Το 1494 ο Γερμανός θεολόγος συγγραφέας Sebastian Brant δημοσίευσε στη Βασιλεία της Ελβετίας, ένα σατιρικό βιβλίο βασισμένο σε παλιούς μεσαιωνικούς μύθους για τρελούς που μαζεύονταν σε παλιά καράβια και τους ξαπόστελναν ξάρμενους στ’ανοιχτά.
Ο Brant μιλά για ένα τέτοιο καράβι με 110 τρελούς που σαλπάρανε για τον παράδεισο. Το πλήρωμα ξεκινά από τη Βασιλεία το ατυχές και δύσμοιρο ταξίδι του. Χάνονται όλοι σταδιακά κι αφανίζονται λόγω της αλλοπρόσαλλης συμπεριφοράς τους. Το πλοίο στο οποίο αναφέρεται ο συγγραφέας ήταν το καράβι του διεφθαρμένου και οπισθοδρομικού μεσαιωνικού κλήρου.
Το κείμενο του Brant ταξίδεψε πολύ στα αφρισμένα κύματα της Μεταρρύθμισης.
Ως το 1509 μεταφράστηκε στα λατινικά, στα γαλλικά και στα αγγλικά. Πολλές από τις αρχικές του ξυλοτυπίες πιστεύεται ότι σκαλίστηκαν από τον ίδιο τον Durer. Συνδέθηκε με σημαντικά έργα της εποχής και των εποχών που ακολούθησαν, το ομώνυμο αλληγορικό έργο του Hieronymus Bosch (1490-1500), μέχρι και με σημαντικούς καλλιτέχνες του 20ου αιώνα, ανάμεσα στους οποίους οι Art Hazelwood, Dusan Kallay, Istvan Orosz, Brian Williams. Επηρέασε μεγάλους στοχαστές, από την Αναγέννηση ως τον MIchel Foucault στον 20ο αιώνα.
Έτσι το πλοίο των τρελών έφτασε αρμενίζοντας αλλοπαρμένο ως τις μέρες μας, στην ακρινή αυτή γωνιά της Ευρώπης, όπου η Βαλκανική χερσόνησος σβήνει τις οροσειρές της στη Μεσόγεια θάλασσα, στους δρόμους της Ασίας και της Αφρικής, έναν τόπο που μετεωρίζεται ανάμεσα στο μέλλον και σε ένα παρελθόν που παλεύει να ξαναγίνει μέλλον. Μιας ουτοπικής γης στην καρδιά της αγοράς των συλλογικών ονείρων της Δύσης που έχουν τις ρίζες τους στην εποχή που έζησε και ονειρεύτηκε ο σπουδαίος Sebastian Brant.
Τριάντα τρία χρόνια μεσοπέλαγα
Mετά από τριάντα τυχερά χρόνια αναισθητικής μπουνάτσας, σε τρία χρόνια στη θύελλα η ελληνική οικονομία έχει συρρικνωθεί κατά 25%, καθώς οι τρελοί συνεχίζουν να κουμαντάρουν το γέρικο σκαρί στον δρόμο για τον Παράδεισο. Οι καθαρές ετήσιες απολαβές των εργαζομένων μειώθηκαν κατά μέσο όρο πάνω από 40% στον ιδιωτικό τομέα και κατά 20% περίπου στον δημόσιο τομέα (οι ασφαλιστικές εισφορές, όμως, ως ποσοστό παραμένουν ίδιες ή μάλλον αυξήθηκαν αναλογικά με το εισόδημα σε μέσους όρους). Αντίστοιχα μειώθηκε και το ύψος των συντάξεων οριζόντια, καθώς φυσικά δεν μπορούσαν πλέον να τροφοδοτούνται από τους λιγότερους και χαμηλότερα πληρωμένους μισθωτούς. Οι στρεβλές όμως συντάξεις των ευγενών ταμείων, που χρηματοδοτούνται από τον προϋπολογισμό ανά συνταξιούχο πολύ περισσότερο από τους συνταξιούχους του ΙΚΑ και πληρώνονται και από τους περίφημους «κοινωνικούς πόρους», δηλαδή φόρους επί της οικονομικής δραστηριότητας, που πληρώνουμε όλοι, παρέμειναν σχετικά ανέγγιχτες. Όπως και οι συντάξεις στα 40 και τα 50 και πολλές άλλες.
