Thursday, October 28, 2021

Εις μνήμην


Share/Bookmark

Η συνήθης ετήσια εθνική έξαρση επί τη ευκαιρία της επετείου του ΟΧΙ
και των χιλιάδων αδίκως χαμένων ή τσαλακωμένων ζωών νέων ανθρώπων και από τις δυο πλευρές του μετώπου στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του '40, μου έφερε στον νου μιαν ακόμη μαρτυρία ανθρώπινη. Μια εξομολόγηση της μάνας μου, το τελευταίο καλοκαίρι που περάσαμε μαζί πριν τρία χρόνια, ένα ζεστό απομεσήμερο στη βεράντα του πατρικού μου στο Παγκράτι.

Στο δικό της πατρικό στην Κάρυστο, όπου ζούσε μικρό κορίτσι όταν κατέρρευσε ο Άξονας και η Ιταλία είχε παραδοθεί, έκρυβαν έναν Ιταλό στρατιώτη. Τους Ιταλούς τους κυνηγούσαν πλέον οι Γερμανοί και τους σκότωναν με συνοπτικές διαδικασίες. Κάτι οι πανάρχαιοι υπόγειοι μεσόγειοι δεσμοί με τους γείτονες, κάτι πως οι νησιώτες δεν είχαν περάσει τόσο δύσκολες στιγμές με τους Ιταλούς στην Κατοχή όσο η υπόλοιπη χώρα με τους Γερμανούς, κάτι οι νέες γεωπολιτικές συμμαχίες της εποχής, οι περισσότεροι ντόπιοι και οι Έλληνες γενικά, πολλές φορές με κίνδυνο της ζωής τους, προσπαθούσαν να σώσουν τους Ιταλούς. Δεκάδες χιλιάδες παιδιά στην πρώτη νιότη τους οι πιο πολλοί, που βρέθηκαν να έχουν ξεμείνει παγιδευμένοι στις ακρογιαλιές και στα βουνά των νησιών του Αιγαίου, από ένα απρόσμενο γύρισμα της ιστορίας.

Την όποια μνησικακία κι αντιπαλότητα από τον πόλεμο του '40 τις είχε παρασύρει το βαθύτερο ρεύμα των γεγονότων κι ό,τι είχε μεσολαβήσει στην Κατοχή, είχανε σβήσει στο αόρατο δίχτυ της κοινής ιστορίας. Οι τοπικές κοινωνίες τους έκρυβαν όπως μπορούσαν τους νεαρούς Ιταλούς και προσπαθούσαν να τους φυγαδεύσουν, να φτάσουν σε μέρη που συμμαχικά καράβια θα τους γύρναγαν σε κάποια γειτονιά της Ρώμης, του Λέτσε, του Παλέρμο ή της Τοσκάνης, να αγκαλιάσουν ξανά την οικογένεια και τους αγαπημένους τους, να πιούνε ένα καλό ιταλικό κρασί και να φάνε μια περιποιημένη μακαρονάδα απ΄ τα χέρια της μάνας τους.

Τον έκρυβαν κι οι παππούδες μου τον Ιταλάκο, που θα ήταν γύρω στα 20 χρονών, για αρκετούς μήνες στο σπίτι τους. Αρχικά στο ενός μέτρου βάθος υπόγειο κάτω απ΄τα σανίδια του υπνοδωμάτιου, κι ύστερα στα κατώγια, κάτι παραπήγματα που ήταν μέσα στο οικόπεδο καμιά πενηνταριά μέτρα απ΄ το σπίτι τους.

Τη μητέρα μου, κοριτσάκι 7-8 χρονών, η μεγαλύτερη από τις δυο αδελφές, την έστελναν οι γονείς της να του πηγαίνει κάθε μέρα φαΐ και νερό, στα κρυφά, για να περνάει απαρατήρητη.

Κάποια στιγμή της είπαν ότι θα τον έπαιρνε ένα καΐκι μαζί με άλλους να τον πάει κάπου που θα τους μάζευαν συμμαχικά πλοία για την επιστροφή. Ακόμη η Λουφτβάφε και τα Γερμανικά υποβρύχια πολεμούσαν και θέριζαν στο Αιγαίο.

Τον είδε τελευταία φορά, του πήγε να φάει και να πλυθεί όπως μπορούσε, τη χαιρέτησε. Το ίδιο βράδυ ακούστηκε μια φοβερή έκρηξη "σαν βροντή", όπως μου είπε, στο νησάκι της Κυραπαναγιάς, στη μέση του κόλπου της Καρύστου. Κατάλαβαν ότι το είχαν χτυπήσει το καΐκι αεροπλάνα. Χάθηκαν όλοι. Έμεινε από τον νεαρό μόνο η ξιφολόγχη του στο υπόγειο, που τη βρήκαμε 40 χρόνια μετά, όταν κάπως ανακαινίσαμε το σπίτι, και κάπου υπάρχει ακόμη.

"Με έπιασε ένα κλάμα ασταμάτητο, για μέρες", μου είπε η μάνα μου. "Στενοχωρήθηκα πολύ, μπορεί να τον είχα ερωτευτεί κιόλας", εξομολογήθηκε, με τη συνηθισμένη ελαφριά διάθεση που έλεγε τα σοβαρά πράγματα η Σμαρούλα. Έτσι άδοξα, σαν ένα βραδινό πυροτέχνημα στη μέση του πελάγου μια νύχτα χωρίς φεγγάρι, τελείωσε μάλλον ο πρώτος παιδικός της έρωτας.

Από χιλιάδες, εκατοντάδες χιλιάδες, εκατομμύρια τέτοιες ιστορίες, όχι πάντα ηρωικές, από απλά στιγμιότυπα ανθρώπινων ζωών που δεν πρόκαναν να τις ζήσουν, που πήραν άλλη τροπή, απρόβλεπτη, που άφησαν χνάρια στις ψυχές, είναι φτιαγμένο το '40 και κάθε πόλεμος, κάθε μεγάλο ή μικρό γύρισμα της ιστορίας.

Γιώργος Γιαννούλης- Γιαννουλόπουλος


No comments:

Post a Comment