Tuesday, July 2, 2013

Αρνησιδικία: η ανώτερη μορφή τρομοκρατίας


Share/Bookmark
Από την εποχή των πρώτων ανθρώπινων κοινωνιών, πολύ πριν τους σοσιαλιστές, τους φιλελεύθερους, τους συντηρητικούς, την αμερικάνικη ανεξαρτησία, τη γαλλική επανάσταση, ακόμη πιο πριν κι από τους βασιλιάδες και τους αυτοκράτορες και τις εκκλησίες και τους ευγενείς και τα φέουδα, στην αυγή της ανθρωπότητας, οι ανθρώπινες κοινότητες συγκρότησαν τους πρώτους θεσμούς γύρω από τρεις βασικές ανάγκες: την προστασία των πόρων της κοινότητας, την επίλυση των διαφορών μεταξύ των μελών τους και την εφαρμογή των κανόνων τους.
Αυτοί που επέλυαν τις διαφορές λέγονταν γέροντες, σοφοί, ιερείς, μάγοι. Αργότερα έγιναν  "Βουλή του Αρείου Πάγου", "Ηλιαία", πραίτωρες", "τιμητές", "αγορανόμοι", "ίππαρχοι", "βασιλείς-δικαστές"  και άλλα πολλά.
Δίχως αυτή τη συνθήκη καμιά ανθρώπινη κοινότητα δεν μπορεί να λειτουργήσει. Απλώς κατασπαράσσεται κι αφανίζεται. Καταρχήν μεταξύ της και στη συνέχεια από τους άλλους.
Το κράτος δικαίου, ήδη από τον 19ο αιώνα, οργάνωσε σταδιακά με ανεξάρτητο τρόπο αυτή την εξουσία, ώστε να διασφαλίζεται κατά το δυνατόν η αντικειμενικότητα της κρίσης της στην επιβολή των νόμων.
Προϋπόθεση για να λειτουργήσει η δικαιοσύνη είναι να αποδίδεται έγκαιρα, κατά το δυνατόν άμεσα. Όχι όταν το νόημα της διαφοράς έχει εκλείψει ή οι πρωταγωνιστές έχουν χαθεί.
Ο Anders Behring Breivik, ο πλέον αποτρόπαιος εγκληματίας δολοφόνος  που εμφανίστηκε στην Ευρώπη τις τελευταίες δεκαετίες, και μάλιστα στην ειρηνικότερη χώρα της, στη Νορβηγία, δικάστηκε και καταδικάστηκε μόλις μερικούς μήνες από τη σύλληψή του. Η δίκη του Timothy McVeigh, του τρομοκράτη της Οκλαχόμα, ξεκίνησε έναν χρόνο μετά. Ο νόμος (διαφορετικός σε κάθε περίπτωση) εφαρμόστηκε. Το κοινό περί δικαίου αίσθημα ικανοποιήθηκε. Οι άνθρωποι μπορούν να στοχαστούν επάνω στις αιτίες που γέννησαν αυτά τα τέρατα και να επουλώσουν τις πληγές τους. Οι υποψήφιοι εγκληματίες να παραδειγματιστούν.
Στη χώρα μας η δικαιοσύνη απλώς έχει σταματήσει να λειτουργεί. Ούτε για τα μικρά ούτε για τα μεγάλα. Ούτε για τα αστικά ούτε για τα ποινικά.
Οι υποθέσεις εκδικάζονται χρόνια μετά, όταν σε πολλές περιπτώσεις τα στοιχεία έχουν πια ξεχαστεί, οι άνθρωποι έχουν αλλάξει ζωή, τόπο ή και χώρα, οι επιχειρήσεις έχουν  χαθεί, η ίδια η διαφορά αρκετά συχνά δεν έχει πλέον νόημα. Από τη διένεξη με τον γείτονα, τον νοικάρη, την ασφαλιστική εταιρεία, τον εργολάβο, τον πελάτη, την επιχειρηματική διαφορά ως τον πιθανό τρομοκράτη και τον δολοφόνο, παντού μια γενικευμένη σχεδόν καθολική αρνησιδικία.
Μια άλλη βασική αρχή είναι ότι το κόστος της απόδοσης της δικαιοσύνης το αναλαμβάνει το κοινωνικό σύνολο. Η επίλυση διαφορών και η εφαρμογή του νόμου αποτελεί βασική λειτουργία του κράτους, σημαντικό μέρος του σκληρού πυρήνα της ύπαρξής του. Αλλιώς η μικρή διαφορά, που αποτελεί τη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, δεν θα βρει ποτέ τον δρόμο του δικαίου. Φυσικά, με τους αναγκαίους αποτρεπτικούς μηχανισμούς για την άσκοπη χρήση της. Όχι όμως πονηρά εισπρακτικούς, καθώς αυτοί ακυρώνουν την ηθική και λειτουργική ουσία της δικαιοσύνης και δημιουργούν απλώς προσόδους για τρίτους και αρπαχτές για το δημόσιο.