Οι φόροι επί του υπολοίπου διαθέσιμου εισοδήματος αυξήθηκαν σημαντικά και δυσανάλογα με την αγοραστική δύναμη που απέμεινε στους εργαζόμενους, Πέρα από τις αστειότητες της εστίασης, όπου ανεβοκατεβαίνει, ο ΦΠΑ ανέβηκε στο 23%, ο φόρος εισοδήματος πλήττει σχεδόν από το πρώτο ευρώ τους μισθωτούς, ελεύθερους επαγγελματίες και συνταξιούχους. Ακόμη χειρότερα, φόροι οι οποίοι δεν σχετίζονται με το εισόδημα αλλά με την περιουσιακή κατάσταση επιβλήθηκαν σε ποσοστά δυσανάλογα, ποσοστά δήμευσης.Τεκμήρια που προκύπτουν από την κατοχή κινητών και ακινήτων περιουσιακών στοιχείων, φόροι και τέλη ακινήτων, φόροι που προσδιορίζονται από την κατοχή ακινήτων, τέλη αυτοκινήτων, σκαφών και ό,τι άλλο νεο-οθωμανικό μπορεί να φανταστεί ο ανθρώπινος νους.
Η ομηρεία των πολιτών επεκτάθηκε με την ψήφιση δεκάδων φορολογικών αλληλοαναιρούμενων νόμων μέσα στην περίοδο αυτή, που προστέθηκαν στα προηγούμενα δημιουργώντας νέες αντιφάσεις και γκρίζες ζώνες. Έτσι το άγιο δισκοπότηρο του πολιτικού μας συστήματος, η λύση «δια πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν», η περίφημη «μάχη κατά της φοροδιαφυγής», μετατρέπεται σε πόλεμο κατά του συνόλου του πληθυσμού. Η μείωση της υπερτιμημένης, συγκριτικά με άλλες χώρες, ανεπίσημης οικονομίας στα μέσα επίπεδα της Ευρώπης (από 27 % του ΑΕΠ στο 20-22% περίπου) προϋποθέτει μια στοχευμένη πολιτική φορολογικής δικαιοσύνης. Η επιβολή της νομιμότητας, για να είναι επιτυχής και ηθική, οφείλει να είναι απολύτως στοχευμένη στους πολίτες εκείνους οι οποίοι συνειδητά και από πρόθεση παρανομούν και φοροκλέπτουν και όχι από αδυναμία συμμόρφωσης. Πρέπει να δίνουν όμως ταυτόχρονα σε όλους τους υπόλοιπους μια απόλυτη αίσθηση ασφάλειας, ότι εάν πληρώνεις τους φόρους σου (οι οποίοι είναι σαφείς, ξεκάθαροι και δεν αλλάζουν αναδρομικά σε σχέση με τις προγενέστερες οικονομικές αποφάσεις των πολιτών), δεν υπάρχει ποτέ περίπτωση να σε ενοχλήσει κανείς. Αν έτσι κι αλλιώς απειλείσαι, αν έτσι κι αλλιώς θα στα πάρουν αν τους λείπουν, έχεις το κύριο κίνητρο να φοροδιαφύγεις.
Το σύνολο των πολιτών είναι παράνομο ή ημιπαράνομο, είτε το γνωρίζει είτε όχι. Του το λένε σε κάθε περίπτωση κατάμουτρα εν είδει απειλής και το επικυρώνουν στα μάτια των δανειστών οι ίδιοι οι τρελοί κυβερνώντες. Ο μηχανισμός είσπραξης των κρατικών εσόδων μετατρέπεται σε φορολογική τρομοκρατία, η οποία, μη διαχωρίζοντας ξεκάθαρα και με σαφήνεια τη νομιμότητα από την παρανομία, προστατεύει πίσω από τα γυναικόπαιδα τους πραγματικούς εγκληματίες.
Στην ίδια περίοδο η ανεργία αυξήθηκε επίσημα κοντά στα δύο εκατομμύρια άτομα (27,6%) σε ένα συνολικό εργατικό δυναμικό 6 με 6,5 εκατομμυρίων ατόμων περίπου, που δυνητικά θα μπορούσε να εργάζεται. Πιθανότατα είναι παραπάνω, καθώς η γραφειοκρατία και οι περίπλοκες ρυθμίσεις αλλά και η έλλειψη κινήτρων δεν επιτρέπει να καταγραφούν ως άτομα που αναζητούν εργασία σε μεγάλο μέρος των μόνιμα εγκατεστημένων μεταναστών, των γυναικών και των νέων (μέσω της υποχρεωτικής θητείας). Την ίδια στιγμή στην Πορτογαλία, που ακολουθεί παρόμοιο πρόγραμμα από το 2011, η ανεργία για πρώτη φορά εμφανίζει τάσεις μείωσης από το 17 στο 16,4%.
Παραδόξως, οι τιμές σημείωσαν μια δυσανάλογα μικρή και ασύμμετρη υποχώρηση. Οι τιμές των ενοικίων μειώθηκαν αρκετά μεταξύ 12 και 20%, με περιορισμένη επίπτωση όμως σε μια χώρα με υψηλά ποσοστά ιδιοκατοίκησης. Στην πραγματικότητα, οι χαμηλότερες τιμές μαζί με τον κίνδυνο ανείσπρακτων ενοικίων και το κόστος και την αδυναμία επιβολής των δικαστικών αποφάσεων έχουν οδηγήσει σε χιλιάδες κενά ακίνητα. Η μείωση αυτή μεγαλύτερη επίπτωση είχε στην αγοραία αξία των ακινήτων παρά στην τσέπη των νοικοκυριών.
