενικής πληροφόρησης για τα γεγονότα σε όλους τους πολίτες. Ένα είδος Euronews, το οποίο παρεμπιπτόντως η ελληνική Διοίκηση εμποδίζει να εκπέμψει στα Ελληνικά (Γιατί η κυβέρνηση δεν επιτρέπει στο Euronews να εκπέμψει στην Ελλάδα).
-     η δημιουργία του αισθήματος της κοινότητας, της μεγάλης κοινότητας που αποκαλούμε, όχι χωρίς κάποιαν ματαιοδοξία, Οικουμενικό Ελληνισμό, όπως αυτή εξελίσσεται στη συναλλαγή της με τον σύγχρονο κόσμο, στην παγκοσμιότητά της, αλλά και μικρότερων συλλογικοτήτων και ιδιωτικών πρωτοβουλιών και δράσεων.
-     η παροχή πρόσβασης σε όλους στον Δημόσιο λόγο, ώστε να μπορούν οι πολίτες να κρίνουν ελεύθερα. Η πρόσβαση αφορά πολιτικές κινήσεις και φορείς, οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, κοινότητες, κάθε μορφής συλλογικότητα αλλά και ιδιωτών πολιτών μεμονωμένα.
γ.   Αναμετάδοση διεθνών σοβαρών δικτύων 

Είναι προφανές ότι η τηλεθέαση και η ακροαματικότητα σε αυτό το πλαίσιο έχει νόημα μόνο στον βαθμό που το περιεχόμενο υπηρετεί αυτούς τους στόχους.  Κάθε θεατής ή ακροατής που θα του δοθεί η ευκαιρία να έρθει και για λίγο σε επαφή με κάτι ουσιώδες και σημαντικό είναι ένα μεγάλο κέρδος για την κοινωνία,  για την οικονομία, και για τη δημοκρατία. 

Μπορούν οι στόχοι αυτοί να επιτευχθούν με το υφιστάμενο καθεστώς; Σαφώς όχι.
Ποιοι είναι υπεύθυνοι γι' αυτό; Μα οι ίδιοι ακριβώς που σήμερα καταργούν την ΕΡΤ και διαγκωνίζονται για να εμφανιστούν στα ημιπαράνομα και χρεοκοπημένα ΜΜΕ.
Θα επιτευχθούν οι στόχοι αυτοί με κάποιο τρόπο μετά την άκομψη και ατσούμπαλη απόφαση για την ΕΡΤ; Τίποτα δεν είναι λιγότερο βέβαιο.
Η επίτευξη των στόχων της δημόσιας δράσης στην τηλεόραση απαιτεί καθαρότητα, σχεδιασμό, επεξήγηση, κατανόηση, μέτρηση και μέθοδο, που δεν προκύπτουν από πουθενά στην πρόταση και την πρακτική της Κυβέρνησης.
Θα  μπορούσε να φανταστεί κανείς ένα τοπίο πιο κοντά στην επιθυμητή εικόνα που σκιαγραφήθηκε ως εξής:
1. Ιδιωτικά κανάλια τα οποία θα αδειοδοτούνται με διαφανή κριτήρια και θα καταβάλλουν ένα λογικό και σχετικά χαμηλό ενοίκιο συχνοτήτων με καμία άλλη σχέση με το δημόσιο. Τα έσοδά τους θα προέρχονται από τις διαφημίσεις ή συνδρομές, εφόσον το επιθυμούν.
Ανάμεσα στις υποχρεώσεις για την αδειοδότησή τους θα μπορούσε να περιληφθεί μια ζώνη ελεύθερης πρόσβασης,  μικρής διάρκειας  κάθε μέρα, που θα εξασφάλιζε την παροχή του λόγου σε ιδιώτες ή συλλογικότητες, με διαφανή και ευέλικτα κριτήρια, ακόμη και με κάποια μορφή κλήρωσης, και με μόνο έλεγχο αυτόν της νομιμότητας του περιεχομένου. Ένα μικρό Δημόσιο Βήμα που μπορεί να δημιουργήσει ένα τεράστιο παράθυρο στην Κοινωνία των Πολιτών, τον ελεύθερο διάλογο και τη γέννηση νέων ιδεών.
2. Έναν δημόσιας φύσης αλλά όχι κρατικά ελεγχόμενο φορέα τηλεόρασης και ραδιοφώνου με τέσσερις άξονες και τα απαραίτητα κανάλια:
      Α.        Ενημερωτικό άξονα, ο οποίος θα μπορούσε να λειτουργεί για τις διεθνείς ειδήσεις σε συνεργασία με κάποιον διεθνώς καταξιωμένο αντίστοιχό του, ο οποίος θα φιλοξενεί ενημερωτικές εκπομπές, εκπομπές λόγου, συζητήσεις κλπ. με άνεση χρόνου και δυνατότητα εμβάθυνσης.
