Tuesday, January 31, 2017

Not only Victoria's Secret


Share/Bookmark
Γύρισα για λίγο μες στις γιορτές σε μέρη γνώριμα. Οι σοβάδες ήταν λίγο πιο ξεφτισμένοι, τα καλλωπιστικά των μπαλκονιών απότιστα μες στην απόκοσμη ξηρασία του χειμώνα, οι τοίχοι πιο μουτζουρωμένοι ακατάληπτους χρησμούς, οι είσοδοι των πολυκατοικιών πιο αφιλόξενες. Οι μέρες ολόκληρες ήταν λίγο πιο βρώμικες, το φως πιο θαμπό από την αιθάλη που βγάζουν τα τζάκια της απόγνωσης καθώς καίνε παλιά προεκλογικά φυλλάδια και ο ουρανός στάζει κακής ποιότητας μελάνια. Στα γραμματοκιβώτια φουσκώνουν σα δηλητηριασμένα πρόσφορα οι απλήρωτοι λογαριασμοί, τα διαφημιστικά ενεχυροδανειστηρίων, μανικιούρ, αστρολόγων και βελονιστών. Δια πάσαν νόσον. Κάτι έπιασε το αυτί μου στον φούρνο, αλλά μιλούσαν με μυστικοπάθεια και εν τω μεταξύ είχε αλλάξει ο ιδιοκτήτης και δεν ένιωθα οικειότητα να ρωτήσω. Το κατάλαβα ήδη ότι κάτι τρομερό είχε συμβεί όταν σ’ ένα διπλανό τραπέζι στον Κρούσκα ένας ηλικιωμένος κοίταξε θλιμμένα τη συμβία του και αποφάνθηκε χαμηλόφωνα: «Εγώ σου λέω να μην ακούς κανέναν. Τίποτα δεν θα πάθουμε. Εμάς δεν πρόκειται να μας πειράξει». Στην πραγματικότητα, όμως, ο μόνος που μου μίλησε ανοιχτά για το μυστικό της Βικτωρίας ήταν ο Ρασίντ από την Τυνησία, που έχει το μικρό μπακαλικάκι στη γωνία με Ιουλιανού και που όλοι αποκαλούν "Γιάννη" στη γειτονιά. «Κύριε Ζάνο, εκεί που είσαι να καζήσεις. Εντώ είναι πολύ επικίντυνα, ντε μπορείς να κυκλοφορήσεις, ντε μπορείς να κάνεις ντουλιές, παντού κιντυνεύεις από το ζηρίο.»

Όταν το ανέφερα σε γείτονες άκουσα τις πιο αντιφατικές εκδοχές.

«Ποιο θηρίο, μωρέ; Είναι με τα καλά του ο βλαμμένος ο αράπης; Κάτι μεθυσμένοι πρόσφυγες ήταν. Κι εσύ, μορφωμένος άνθρωπος, κάθεσαι και τον πιστεύεις;», ήταν το σχόλιο του κορακοζώητου κυρίου Καραπιπέρη, που ήταν συνταξιούχος της ΔΕΗ προ αμνημονεύτων, πολύ πριν πάω εγώ στη γειτονιά.

«Δεν μπορώ να πω ότι το είδα με τα μάτια μου», έκανε επιφυλακτικά η κυρία Βίκυ, παλιά υπάλληλος του ΟΟΣΑ στο Παρίσι, «αλλά λέγεται ότι έχει γίνει μεγάλο μακελειό και κανείς δε μιλάει. Έχει ξεκληρίσει οικογένειες ο δράκος της Βικτώριας.» «Και η αστυνομία;», την κοίταξα με πραγματική απορία. «Είσαι καλά αγόρι μου;», αντέτεινε με εμφατική αδιαφορία για το κατά πόσο ένα αγόρι μπορεί να έχει λευκά γένια. Ίσως επειδή τα σοβατεπιά που βαστούν το τσίτωμα πίσω απ’ τα αυτιά της είναι συνομήλικα με τα ξύλινα τείχη της Ακρόπολης. Εις μάτην• τίποτα δεν αντιστέκεται στην πολιορκητική του χρόνου πανουργία. «Τι λες τώρα; Ποια αστυνομία; Εδώ δεν ενεφανίσθη κατόπιν προσκλήσεως όταν μου διέρρηξαν το διαμέρισμα και πήραν ό,τι βρήκαν, μη φανταστείς, τα τιμαλφή τα είχα σε θυρίδες, αλλά τέλος πάντων… Άσε που μερικοί λένε ότι δε μπορεί, θα έχει αβάντα κι από εκεί.» «Τι εννοείτε αβάντα, κυρία Βίκυ; Από πού δηλαδή;» «Ε, καλά τώρα, c’est un secret de polichinelle! Από μέσα ντε! Πρέπει να είναι μιλημένες οι δουλειές αγόρι μου, αλλιώς δεν εξηγείται.»