Αντίθετα, η φορολόγηση των ακινήτων (αλλά και η γενικότερη φορολόγηση της οικονομίας μέσω των ακινήτων) αυξήθηκε δραματικά. Δεκάδες «αντικειμενικοί» φόροι, τέλη και εισφορές εκκινούν από τις «αντικειμενικές» αξίες των ακινήτων. Θυμάται όμως κανείς την υπόσχεση (που παρουσιάστηκε ως απειλή) ότι οι αντικειμενικές τιμές θα αντιστοιχιστούν σε αυτές τις αγοράς (παρότι το λογικό θα ήταν να βρίσκονται σε μια απόσταση ασφαλείας 10-20% χαμηλότερα, για να αποφεύγονται στρεβλές καταστάσεις που η αντικειμενική είναι υψηλότερη από την τιμή αγοράς); Προφανώς, η Κυβέρνηση και η Τρόικα το «ξέχασαν». Καθώς πλέον σε πλείστες περιπτώσεις η αντιστοίχιση αυτή θα οδηγήσει σε σημαντική μείωση των αντικειμενικών αξιών, η οποία θα φέρει με τη σειρά της μείωση των φόρων που πηγάζουν από την τιμή ζώνης των ακινήτων.
Φυσικά, οι συναλλαγές στην κτηματαγορά έχουν πρακτικά μηδενιστεί με αντικειμενικές πάνω από τις τιμές αγοράς συναρτημένες με ένα άμεσο και έμμεσο φορολογικό βάρος που είχε λάβει υπόψη τιμές υψηλότερες των αντικειμενικών κατά πολύ. Οι αξίες πιέζονται έτσι περαιτέρω μεγαλώνοντας περισσότερο το άνοιγμα ανάμεσα σε αντικειμενικές και συναρτημένους φόρους και αξία του περιουσιακού στοιχείου, σε έναν φαύλο κύκλο απαξίωσης και αποεπένδυσης. Πρακτικά, κανείς δεν αγοράζει στην Ελλάδα πλέον. Οπότε τα ακίνητα παραμένουν μόνο ως όμηρος του κράτους που χρησιμοποιείται για να εκβιάσει αποτελεσματικότερα, ώστε να βάλει βαθύτερα χέρι στις αποταμιεύσεις των πολιτών. Εξ' ου και η ιδιαίτερη σημασία της δυνατότητας κατάσχεσης της πρώτης κατοικίας. Κανένας δεν έχει τι να την κάνει αυτή τη στιγμή και να την κατασχέσει. Η απειλή είναι σαφής: τράβα βρες λεφτά, ρευστό και φέρτα. Από όπου και με όποιο τρόπο νομίζεις. Η απειλή του νταβατζή, του εκβιαστή ή του dealer.
Οι τιμές των ειδών πρώτης ανάγκης παρέμειναν σχεδόν σταθερές ή μειώθηκαν ελάχιστα, όπως και οι τιμές στην εστίαση και την ψυχαγωγία. Προφανώς, η μείωση του μισθολογικού κόστους απορροφήθηκε κατά κύριο λόγο από την άνοδο στοιχείων πρωτογενούς κόστους για τις επιχειρήσεις (κυρίως φόρων). H μείωση του κύκλου εργασιών σε σχέση με τις ανελαστικές πάγιες δαπάνες, που περιόρισε τις οικονομίες κλίμακας, η αύξηση του χρηματοοικονομικού κόστους (αδυναμία τραπεζικού δανεισμού ακόμα και έκδοσης εγγυητικών για τη στήριξη της υγιούς επιχειρηματικής λειτουργίας), το κόστος της ανασφάλειας για το άμεσο μέλλον, αλλά σε έναν βαθμό και η ολιγοπωλιακή οργάνωση της αγοράς (λόγω της αδύναμης κρατικής παρέμβασης στην προώθηση του ανταγωνισμού) δεν επέτρεψαν τη μείωση των τιμών.
Αυτό συνιστά θεμελιώδη αποτυχία. Χωρίς βιώσιμη και μόνιμη μείωση των τιμών των προϊόντων και υπηρεσιών δεν γίνεται να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, δηλαδή να κατορθώσει να παράγει προϊόντα και υπηρεσίες που κάποιος κάπου στον κόσμο είναι διατεθειμένος να αγοράσει στην τιμή και ποιότητα στην οποία προσφέρονται.