      Β.        Πολιτιστικό άξονα, για την παροχή πρόσβασης σε υψηλού επιπέδου κλασικά αλλά και πρωτοποριακά στοιχεία του σύγχρονου πολιτισμού (θέατρο, κινηματογράφος, μουσική, άλλες τέχνες) που δεν είναι δυνατόν να βρουν εμπορική διέξοδο.
      Γ.         Εκπαιδευτικό άξονα, για την παροχή πρόσβασης σε εκλαϊκευμένη γνώση στον τομέα των ανθρωπιστικών επιστημών, από την ιστορία και την αρχαιολογία ως τα οικονομικά και τη φιλοσοφία, και των τεχνολογικών επιστημών, από την αστροφυσική ως τη βιολογία.
      Δ.         Ιστορικό τεκμηριωτικό. Η ίδια η οπτικοακουστική κληρονομιά είναι μέρος πλέον της ιστορίας ενός τόπου. Η διάσωση,  πρόσβαση και ανάδειξή της είναι ουσιαστικό στοιχείο για τη συγκρότηση της ταυτότητας, την κατανόηση και τη μελέτη του παρελθόντος αλλά και τη δημιουργία νέας γνώσης, τέχνης  και παραγωγής. Για τον λόγο αυτό η Οπτικοακουστική Κληρονομιά προστατεύεται ήδη από την UNESCO ( http://www.un.org/en/events/audiovisualday/ και   http://www.unesco.org/new/en/communication-and-information/access-to-knowledge/archives/world-day-for-audiovisual-heritage/world-day-for-audiovisual-heritage-2011/).
Το πολύπαθο αρχείο της ΕΡΤ (στο οποίο καλό θα ήταν να μπορούσαν να προστίθενται ψηφιακά και σημαντικά στοιχεία των αρχείων των ιδιωτικών σταθμών πλέον) είναι παραπάνω από πολύτιμο. Η προσβασιμότητα και η διάσωσή του είναι κρίσιμη.
Αυτοί οι τέσσερις άξονες καθορίζουν το πλαίσιο, τους στόχους και τα όρια της Δημόσιας Δράσης. Δεν μπορεί να τους δημιουργήσει ούτε να τους στηρίξει η αγορά των διαφημίσεων ή των συνδρομών. Συγκροτούν σημαντικό μέρος της  Παιδείας και Ενημέρωσης που η Δημοκρατία χρωστά στους πολίτες της για να συνεχίσει να υπάρχει και να παράγει.

Από εκεί και πέρα υπάρχουν δυο στοιχεία που πρέπει να καθοριστούν:
Πρώτον, η λειτουργία του φορέα αυτού οφείλει να είναι αυτόνομη από τα υπουργικά γραφεία και την κεντρική κρατική διοίκηση.
Συνεπώς θα μπορούσε να έχει τη μορφή ΝΠΙΔ, του οποίου η Διοίκηση να προκύπτει από ένα ευρύ εκλεκτορικό σώμα, μια Γενική Συνέλευση που θα περιλαμβάνει ανθρώπους από κάθε τομέα του Πνεύματος, των Τεχνών και των Επιστημών που έχουν αποσπάσει αναγνώριση, διεθνή βραβεία και καταξίωση. Ένα σώμα, που η ένταξη κάποιου νέου μέλους θα μπορεί να γίνεται αυτόματα σε περίπτωση εθνικών και διεθνών βραβείων και διακρίσεων, τόσο για τους ανθρώπους του πνεύματος όσο και για τους ανθρώπους της δημοσιογραφίας. Με πρόταση των μελών αυτών θα προκύπτουν και νέα μέλη σε κάθε θεματικό τομέα που θα πρέπει να συγκεντρώνουν μια ισχυρή πλειοψηφία. Μια διαδικασία παρεμφερής με τις ακαδημίες και τα peer reviewed journals. χωρίς εκπροσώπους συνδικαλιστικών οργανώσεων ούτε διορισμένους από κομματικά γραφεία.