Στο καθεστώς της γενικευμένης αρνησιδικίας που επικρατεί στη χώρα μας, η αγορά ενσωματώνει τόσο το κόστος της λειτουργίας όσο και της μη λειτουργίας της δικαιοσύνης και διαμορφώνεται ανάλογα.
Η καθυστερημένη εκδίκαση πολλαπλασιάζει την ανάγκη για δικαστικές προσφυγές επιδεινώνοντας το πρόβλημα σε έναν φαύλο κύκλο. Σε περιόδους περιορισμένης ρευστότητας κανείς δεν πληρώνει, ακόμη και να έχει να πληρώσει. Το κόστος της καθυστέρησης της οφειλής για χρόνια είναι πολύ μικρότερο από το επιτόκιο που θα πλήρωνε ο οφειλέτης εάν δανειζόταν. Το πρόσθετο κόστος γι' αυτόν που έχει δίκιο μειώνει τη διαπραγματευτική του ισχύ, ενώ το ρίσκο να μην πάρει ποτέ τα χρήματά του κάποιος που δίκαια του οφείλονται τρία και πέντε χρόνια μετά είναι πολύ μεγάλο. Ακόμη κι αν αγνοήσει την πιθανότητα κακοδικίας, τον χαμένο χρόνο, το χρηματικό κόστος, ξέρει ότι οι αποφάσεις σπάνια μπορούν να εφαρμοστούν έγκαιρα και χωρίς και άλλες επιπρόσθετες δαπάνες. 
Το κράτος μας, που αδυνατεί να εφαρμόσει τις αποφάσεις που αφορούν δικά του συμφέροντα, απλώς αδιαφορεί (όταν δεν εμποδίζει με διάφορους τρόπους) την εφαρμογή των αποφάσεων που αφορούν την επίλυση διαφορών μεταξύ των πολιτών. Πρακτικά η επίλυση μιας διαφοράς 1.000, 2.000 ευρώ είναι απαγορευτική. Οπότε παράγεται γενικευμένη ανομία.
‘Η συμβιβάζεσαι με την αδικία ή τρέχεις στο δικαστήριο και χαλάς κι άλλα χρήματα και χρόνο. Παρόμοια είναι η κατάσταση στις περιουσιακές διαφορές. Καταπατήσεις επιβεβαιώνονται de facto, αυθαίρετα χτίζονται. Σε αυτό το πλαίσιο κανείς δεν μπορεί να πάρει αποφάσεις, να υπογράψει συμφωνίες, να σχεδιάσει για το μέλλον και να επενδύσει σε αυτό μεγαλύτερα αλλά, κυρίως, μικρότερα ποσά, να επενδύσει τα καθημερινά του όνειρα.  
Έτσι σταδιακά η δικαιοσύνη και το κράτος υποκαθίστανται από συμμορίες και μαφίες που απαντούν στη ζήτηση μιας καινούριας αγοράς, που δημιουργείται και μεγαλώνει στο κενό που αφήνει η κρατική δυσλειτουργία. Δίκιο έχει όποιος έχει τα περισσότερα καλάσνικοφ και τη δυνατότητα να αγκαζάρει τους πιο πολλούς χαζοφουσκωτούς. Αυτός που μπορεί να εξασφαλίσει την επιβολή της δικαιοσύνης προσλαμβάνοντας έναν εγκληματία, μια συμμορία είσπραξης, έναν "προστάτη". Σίγουρα πάντως όχι ο πιο αδύναμος. Και όποιος δεν έχει τη δυνατότητα ούτε γι' αυτό, ο πιο ευάλωτος, ο πιο απελπισμένος, σπρώχνεται να αναζητήσει φυσική ή πολιτική «προστασία» σε βίαια ναζιστικά μορφώματα, που έχουν όλα τα στοιχεία των  μαφιόζικων  συμμοριών προστασίας.
Είναι αυτή η αντανάκλαση στην πολιτική της αρνησιδικίας και της αδυναμίας επιβολής του νόμου. Οι συμμορίες αυτές προσθέτουν στην εγκληματική τους βάση την επικίνδυνη ιδεολογική διάσταση καθώς επιχειρούν να αλώσουν μέσω των διαδικασιών της Δημοκρατίας το κράτος ή ό,τι έχει απομείνει από αυτό. Από κοντά έρχονται και οι ενισχύσεις των  τρομοκρατημένων τρομοκρατών που ληστεύουν τράπεζες και σουπερμάρκετ, βάζουν γκαζάκια από δω κι από κει, και πυροβολούν αδέξια ό,τι βρουν, ψελλίζοντας κάτι ακατάληπτα θρησκόληπτα ιδεολογήματα. 