Ο άλλος συντελεστής της ανταγωνιστικότητας, η ποιότητα, δεν μεταβλήθηκε ουσιαστικά εκτός από εξαιρέσεις, καθώς η μεταβολή του προϋποθέτει δημόσια και ιδιωτική επένδυση και μάλιστα στοχευμένη κατάλληλα, ιδιαίτερα σε τομείς όπως η έρευνα, η Παιδεία, οι υποδομές και τα δίκτυα, το περιβάλλον, η πληροφόρηση των παραγωγών, τα συστήματα ελέγχου και επιβράβευσης της ποιότητας κλπ. Απαιτείται επίσης να προωθηθούν δομικές μεταρρυθμίσεις στην αγορά, οι οποίες να απελευθερώνουν και επιβραβεύουν την άνοδο της ποιότητας και την έξυπνη επένδυση.
Αποεπένδυση
Σε όλους αυτούς τους τομείς έλαβε χώρα επιταχυνόμενη αποεπένδυση και από το κράτος και από τις επιχειρήσεις. Σε 1,9 δισεκατομμύρια ευρώ ανήλθε η αποεπένδυση το 2011 μόνο στον ιδιωτικό τομέα. Δεν υπολογίζεται η ελλειμματική επένδυση στην ανανέωση παγίων που απαξιώνονται των επιχειρήσεων και του κράτους.
Η κρισιμότερη διαδικασία αποεπένδυσης συντελείται όμως στον σημαντικότερο αναπτυξιακό πόρο, το ανθρώπινο κεφάλαιο.
Οι παραγωγικότεροι κάτοικοι (επιστήμονες, νέοι, στελέχη) εγκαταλείπουν τη χώρα σταδιακά, καθώς βρίσκονται μπροστά σε ένα προσωπικό αδιέξοδο. Η δημιουργικότητά τους, η όρεξη για δουλειά και οι γνώσεις τους (που αποτελούν επένδυση της χώρας) δεν βρίσκουν παραγωγική διέξοδο. Και εάν κάπου μετά από δυσανάλογα πολλή δουλειά βρουν τρόπο να παράγουν πλούτο, δεν επιβραβεύονται ούτε κοινωνικά ούτε οικονομικά. Το κράτος κατάσχει πρακτικά το αποτέλεσμα των κόπων τους, θεωρώντας ότι δικαιούται να τους αφαιρεί συνολικά παραπάνω από το 60-70% μέσω του φορολογικού και ασφαλιστικού συστήματος, χωρίς να επιστρέφει πρακτικά τίποτα, ούτε σε αυτούς που έχουν πράγματι ανάγκη.
Στη φυγή τις ομάδες αυτές ακολουθεί και μεγάλο μέρος των λιγότερο καταρτισμένων αλλά παραγωγικών ανθρώπων και των μεταναστών, μειώνοντας την παραγωγική βάση της χώρας.
Με δυο λόγια, η χώρα γερνάει και ερημώνει με ταχείς ρυθμούς. Απομένουν λιγότεροι, λιγότερο παραγωγικοί για να αντιμετωπίσουν ένα δυσκολότερο περιβάλλον.
Παρά ταύτα, οι τιμές βασικών υπηρεσιών παραγόμενων από κρατικά ελεγχόμενες επιχειρήσεις ανέβηκαν σημαντικά, όπως στις αστικές μεταφορές (25% προβλέπεται να αυξηθεί σύντομα, επιπροσθέτως των αυξήσεων που ήδη έχουν γίνει), ενέργεια (ΔΕΗ 15-20% πρόσφατα), καύσιμα, ύδρευση κλπ.
Το ίδιο συνέβη και στο κόστος χρήσης από τους πολίτες του συστήματος Υγείας, ενώ οι παρεχόμενες υπηρεσίες στους τομείς αυτούς δεν βελτιώθηκαν αλλά χειροτέρεψαν, καθώς ελάχιστες επενδύσεις πραγματοποιήθηκαν, όπως και καμία αλλαγή δεν έγινε προς τη βελτίωση της παραγωγικότητας του συστήματος με αλλαγή της διαδικασίας και δομής παραγωγής. Στην πραγματικότητα, σημειώθηκε αποεπένδυση και σε αυτούς τους τομείς όπως και σε όλη την οικονομία, η οποία συνεχίζεται με ρυθμούς επιταχυνόμενους, ενώ η στρεβλή μονοπωλιακή / ολιγοπωλιακή δομή των αγορών αυτών διατηρήθηκε.