Από αυτό το Σώμα θα προκύπτει ένα Διοικητικό Συμβούλιο που θα επιλέγει τρεις Διευθυντές, έναν πολιτιστικό και καλλιτεχνικό, έναν επιστημονικό, και έναν διευθυντή ενημέρωσης, που θα καθορίζουν το πρόγραμμα και τον χαρακτήρα των σταθμών με βάση τους διαθέσιμους πόρους και τους στόχους. Ας σκεφτούμε πώς θα μπορούσαμε να έχουμε ανθρώπους σαν τον κ. Λούκο ή τον κ. Βερέμη ή τον κ. Γραμματικάκη και υψηλού επιπέδου δημοσιογράφους στις θέσεις αυτές. Ας με συγχωρήσουν, δεν εννοώ ειδικά τους συγκεκριμένους, αλλά ανθρώπους με αντίστοιχη ποιότητα, γνώσεις και ικανότητες. Θα ορίζεται επίσης ένας κοινός Διοικητικός Διευθυντής, κατόπιν διεθνούς διαγωνισμού, που θα διανέμει και χειρίζεται τα τεχνικά μέσα και τους οικονομικούς πόρους. Αυτός θα πρέπει να έχει και την έγκριση του ΑΣΕΠ.
Οι Διευθυντές ορίζονται με εξαετή θητεία και η επιλογή τους κυρώνεται από την αρμόδια επιτροπή της Βουλής η οποία θα έχει μόνο το δικαίωμα να ασκήσει βέτο στην επιλογή του εκλεκτορικού σώματος, ίσως και με αυξημένη πλειοψηφία, για λόγους που θα πρέπει σαφέστατα να εξηγήσει δημόσια σε σχέση με την επάρκεια του  συγκεκριμένου προσώπου. 
Ας ξεχάσουμε τις εύκολες αναφορές στο ΑΣΕΠ για τα θέματα αυτά. Δεν ανατίθεται έργο ούτε προσλαμβάνονται ειδικοί επιστήμονες ερευνητές, δημιουργικοί άνθρωποι, ραδιοφωνικοί παραγωγοί, σκηνοθέτες, μουσικοί, κριτικοί, δημοσιογράφοι, καλλιτέχνες ή ακόμη και κάποιες κατηγορίες τεχνικών που είναι σε άμεση σχέση με τους παραπάνω μέσω ενιαίων και απρόσωπων μηχανισμών τύπου ΑΣΕΠ. Χρειάζεται ατομική διαίσθηση, ειδικές γνώσεις, όραμα, και μια δόση τρέλας και ρίσκου αλλά και ατομικής ευθύνης, την οποία το καλύτερο ΑΣΕΠ ποτέ δεν θα διαθέτει ούτε έγκυρα ούτε έγκαιρα. Αν ίσχυε κάποια γενική διαδικασία  γι' αυτά, δεν θάχαμε ποτέ το Τρίτο του Χατζιδάκι ούτε το Φεστιβάλ Αθηνών του Λούκου, ούτε φυσικά  και το BBC.
Η επίκληση του πολύ σημαντικού ΑΣΕΠ σε χώρους για τους οποίους δεν είναι κατάλληλοι οι μηχανισμοί του, όταν δεν είναι υπεκφυγή από την ευθύνη να προταθεί ένα κατάλληλο σύστημα, όταν δεν είναι προσπάθεια ακύρωσής του ίδιου του ΑΣΕΠ εκεί που πραγματικά χρειάζεται, αναθέτοντάς του ρόλους που δεν μπορεί να επιτελέσει και έτσι απαξιώνοντάς το, έχει να κάνει με την ίδια την ιδέα της μονιμότητας που συνεπάγεται η συνεργασία με το Δημόσιο.
Εκτός από τους επί θητεία διευθυντές και το άμεσο επιστημονικό επιτελείο τους, που προγραμματίζει και αναθέτει τις παραγωγές (εσωτερικές και εξωτερικές) και την αγορά δικαιωμάτων, τον μικρό αριθμό ισχυρά καταρτισμένων διοικητικών στελεχών και έναν περιορισμένο αριθμό πρόθυμων, καταρτισμένων και πολύτιμων τεχνικών στελεχών και στελεχών παραγωγής που διαχειρίζονται τους πόρους, δεν χρειάζεται άλλο μόνιμο προσωπικό (μόνιμο με την έννοια των συμβάσεων αορίστου χρόνου που ακολουθούν μια ειδική διαδικασία επιλογής).
