Sunday, August 3, 2014

Με το ψαροντούφεκο


Share/Bookmark
Κάθε φορά που ψαρεύω με ψαροντούφεκο και επιστρέφω σε αυτή την πρωτογενή κατάσταση κυνηγού και εμβρύου ταυτόχρονα, ανάλαφρος στο ατέλειωτο μπλε με τους ασημί ιριδισμούς της ζωής και του ήλιου, κάνω την ίδια σκέψη. Ένα ερώτημα ακόμη αναπάντητο.

Ο άνθρωπος όχι μόνο είναι στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας ο ίδιος όντας παμφάγο, αλλά είναι επίσης ένα από τα πλέον άνοστα πλάσματα του πλανήτη. Τουλάχιστον για μεγάλους κυνηγούς.

Πoιο λιοντάρι θα προτιμήσει έναν σκληρό κι όλο κόκαλα άτριχο πίθηκο από μια πεντανόστιμη  αντιλόπη ή μια ψωμωμένη ζέβρα;

Ποιος σοβαρός καρχαρίας θα προτιμούσε αυτό το αδύνατο και άνοστο ζώο της στεριάς από μια ζουμερή φώκια; Στις λίγες περιπτώσεις που δαγκώνουν ανθρώπους, συχνά σέρφερ με τη σανίδα τους επειδή τους μπερδεύουν με κάποιο άλλο θήραμα, τα μεγάλα αυτά ψάρια μάς φτύνουν αμέσως. Μάλλον θα σκέφτονται με το απλοϊκό και υπανάπτυκτο μυαλό τους: "Φτου γαμώτο! Τι αηδία είναι αυτή!! Πώς χάλασαν έτσι στις μέρες μας οι φώκιες!".

Με δυο λόγια, ενώ δεν είμαστε αδιάφορα θηράματα ή ξενιστές για μικρά όντα, έντομα, κουνούπια, κι ακόμη μικρότερα, μικρόβια, βακτήρια, ιούς, όπως όλα τα πλάσματα στη φύση, δεν είμαστε το αγαπημένο πιάτο κανενός μεγάλου θηρευτή. Αυτοί πρέπει νάναι μπερδεμένοι, ή πολύ πεινασμένοι, ή ξέμπαρκοι κι απελπισμένοι για να μας κυνηγήσουν.

Αυτή μας η «αδυναμία» μάς βοήθησε πολύ να επιβιώσουμε ως είδος. Και συνδέθηκε με την επινόηση από τον πανέξυπνο και κοινοτικό νου μας των τεχνικών και κοινωνικών μηχανισμών που μας έδωσαν το πλεονέκτημα ακόμη και έναντι του πολύ πιο σωματώδους ξαδέλφου μας, του Νεάντερταλ. Καθώς δεν διαθέτουμε και πολλά άλλα φυσικά όπλα, ούτε πολύ δυνατό σώμα, μήτε κοφτερά νύχια, ούτε πανίσχυρα δόντια, ούτε παχύ δέρμα, ούτε τέλεια όραση, ούτε την καλύτερη όσφρηση…

Το βλέμμα μου χάνεται στο διάφανο νερό ολόγυρα, ακολουθώντας τις αχτίδες του ήλιου που κατεβαίνουν κυματίζοντας κι αυτές σαν κουρτίνα στον βυθό, ενώ παραμονεύω χαλαρά μήπως και προβάλει μια κίνηση, αναπηδήσει μια σκιά, να αλλάξει χρώμα ένα χταπόδι, κάνοντας το επικίνδυνο λάθος να δηλώσει την παρουσία του, να πλησιάσει παράτολμα κανένας αφελής σαργός.

Σκέφτομαι τότε ότι ο μεγάλος μπαμπούλας στην ιστορία κι η κυρίαρχη ακόμη φοβία στο συλλογικό ασυνείδητο του κατεξοχήν άνοστου κυνηγού, που δεν τρώγεται με τίποτα και δεν τον κυνηγά κανείς, είναι κατά τρόπο ανεξήγητο ένας άλλος Μεγάλος Θηρευτής.

Αν ψάξει κανείς στις φοβίες των ανθρώπων αλλά και στην pop κουλτούρα που τις αντικατοπτρίζει (και τις καλλιεργεί συνάμα) θα βρει τα αμείλικτα σαγόνια του καρχαρία, τα άγρια νύχια του λιονταριού και τα κοφτερά δόντια του λύκου, ζώα τα οποία κινδυνεύουν ήδη με εξαφάνιση εξαιτίας της δικής μας δραστηριότητας. Ακόμη και τα γεννημένα από τη φαντασία μας πλάσματα είναι άγρια ζόμπι που τρώνε σάρκα, βρικόλακες που πίνουν αίμα, εξωγήινα όντα με άγρια νύχια και κοφτερά και γλοιώδη σαγόνια, φυλές ρομπότ και γιγάντιων εντόμων. Τα πιο πολλά μάς θέλουν για τα φιλετάκια μας, για τα πολύτιμα και χυμώδη υγρά μας, το αναζωογονητικό αίμα μας, το μυαλό μας σε μορφή υλική. Κανένα αρπακτικό δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται για το έχειν μας, τη γνώση μας, τα κοπάδια μας, τα σιτηρά μας, τα ζώα μας. Κάτι πιο πολύτιμο, πιο χρήσιμο και πιο θρεπτικό, βρε αδελφέ.