Το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων περικόπηκε δραματικά και στην ουσία βρίσκεται κάτω από το ύψος που απαιτείται για την αναπλήρωση των αποσβεσθέντων παγίων (δηλαδή την απαξίωση παλαιότερων υποδομών της χώρας), ενώ οι πολίτες καλούνται να συμμετάσχουν στις δημόσιες επενδύσεις στους δρόμους και στα δίκτυα όχι μόνο μέσα από τους φόρους τους, αλλά και με την άμεση πληρωμή υπέρογκων τελών διοδίων σε συμπράξεις των εθνικών εργολάβων. Το αποτέλεσμα είναι οι δρόμοι να αδειάσουν, οι υποδομές να υποχρησιμοποιούνται και το ίδιο το δημόσιο να χάνει έσοδα από την κίνηση των οχημάτων στους ελληνικούς δρόμους. Ταυτόχρονα αυξήθηκε (αποτρεπτικά σε αρκετές περιπτώσεις) το παράπλευρο κόστους λειτουργίας κάθε υφιστάμενης ή νέας επένδυσης (τουρισμός, βιομηχανία, γεωργία, εμπόριο, real estate) που συναρτάται με την ύπαρξη φθηνών και αξιόπιστων δικτύων.
Όσο για τις ιδιωτικές επενδύσεις στην Ελλάδα, αυτές αποτελούν πλέον το συντομότερο ανέκδοτο σε συνθήκες γενικευμένης φορολογικής και χρηματοπιστωτικής ανασφάλειας, αδυναμίας επίλυσης διαφορών και ανασφάλειας δικαίου, νομισματικής ανασφάλειας και κατάρρευσης της εμπιστοσύνης.
Οι τράπεζες
Το αυξημένο φορολογικό βάρος σε συνδυασμό με τη δραματική μείωση των εισοδημάτων οδήγησε τα νοικοκυριά σε σημαντικές περικοπές, οι οποίες όμως δεν αρκούν για τη διαβίωση τους. Οπότε καταναλώνουν πλέον από τις αποταμιεύσεις προγενέστερων χρόνων, στερώντας επιπλέον ρευστότητα από την οικονομία.
Στην πραγματικότητα, αυτός φαίνεται να είναι και ο κύριος και μόνος στόχος του οικονομικού επιτελείου της Κυβέρνησης, ο οποίος δεν φαίνεται να δυσαρεστεί ιδιαίτερα την τρόικα, καθώς δεν βλέπουν άλλον τρόπο να πάρουν μέρος των χρημάτων τους πίσω: να κατορθώσει να απορροφήσει και τις αποταμιεύσεις, την τελευταία ικμάδα πλούτου των Ελλήνων. Η αύξηση όλων των φόρων, με έμφαση στην επιβολή κεφαλικών φόρων ανεξάρτητων από το πραγματικό εισόδημα, υπηρετεί αυτή την επιδίωξη.
Ταυτόχρονα, οι αδέξιοι χειρισμοί στο τραπεζικό σύστημα έχουν πρακτικά εξαφανίσει τη ρευστότητα. Στην Ελλάδα το πρόβλημα των τραπεζών δημιουργήθηκε από το κράτος και όχι το αντίστροφο.
Οι έμμεσα και άμεσα ελεγχόμενες από το κράτος διοικήσεις υποχρεώθηκαν από τον βασικό μέτοχο μέσω συγκεκριμένων μοχλών πίεσης να αγοράσουν με τα χρήματα των πελατών τους κακής ποιότητας χρηματοοικοικονομικά στοιχεία του ίδιου του βασικού μετόχου (ομόλογα ελληνικού δημοσίου) σε τεράστιες ποσότητες. Πώς λέγεται αυτό, γνωρίζετε; Οι υπαίτιοι κυκλοφορούν πάντως ακόμη ελεύθεροι.
Αυτό συνέβη σε μορφή παροξυσμού στην περίοδο Καραμανλή- Αλογοσκούφη, όταν ήδη είχαν διαπιστώσει ότι οι αγορές δεν τους δάνειζαν πλέον. Την επιλογή αυτή επέβαλαν και στις ιδιωτικές τράπεζες μέσω της εκβιαστικής απειλής χρήσης των γνωστών αδιαφανών κρατικών μηχανισμών που στρεβλώνουν τις αγορές.
Εν συνεχεία οι τράπεζες υπέστησαν την απώλεια εμπιστοσύνης από την αποτυχία του κράτους να βάλει τάξη στα οικονομικά του και τη νομισματική και δημοσιονομική ανασφάλεια, που οδήγησε στη μαζική απώλεια πελατών και καταθέσεων προς ασφαλέστερους προορισμούς.
Και τέλος ήρθε το τρίτο κύμα, της αύξησης των επισφαλειών στο ενεργητικό τους, λόγω της κατάρρευσης της πραγματικής οικονομίας, των επιχειρήσεων και των ιδιωτών που αδυνατούν να εξυπηρετήσουν τα δάνειά τους, ενώ τα στοιχεία που εγγυούνταν τα δάνεια αυτά έχουν πλήρως απαξιωθεί. Οι ελληνικές τράπεζες επέζησαν (όσο επέζησαν) και άντεξαν (όσο άντεξαν) κυρίως χάρη στις υγιείς επενδύσεις τους στο εξωτερικό, στα Βαλκάνια, την Τουρκία και τη Μέση Ανατολή, τις οποίες πλέον αναγκάζονται να αποχωριστούν συρρικνούμενες μαζί με την Ελληνική επιρροή.