Για τις εσωτερικές παραγωγές όλο το υπόλοιπο προσωπικό προσλαμβάνεται κατά περίπτωση (ή του ανατίθεται έργο) από τον εκάστοτε Υπεύθυνο του κάθε Project σε συνεργασία με τους Υπεύθυνους προσωπικού, για τον χρόνο που χρειάζεται και στο πλαίσιο του budget που του έχει διατεθεί. Από το αποτέλεσμα κρίνεται και αξιολογείται τόσο ο ίδιος όσο και οι συνεργάτες που επέλεξε. Για τις εξωτερικές παραγωγές αποφασίζουν οι αρμόδιοι Διευθυντές με βάση το υφιστάμενo budget και τις εγκεκριμένες από το ΔΣ γενικές κατευθύνσεις προγραμματισμού.
Δεύτερον, η δημόσια χρηματοδότησή του φορέα αυτού πρέπει να είναι λογική για τις δυνατότητες της χώρας και αντίστοιχη των στόχων του. Το ισχύον σύστημα  χρηματοδότησης μέσω του τέλους στους λογαριασμούς της ΔΕΗ δεν είναι δίκαιο ούτε δημιουργεί κίνητρα για τον φορέα. Είναι απεχθές για τους πολίτες. Ειδικά γι' αυτούς που τυχαίνει να έχουν στο όνομά τους περισσότερα από ένα «ρολόγια» της ΔΕΗ.
Τα έσοδά του φορέα μπορούν να προέρχονται από τέσσερις πηγές και μόνον:
α. Δημόσια χρηματοδότηση, που θα εισπράττεται από την εφορία διακριτά στις φορολογικές δηλώσεις. Στο σύνολό της θα αντιστοιχεί το πολύ  στο μισό από αυτήν που μέχρι τώρα εισπράττονταν μέσω του γνωστού τέλους στους λογαριασμούς της ΔΕΗ.
β. Τα έσοδα του δημοσίου από το χαμηλό ενοίκιο των συχνοτήτων των ιδιωτικών σταθμών
γ. Έσοδα από χορηγίες, αφού όμως σταματήσει η κοροϊδευτική και απαξιωτική για τον θεσμό χρήση του όρου «χορηγία», του οποίου έχει γίνει κατάχρηση στους ιδιωτικούς και όχι μόνο σταθμούς, για την παραγωγή και στήριξη προϊόντων  καθαρά εμπορευματικών, ως εναλλακτική μορφή διαφήμισης. Η εμπορική διαφήμιση είναι απόλυτα νόμιμη και θεμιτή. Η χορηγία έχει άλλο νόημα. Την ανταπόδοση από μια ιδιωτική οντότητα στην κοινωνία με τη στήριξη υψηλής ποιότητας δράσεων, ώστε να κερδίσει με τη σειρά της την αναγνώριση της κοινωνίας για την πράξη της αυτή, για τη φίρμα της και έμμεσα για τα προϊόντα της, φυσικά. Στην αρχαιότητα οι χορηγοί παρήγαγαν τις τραγωδίες. Στην Ελλάδα σήμερα η χορηγία στην τηλεόραση λειτουργεί και φορολογείται σαν διαφήμιση (επιβαρύνεται με ΦΠΑ). Παραπάνω μάλλον, γιατί εισπράττει και το ΥΠΠΟ το μερτικό του, για να το διαχειρίζεται κατά πώς θέλει το ίδιο. Οι επιχειρήσεις έχουν τη δυνατότητα έκπτωσης της δαπάνης από τα ακαθάριστα έσοδα (έως 10% των ακαθάριστων) πράγμα που θα μπορούσαν να κάνουν με κάθε είδους επιχειρηματική δαπάνη. Με αυτόν τον τρόπο τιμωρείται η πραγματική χορηγία,  που  θα έπρεπε να πριμοδοτείται και να κατευθύνεται σε υψηλότερης ποιότητας πολιτιστικά αγαθά με σοβαρά φορολογικά κίνητρα.
δ. Έσοδα από πωλήσεις παραγωγών του στο εξωτερικό και σε άλλους φορείς (εφόσον ενδιαφέρουν το ευρύτερο διεθνές κοινό) και θα αποτελούν κίνητρο για την ενασχόληση με την ανάδειξη των παγκόσμιων στοιχείων του Ελληνισμού.
Σε κάθε περίπτωση, εάν συμφωνήσουμε στην αναγκαιότητα, στη σκοπιμότητα, στην κατεύθυνση και στους περιορισμούς της Δημόσιας Δράσης στον χώρο του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης, περιλαμβανομένου ενός διαφανούς, δίκαιου και ανταποδοτικού κανονιστικού πλαισίου για την ιδιωτική δραστηριότητα, ιδέες σαν τις ανωτέρω μπορούν να συζητηθούν, να εμπλουτιστούν και να βελτιωθούν.