Η Ουρανίτσα, που ήταν πωλήτρια στο μεγάλο σούπερ μάρκετ που έκλεισε και γι’ αυτό τώρα είναι άνεργη, είχε άλλη άποψη: «Σας το λέω και σας το υπογράφω, τέτοια ζημιά δεν μπορεί να την κάνει άνθρωπος. Δεν είναι ετούτου του κόσμου το κακό που μας βρήκε, κύριε Θάνο μου.» «Ε, βρε Ουρανίτσα, αν ήταν έτσι δεν θα το είχαν πάρει χαμπάρι οι δημοσιογράφοι; Δεν θα έλεγε κάτι η τηλεόραση;» «Ας γελάσω!», με ειρωνεύτηκε η Ουρανίτσα και πραγματικά ένιωσα πολύ ηλίθιος που γελούσε μαζί μου ως και η Ουρανίτσα. «Ποιοι δημοσιογράφοι; Ποια τηλεόραση; Αυτή που μας έταζε λαγούς με πετραχήλια ή η άλλη που είχε νεκρούς στα κάγκελα; Αχαχαχα!», κακάρισε λίγο ακόμα με τη βλακεία μου κι έφυγε, προφανώς ικανοποιημένη που υπάρχουν περισσότερο βλάκες και από την ίδια.

«Σαχλαμάρες», αποφάνθηκε λακωνικά ο Βασίλης ο ψυκτικός, που τέτοιον καιρό έχει αναδουλειές και χρόνο για φλυαρίες. «Είναι κάτι σαν τις λίρες των ανταρτών και τη γουρούνα με τα εφτά χρυσά γουρουνόπουλα. Κάθε συνοικία έχει και από έναν.» «Δηλαδή, δεν υπάρχει δράκος, ρε Βασίλη;» «Πώς δεν υπάρχει!», έκανε με τον χαρακτηριστικό κομπασμό του θυμόσοφου λαϊκού παντογνώστη. «Κι όχι ένας μόνο. Εκατοντάδες δράκοι. Χιλιάδες δράκοι εξοπλισμένοι με μυστικά φονικά όπλα.» Τον κοίταξα καχύποπτα, σκεπτόμενος τα συστατικά των ψεκασμών, αλλά δε σχολίασα. «Τα ψηφοδέλτια!», είπε σε τόνο βαρύγδουπης αποκάλυψης. «Φονικά όπλα, σου λέω. Έπρεπε να ζητάνε ειδική άδεια για να ψηφίσεις, όπως για την οπλοκατοχή». Συμφώνησα. Δεν είναι και πρέπον να διαφωνείς με το λαϊκό αίσθημα.

«Καλά, και τι τους κάνει αυτός ο δράκος;» ρώτησα τη φίλη μου τη Μάρθα, που είναι ψυχοθεραπεύτρια, έχει ασχοληθεί με το θέμα και μου επιβεβαίωνε τα καθέκαστα. «Πτώματα δεν υπάρχουν; Δε ζέχνουν τα διαμερίσματα; Ένας δε βρέθηκε να κινήσει σοβαρή καταγγελία;»
«Από τα στοιχεία που έχουμε φαίνεται πως δεν υπάρχουν πτώματα και νεκροί, τουλάχιστον όχι κλινικά νεκροί.»
«Και τι υπάρχει τότε;»
«Δύσκολο να πω. Η γενική εικόνα δείχνει ότι έχουμε αλλεπάλληλες επιθέσεις, μετά από τις οποίες τα θύματα πέφτουν σε κατάσταση απάθειας και μοιρολατρίας, λίγο σαν ζόμπι. Σπανιότερα οδηγούνται σε βιαιότητες και υστερίες. Οι περισσότεροι αντιδρούν όπως τα θύματα βιασμού ενοχοποιώντας τον εαυτό τους ή οι άνθρωποι που υπέστησαν ξαφνική απώλεια αγαπημένου τους προσώπου και μπαίνουν σε σπιράλ αδράνειας. Υπάρχουν και περιπτώσεις που ελλείψει μορφωτικού υποβάθρου το ρίχνουν σε συνταγές μαγείας, θαύματα αγίων, και άλλα μεταφυσικά.»
«Καλά, και δε μιλάει κανείς; Δε γίνεται τίποτα; Οι υπηρεσίες μέριμνας, η επιστημονική κοινότητα, οι εθελοντικές ομάδες, ο καλλιτεχνικός κόσμος, οι θεσμοί, η δικαιοσύνη; Πού είναι όλοι; Πώς μπορεί να παραμένει μυστικό της Βικτωρίας ένα τέτοιο σαρωτικό φαινόμενο; Αλλού δεν εμφανίζεται;», φώναζα ανόητα, χειρονομώντας σαν σε πανικό.
Η Μάρθα με κοίταξε συμπονετικά και, με σχεδόν απόκοσμα τρομαχτική γαλήνη, συμπλήρωσε: «Όταν ολόκληρο το έθνος φτιάχνει τα νύχια του, σίγουρα δεν είναι πια μυστικό της Βικτωρίας.»




No comments:

Post a Comment