Ακόμη και σήμερα, μετά την καταστροφή του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, με τιμές μετοχών που αγγίζουν το απόλυτο μηδέν, το ελληνικό κράτος κινείται σε αντίθετη κατεύθυνση από αυτή της λογικής. Σε συνθήκες πλήρους έλλειψης ρευστότητας και κατάρρευσης του τραπεζικού συστήματος, καταργεί το απόρρητο των καταθέσεων, περιορίζει κάθε προστασία στον καταθέτη, με τη δικαιολογία ότι θέλει να τεθεί στην κεφαλή της παγκόσμιας προσπάθειας για το μαύρο χρήμα. Ενδιαφέρουσα προσπάθεια και σημαντική, αλλά για χώρες όπως η Ελβετία, η Γερμανία και οι ΗΠΑ (ούτε καν για την Αγγλία που ζει από το χρηματοπιστωτικό της σύστημα). Σε κάθε περίπτωση δείχνει άτοπη για μια χώρα που το τραπεζικό της σύστημα δεν έχει μία, δεν μπορεί να δανείσει μία και οι ξένες επιχειρήσεις δεν δέχονται πλέον καν τις εγγυητικές του επιστολές.
Ταυτόχρονα, η ελληνική πολιτική τάξη πιέζει για τη συγχώνευση των φαλιρισμένων μεταξύ τους, μήπως και συνεχίσει να τις ελέγχει και επηρεάζει κάπως, ώστε να δανείζουν με χρήματα των καταθετών (που δεν υπάρχουν πια) το δικό τους σύστημα: από τα κόμματα ως τους φίλους επιχειρηματίες, επιχειρήσεις του Δημοσίου και ΝΠΙΔ που δεν θα δάνειζε κανείς με κριτήρια τραπεζικά.
Το πρόβλημα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος είναι θεμελιωδώς πρόβλημα εμπιστοσύνης. Κανείς δεν θα βάλει τις αποταμιεύσεις του δια της βίας σε έναν οργανισμό όπου φοβάται ότι μπορεί να τις χάσει ανά πάσα στιγμή. Εάν έχει κάποια χρήματα, θα τα κρατήσει στο «στρώμα» εάν δεν έχει τη δυνατότητα να τα τοποθετήσει σε κάποιο πιο αξιόπιστο ίδρυμα κάπου στον κόσμο.
Αυτό όμως επιχειρεί το ελληνικό κράτος με βέβαιη προφανώς αποτυχία. Στις παρούσες συνθήκες η εμπιστοσύνη, και κατά συνέπεια η ρευστότητα, μπορεί να αποκατασταθεί σταδιακά μόνο με την άμεση συγχώνευση των τραπεζικών ιδρυμάτων που λειτουργούν στην Ελλάδα με μεγάλους διεθνείς ομίλους και την πλήρη κατοχύρωση της ανεξαρτησίας των τραπεζικών ιδρυμάτων από το ελληνικό δημόσιο, καθώς και τη μέγιστη δυνατή προστασία των καταθετών.
Το υπόλοιπο και σπουδαίο, οι ελληνικές τράπεζες που κυριαρχούσαν στα Βαλκάνια, χάθηκε οριστικά.
Εν κατακλείδι, πορευτήκαμε για τρία χρόνια ενάντια σε κάθε λογική, με τρόπο που κάθε σοβαρός οικονομολόγος καταλαβαίνει ότι πάσχει θεμελιωδώς. Η πίεση που ασκείται σε στελέχη οργανισμών, όπως το ΔΝΤ, τα οποία έχουν υψηλό επίπεδο τεχνοκρατικής επάρκειας, από το οποίο εξαρτάται η αξιοπιστία των προγραμμάτων του και συνεπώς η δυνατότητα των κρατών που υπάγονται σε αυτά να επιστρέψουν στις αγορές όταν βάζει το ΔΝΤ την υπογραφή του, είναι τεράστια προκειμένου να μη μιλήσουν για λίγο ακόμη και να αποδεχτούν την προφανή ελληνική παράνοια. Οι διαφοροποιήσεις που εμφανίζονται για πρώτη φορά σε αυτή την έκταση στον οργανισμό έχουν αναμφίβολα βάση.
Η απόφαση διάσωσης της Ελλάδας από μια ανεξέλεγκτη καταστροφή μέχρι τώρα υπήρξε μια πολιτική απόφαση της Ευρώπης. Τόσο για την προστασία της δικής της προοπτικής ως χρηματοοικονομικής και πολιτικής ενότητας και, επομένως, της επιβίωσης των λαών της σε συνθήκες παγκόσμιου ανταγωνισμού, αγοράζοντας χρόνο ώστε να οργανωθούν οι αντίστοιχοι μηχανισμοί, όσο και για έναν άλλο λόγο, πιθανόν ουσιαστικότερο γιατί βρίσκεται στο επίπεδο του συμβολικού, δηλαδή εντέλει του ιστορικού.