Το παράδοξο
Το παράδοξο είναι ότι το σοβαρό θέμα της ΕΡΤ ανοίγει αποσπασματικά, χωρίς μελέτη και σοβαρό σχέδιο, με τρόπο ακατάλληλο και αναποτελεσματικό σε σχέση με τον στόχο που δηλώνει ότι επιδιώκει: τη μείωση της δαπάνης, τη μείωση της επιβάρυνσης των πολιτών και την παροχή υψηλής ποιότητας υπηρεσιών.Την ίδια στιγμή επιχειρείται κάτω από τη μύτη της Τρόικας μια μαζική κατάληψη στις θέσεις - κλειδιά του Κράτους σε κάθε τομέα, από φίλα προσκείμενους στην πρωθυπουργική ομάδα (μοιράζοντας βέβαια τα δέοντα και στους Κυβερνητικούς εταίρους αλλά και στην Αξιωματική Αντιπολίτευση αρκετές φορές) που όμοιά της έχει ίσως να συμβεί από τα πρώτα χρόνια της «Αλλαγής». Με χαρακτηριστική ομοιότητα με εκείνα τα χρόνια τον παλαιομοδίτικο επαρχιωτισμό, τον κρυφοεθνικισμό και την απαιδευσιά των περισσότερων από τους νέους εισβολείς.
Είναι επίσης η δεύτερη φορά τα τελευταία χρόνια που επιχειρείται μια τέτοιας κλίμακας μπουνταλάδικη και δίχως σχέδιο παρέμβαση στον χώρο των ΜΜΕ από την πολιτική εξουσία. Η πρώτη ήταν πριν μερικά χρόνια με τον ανεκδιήγητο νόμο περί βασικού μετόχου, όπου ο κ. Παυλόπουλος  ενάντια σε κάθε λογική επιχειρούσε να εφαρμόσει ένα συνταγματικό έκτρωμα του κυρίου Βενιζέλου, με μόνο στόχο να χάσουν οι αντίπαλοί του μερικές δουλειές. Παρέμβαση που εξευτελιστικά  αναγκάστηκε να ανακαλέσει. 
Πίσω από την τωρινή σπουδή του Πρωθυπουργού  να μεταφέρει άγαρμπα τη συζήτηση σε ένα θέμα που πιστεύει ότι θα του αποφέρει μικροκομματικά εκλογικά οφέλη και να ακυρώσει κάθε δυνατότητα λογικού διαλόγου και στοχοθεσίας γι' αυτό,
πίσω από την επιθυμία του να στριμώξει τους κυβερνητικούς του εταίρους και να πριμοδοτήσει τους αριστεριστές και τους λαϊκιστές ως μοναδική αντιπολίτευση-φόβητρο,
πίσω από τη διάθεσή του να προωθήσει συστηματικά την αποδυνάμωση οποιουδήποτε χώρου θα μπορούσε δυνητικά να συγκροτήσει μια ελεύθερη, μεταρρυθμιστική προοδευτική αντιπολίτευση,
πίσω από την πρεμούρα να βάλει σε κίνδυνο την ίδια τη σταθερότητα της Κυβέρνησής του και επομένως στην παρούσα συγκυρία την κρίσιμη σταθερότητα της χώρας,
πίσω από αυτές τις επιλογές μάλλον κρύβεται το ίδιο καιροσκοπικό προσωπείο, η ίδια ανερμάτιστη συμπεριφορά του πρόσφατου και του λιγότερο πρόσφατου παρελθόντος του. 
Μήπως τελικά οι άνθρωποι αυτοί υποεκτιμούν τη νοημοσύνη των πολιτών; Μήπως τελικά βλέπουν πολλή, μα πάρα πολλή, τηλεόραση; 

Γιώργος Γιαννούλης- Γιαννουλόπουλος
  


εικόνα: το κέρας της αφθονίας 


Ενδεικτικές αναφορές 
-  Greg Philo, Seeing IS Believing British Journalism Review July 1990 1: 58-64
-  Witt, Suzan D. The Influence of Television on Children's Gender Role Socialization.
-  Comstock, G. The evolution of American television, 1989 pp. 312pp. http://www.cabdirect.org/abstracts/19911888802.html;jsessionid=027418B0879A5B3EDD18CB4333AE3101
-  Goonasekera A,  Τhe influence of television on cultural values -- with special reference to Third World countries (1987)
-  Gene H. Brody , University of Georgia. The Influence of Television Viewing on Family Interactions, A Contextualist Framework
-  Michelle M. Falck,  Television In Our Lives: Then and Now Two new books by ODU professors examine ubiquitous medium