Μπορεί κανείς να φανταστεί τι θα συνέβαινε στους δρόμους των πόλεων σε προηγμένες κοινωνίες, στο Παρίσι, στο Λονδίνο, στη Νέα Υόρκη, στη Μαδρίτη, εάν η δικαιοσύνη έπαυε να λειτουργεί όπως έχει συμβεί πρακτικά στη χώρα μας;
Είναι κι αυτό μια απόδειξη της ελληνικής υπανάπτυξης: δεν σκοτωνόμαστε (ακόμη), ανεχόμαστε την έλλειψη της βασικής κρατικής λειτουργίας σαν φυσικό γεγονός και αποδεχόμαστε την υποκατάστασή της από προστάτες και νονούς, γιατί βαθιά μέσα μας ένα μεσαιωνικό τμήμα της νοοτροπίας μας το επιτρέπει.
Η περίπτωση του Κώστα Σακκά, παρότι ποινική και όχι αστική, είναι ίσως από τις πλέον χαρακτηριστικές περιπτώσεις αρνησιδικίας. Tο κράτος ανίκανο να εκδικάσει μια κρίσιμη και συμβολική υπόθεση έγκαιρα και να τιμωρήσει έναν εγκληματία, εφόσον αυτός αποδειχθεί ένοχος, ή να αθωώσει έναν πολίτη, εάν αποδειχτεί αθώος, τελικά  τον δικαιώνει ηθικά χωρίς δίκη, δίχως κρίση, ενώ παράλληλα τον εξοντώνει φυσικά. Το ακριβώς αντίθετο δηλαδή από αυτό που θάπρεπε να επιδιώκει: την ηθική ήττα της ιδεολογίας του εγκλήματος και όχι τη φυσική εξόντωση ενός κατηγορούμενου δίχως δίκη και δίχως κρίση, η οποία αποτελεί ήττα της Δημοκρατίας.
Το παιχνίδι χάθηκε  για όλους αλλά για λάθος λόγους: για τον κατηγορούμενο που εξωθείται στα άκρα, για το κράτος που αυτοπαγιδεύεται, για τους πολίτες που παραπλανιούνται, για τη Δημοκρατία που ξεφτιλίζεται.  
Το κράτος εμφανίζεται να προσπαθεί απελπισμένα κι άκομψα να κρύψει την ανικανότητά του να ασκήσει τη βασική εξουσία της απόδοσης δικαιοσύνης με δικονομικά τερτίπια και εμφανώς παράνομες πρακτικές, ακυρώνοντας την ουσία του Κράτους Δικαίου.
Ακυρώνει το συμβόλαιο εμπιστοσύνης κράτους-πολίτη και χαρίζει το ηθικό πλεονέκτημα στην τρομοκρατία, άσχετα από τον συγκεκριμένο κατηγορούμενο.
Δικαιώνει άδικα, από απλή ανικανότητα, αβελτηρία  και κοινή βλακεία, το παλιό σύνθημα ότι το κράτος είναι ο πρώτος τρομοκράτης. Με τις πράξεις του αλλά, κυρίως, με τις παραλείψεις του.
Η μη απονομή δικαιοσύνης και η αδυναμία εφαρμογής των αποφάσεών της υποθάλπει τον γενικευμένο φόβο, τη γενικευμένη δυσπιστία, επιβεβαιώνει την καθολική ανασφάλεια.
Αν η αποτυχία αυτή δεν είναι η κατά κράτος επικράτηση του τρόμου, αν δεν είναι υπόθαλψη της τρομο-κρατίας, τότε τι είναι;
Ποιος θα δικάσει και θα αποδώσει ευθύνες λοιπόν στους κρατικούς τρομο-κράτες, σε όλους τους υπουργούς που πέρασαν από το κρίσιμο Υπουργείο Δικαιοσύνης και ανέχθηκαν την αρνησιδικία, τη δημιουργία της αγοράς του τρόμου, τον εξευτελισμό της Δημοκρατίας;
Όλους αυτούς που δεν έπραξαν αυτά που όφειλαν για να λειτουργούν έγκαιρα και αποτελεσματικά οι μηχανισμοί της Δικαιοσύνης, που είναι θεμελιώδεις  για την οικονομία, για την ελευθερία, για τη Δημοκρατία, για την αξιοπρέπεια και τελικά την ίδια την επιβίωση των πολιτών και της χώρας;
Αλλά κάτι ξεχάσαμε. Αυτοί έχουν ασυλία για τις πράξεις τους.
Κυρίως όμως για τις παραλείψεις τους.  