Οι Ευρωπαίοι γνωρίζουν τι συνεπάγεται η ανεξέλεγκτη κατάρρευση μιας οικονομίας τόσο βαθιά ενσωματωμένης στον διεθνή καταμερισμό εργασίας. Το 70% των τροφίμων αλλά και πολύ μεγάλο ποσοστό των πρώτων υλών (καύσιμα, μέταλλα κλπ) και συντελεστών παραγωγής (μηχανολογικός εξοπλισμός από μηχανήματα, ως κινητά τηλέφωνα και οχήματα) εισάγεται στη χώρα. Με αυτά παράγει τα προϊόντα και υπηρεσίες που εξάγει για να αγοράσει τους συντελεστές παραγωγής που χρειάζεται.
Αυτό σημαίνει ότι έλλειψη σκληρού νομίσματος για την αγορά των αναγκαίων για να συνεχίσει η παραγωγή θα οδηγήσει σε μια γενικευμένη απορρύθμιση και κατάρρευση του παραγωγικού συστήματος και συνεπώς σε κοινωνική κατάρρευση. Η επιστροφή σε μια κλειστή προστατευόμενη οικονομία πολύ χαμηλότερης παραγωγικότητας είναι μια οπισθοδρόμηση η οποία δεν έχει επιχειρηθεί από κανέναν σε αυτή την έκταση, παρά μόνο σε συνθήκες πολέμου ή εμφυλίων, που έχουν οδηγήσει χώρες σε διάλυση, πληθυσμούς σε εξαφάνιση και σε ολοκληρωτικά καθεστώτα.
Σε μια ασταθή και κομβική περιοχή, με πρόσφατα θαμμένους τους διαλυτικούς δαίμονες της ιστορίας, το συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας εύκολα μπορεί να μετατραπεί σε τραγικό μειονέκτημα.
Ο εμφύλιος της Συρίας μπορεί να μοιάζει με παιδικό παιχνίδι πολέμου μπροστά στον εμφύλιο και τη διάλυση της Ελλάδας. Και η εικόνα αυτή, έστω και εάν η χώρα μονωθεί από ένα οικονομικό και φυσικό τείχος προστασίας και απομόνωσης, θα στοιχειώνει την πολιτική ελίτ της Ευρώπης για δεκαετίες, εάν την επιτρέψει από μικροψυχία και ανεπάρκεια.
Παρά τα σημάδια επίπλαστης ευφορίας, για όσους ξέρουν να διαβάζουν τους αριθμούς, είναι φανερό ότι το ελληνικό πρόγραμμα δεν βγαίνει. Ο μόνος τρόπος για να συνεχίσει στον ίδιο δρόμο, ο οποίος διατηρεί κατά το δυνατόν ανέπαφη την εξουσία των υφιστάμενων παρασιτικών ελίτ της χώρας, είναι η περαιτέρω μείωση των καθαρών απολαβών του ανθρώπινου πόρου και η σταδιακή δημιουργία μιας οικονομίας πολύ χαμηλού εργατικού κόστους, ίσως και κάτω από αυτό των γειτονικών χωρών. Μπορεί η ελληνική κοινωνία να αντέξει ειρηνικά παραπέρα τον ξεπεσμό; Μάλλον όχι.
Για τρία χρόνια τώρα το ελληνικό πολιτικό σύστημα, με την θεατρική μαεστρία αλλεπάλληλων εκβιασμών και ψυχοδραμάτων, αβαντάροντας και αναδεικνύοντας θεσμικά τις πιο ακραίες απειλές ως αντιπολίτευση, κάθε φορά προς το χειρότερο (το ζευγάρι κ.κ. Παπανδρέου - αντιμνημονιακού Σαμαρά, αναπαρήχθη ως το ζεύγος των κ.κ. Σαμαρά - αντιμνημονιακού και αντι-ευρωπαίου Τσίπρα), σέρνει εκβιάζοντας τη χώρα και τους εταίρους χρηματοδότες σε ένα μονοπάτι, στο τέλος του οποίου δεν μπορεί να φτάσουν ούτε οι ίδιοι ούτε η χώρα. Για μια δόση ακόμη, για μια μέρα ακόμη, για έναν μήνα υπουργείου ακόμη, για ένα υπουργείο που θάρθει σε λίγο. Επί τρία χρόνια τελειώνουμε, μας βγαίνει η ψυχή, κάθε μέρα πολλές φορές.
Δεν χρειάζεται να είναι ειδικός για να συμπεράνει κανείς ότι η κατάσταση δεν μπορεί να συνεχίσει για πολύ στον ίδιο θολό δρόμο. Η κατάσταση ως έχει δεν είναι βιώσιμη. Τα νούμερα δεν βγαίνουν. Ούτε και οι άνθρωποι.