Όλοι και όλες μάς θέλουν για να φάνε το κορμί μας! για να παραφράσω το υπέροχο Γουρούνι του Αρκά.

Τι ματαιοδοξία!

Μια πιθανή εξήγηση που μου πέρασε από τον νου μια φορά, καθώς κυνηγούσα έναν μεγαλούτσικο ροφό αλλά ξέμεινα από ανάσα, είναι πως όσο πιο πολύτιμο θεωρούμε τον εαυτό μας, τόσο δεν μπορούμε να αποδεχτούμε ακόμη και τις ελάχιστες, φυσικές απώλειες. Ένα χτύπημα, μια γρατζουνιά, ένα κάποιο ρίσκο. Ζούμε όλο και περισσότερο αποστειρωμένα.

Στ’ αλήθεια, όμως, δεν έχω πλήρως πειστική απάντηση στο ερώτημα αυτό που με ταλανίζει κατά καιρούς.

Η αυτοκαταστροφική αυτή φοβία, του θηρευτή που μας λιμπίζεται, δυναμώνει περιστασιακά από καταβολής κόσμου, ανάλογα τις έλλογες αντιστάσεις καθενός ή κάθε εποχής. Παίρνει μεγάλες διαστάσεις και κυριεύει είτε μεμονωμένους ανθρώπους, είτε ομάδες ανθρώπων, είτε πολιτισμούς ολάκερους, που βρίσκονται στην κορυφή της αλυσίδας, είναι οι ισχυρότεροι, οι αποτελεσματικότεροι, οι κυρίαρχοι. Κι όμως παραδίνονται στον παράλογο φόβο, γίνονται έρμαια μιας δυσανάλογης ανασφάλειας.

Έτσι καμιά φορά, όταν επικρατεί αυτό το φοβικό θυμικό, οι άνθρωποι, οι οικογένειες, οι χώρες, οι ήπειροι, οι ενότητες σκέψης, μνήμης, μουσικής και πεποιθήσεων, αυτοπεριορίζονται στον εαυτό τους, εσω-στρέφουν, και αυτο-απομονώνονται από τους ανατρεπτικούς κι απρόβλεπτους παράγοντες της αλλαγής που τους κρατούν ισχυρούς, που τροφοδοτούν τις μεταλλάξεις και την εξέλιξή τους.

Αποφεύγουν να εκτίθενται σε μια πραγματικότητα στην οποία οι πιθανότητές τους να βγουν αυτοί κερδισμένοι είναι πολύ περισσότερες. Ερημώνουν τη ζωή τους με φοβίες, για να αποφύγουν την παραμικρή έκθεση στον απίθανο κίνδυνο να νικηθούν συλλογικά από κάποιον αποτελεσματικότερο θηρευτή, το φάσμα του οποίου όμως τους στοιχειώνει και φαντάζει να τους καρτερεί σε κάθε γωνιά.

Έτσι υποκύπτουν στην προοπτική μιας αυτάρεσκης εσωτερικής παρακμής και παραδίδονται στη βεβαιότητα της ήττας. Καθώς, σαν όλες τις μεγάλες αυτοκρατορίες, το σώμα μας όλο και παραπάνω αποστεώνεται κι αδυνατίζει, ακολουθώντας τη μοίρα του ανθρώπου που γερνά ανέραστα.

Τότε, αν δεν το καταλάβουν έγκαιρα οι άνθρωποι της φοβίας κι αφεθούν στη μοναχική παρακμή, έρχονται οι άλλοι, πιο απλοί ίσως αλλά πιο τολμηροί, με γονίδια που αναβράζουν πιο φρενιασμένα κι απρόβλεπτα, πιο φρέσκα κι επιθετικά. Λεηλατούν το έχειν τους, αρπάζουν κι αντιγράφουν ό,τι έχει φτιαχτεί από τους γερασμένους ισχυρούς, αγνοώντας το αποστεωμένο σώμα τους. Κι αν "τόχουν" στα γονίδια τους το απαραίτητο ταλέντο και τσαγανό, βουτούν και στο αληθινά πολύτιμο αλλά γερασμένο και κάπως σαλεμένο πνεύμα τους.

Με τη σκέψη αυτή συνήθως ξαναβουτώ όταν κάτι μού φαίνεται να σαλεύει στον πολύχρωμο βυθό...


Γιώργος Γιαννούλης- Γιαννουλόπουλος








No comments:

Post a Comment