Γιώργος Γιαννούλης- Γιαννουλόπουλος

Υ.Γ. 22/7/2015. 

Το άρθρο αυτό γράφτηκε στις 2 Ιουλίου του 2013 με αφορμή την υπόθεση του Κώστα Σακκά. Αν αναρωτιέστε γιατί φτάσαμε ως εδώ, η απάντηση είναι αυτή: Θα μπορούσε να είχε γραφτεί ακριβώς το ίδιο χθες.
Δυο ολόκληρα χρόνια μετά, τίποτε δεν έχει αλλάξει. Οι τρομοκράτες ναζί αυτή τη φορά που, σε αντίθεση με τους άλλους, είχαν την εξυπνάδα να χρησιμοποιήσουν τους μηχανισμούς της Δημοκρατίας, αφήνονται αδίκαστοι. Από τους υποστηρικτές των τρομοκρατών μπαχαλάκηδων. Και ψηφίζουν μαζί τους στη Βουλή.
Το κράτος ουσιαστικά αρνησιδικεί σε κάθε υπόθεση, εκτός από αυτές με ισχυρή βούληση της εκτελεστικής εξουσίας και των πελατών της. Και η αγορά αυτορρυθμίζεται με κάθε μέσο, θεμιτό και κυρίως αθέμιτο, στρεβλωμένη πάντα υπέρ των ισχυρότερων. Που διαθέτουν και τα όργανα επιβολής του νόμου τους πλέον, αφότου άνοιξαν οι φυλακές και βγήκαν μέχρι και οι βαρυποινίτες. Ενώ η Βουλή συζητά και πάλι έναν νέο κώδικα πολιτικής δικονομίας καθ' υπόδειξη των δανειστών. Αθάνατη Ελλάς, που πεθαίνεις κάθε μέρα.





No comments:

Post a Comment