Στη πραγματικότητα υπάρχουν τρεις δρόμοι:
- Η παθητική αποδοχή της καθολικής φτωχοποίησης και ερήμωσης της γωνιάς αυτής της Βαλκανικής χερσονήσου στην οποία έτυχε να ζούμε,
- Η κατάρρευση των δύο αιώνων ονείρου της νέας ελληνικής πολιτείας σε έναν καταιγισμό από αίμα και πόνο, σαν αυτούς που η γωνιά αυτή ξέρει να γεννάει,
- Η απελευθέρωση της δημιουργικότητας του ελληνισμού των ανοιχτών οριζόντων, του εμπορίου, των επιχειρήσεων, της επιστήμης, του πολιτισμού, ώστε να εκμεταλλευθεί τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας: τη γεωγραφική της θέση και την ομορφιά της, την ικανότητα των κατοίκων της να χτίζουν δρόμους και γέφυρες ανάμεσα στην Ευρώπη και την Ανατολή, αλλά και το μοναδικό φαντασιακό της πλεονέκτημα να βρίσκεται στην καρδιά της Ευρώπης και του σύγχρονου Κόσμου.
Η τελευταία επιλογή προϋποθέτει προοπτική και σχέδιο, προϋποθέτει κουράγιο και θέληση για αλλαγή, αλλά κυρίως προϋποθέτει την ανάδειξη μιας πολιτικής τάξης που αγαπάει τον τόπο και τους ανθρώπους του και μπορεί να τους καταλάβει.
Μπορούμε όμως να τελειώσουμε με μια πολιτική τάξη που εμφανώς ούτε αγαπά ούτε κατανοεί μια χώρα, την πραγματική ζωή της οποίας ελάχιστα έχει ζήσει; Ανθρώπων που έχουν μεγαλώσει σε σχολεία ειδικών προδιαγραφών, έχουν σπουδάσει κατά παραγγελία των σογιών σε πανεπιστήμια του εξωτερικού χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία, μεγάλωσαν και ζουν απομονωμένοι σε ένα προστατευτικό κουκούλι γεωγραφικό και κοινωνικό, οικογενειακό και κομματικό, μέσα στο οποίο ανέπτυξαν στον νου τους μια αλλοπρόσαλλη αυτοαναφορική πραγματικότητα, σαν αυτή των τρελών του πλοίου; Μπορούμε να τελειώνουμε με αυτούς πριν τελειώσουν αυτοί με εμάς, που στα μάτια των σαλεμένων είμαστε το έρμα και το φορτίο του καραβιού τους; Το αξίζουμε άραγε;
Το πλοίο των τρελών ξάρμενο μπάζει πια νερά από παντού κι αυτοί, αλλοπαρμένοι από τη δύναμη των στοιχείων της φύσης που μαίνονται γύρω τους, τα θεόρατα κύματα που κάνουν να αναπηδά το καρυδότσουφλό τους, άλλοι αρπάζονται από τα ξέδετα ξάρτια όσο μπορούν, ουρλιάζοντας ακατάληπτα πράγματα, προτρέποντας κι απειλώντας ότι θα πηδήξουν από το καράβι απ΄ το οποίο κρατιούνται στη μανιασμένη θάλασσα, άλλοι βρίζονται αναμεταξύ τους χειρονομώντας με καμώματα και γκριμάτσες για το χαλασμένο φαγητό του προηγούμενου μήνα ή γιατί ο διπλανός τρελός κατέλαβε μια γωνιά από το αμπάρι, άλλοι χαζεύουν τον γελωτοποιό που χοροπηδάει έξαλλος ανάμεσα στο νερό που πέφτει από παντού, άλλοι, δαιμονισμένοι, καταριούνται τους δαίμονες για τη συμφορά τους και ζητούν αφορισμούς και πυρές κι άλλοι, οι πιο διορατικοί τρελοί, έχουν ήδη καβατζώσει μάταια τα σωσίβια και τις βάρκες.
Καμιά απάντηση τελικά δεν είναι δεδομένη στην ιστορία. Ούτε αν η λογική θα βρει δρόμο απέναντι στην τρέλα.
Μία όμως απάντηση από αυτές θα δοθεί υποχρεωτικά. Ποια θα είναι θα εξαρτηθεί και από τα γυρίσματα του καιρού. Αλλά, κυρίως, θα εξαρτηθεί από τις πράξεις ή τις παραλείψεις κάθε ενός από εμάς. Από τη δική μας τρέλα.
Γιώργος Γιαννούλης- Γιαννουλόπουλος
εικόνες: α. Το πλοίο των τρελών, β. Το πλοίο των τρελών Hieronymus Bosch (1490-1500)
No comments:
Post a Comment