Καθώς οι εξελίξεις τρέχουν σε τέσσερα τουλάχιστον παράλληλα φλεγόμενα πεδία (Παλαιστίνη, Συρία, Ιράκ, Ουκρανία) από τη Μέση Ανατολή ως τον Καύκασο, και άλλα που βρίσκονται στα όρια της ανάφλεξης, το περίπλοκο μπερδεμένο κουβάρι των ισορροπιών και αντιφατικών επιδιώξεων των εμπλεκομένων μετατρέπεται όλο και περισσότερο σε ένα σταυρόλεξο για δυνατούς λύτες.
Δυστυχώς στα Ελληνικά Μέσα Ενημέρωσης αφθονεί η οπαδική διάθεση, που χωρίζει τον κόσμο σε καλούς και κακούς, , σε «δικούς μας» και «άλλους», κυριαρχούν τα στερεότυπα παρά η κριτική σκέψη, η απόπειρα ανάλυσης, κατανόησης σε βάθος και ψύχραιμη επιχειρηματολογία. Η οπαδική συμπεριφορά μετατρέπεται σε τρόπο σκέψης, τσουβαλιάζει σε μια εύκολη ανάλυση τους μεν και τους δε, όπου τους «ορίζει» δίχως να τους κατανοεί, ούτε τους ίδιους ούτε τις δυνάμεις από τις οποίες κινούνται. Χάνει την αίσθηση των αντικειμενικών μεγεθών και του χρόνου και υψώνει το δάχτυλο και τον τόνο της φωνής στον εκάστοτε «αντίπαλο». Η συμπεριφορά αυτή αναπότρεπτα, αφού δεν διαπραγματεύεται με αμφιβολίες και ερωτήματα, με τεχνογνωσία και αξιόπιστη μεθοδολογία, οδηγείται εντέλει σε σοφιστείες, επιχειρώντας να στηρίξει με κάθε τρόπο κάτι ήδη αποφασισμένο: με προσωπικές επιθέσεις, με καταιγισμό τρομερών ή ελκυστικών φράσεων και εικόνων, τελικά με την κυριαρχία των εντυπώσεων.
Έτσι η αλήθεια που προκύπτει από τον επίπονο προβληματισμό διαφεύγει μονίμως, οι διαπιστώσεις είναι πρόσκαιρες και αβαθείς και η πραγματικότητα γλιστράει πάντα αλλού.
«Ύψωσε τα λόγια σου και όχι τη φωνή σου. Είναι η βροχή που μεγαλώνει τα άνθη, όχι ο κεραυνός», ψιθύρισε ο μεγάλος Πέρσης ποιητής Jalal al-Din Rumi αιώνες πριν, κι η φωνή του ακούγεται ακόμη καθαρή, οκτώ αιώνες μετά.
Η αναζήτηση των εσωτερικών αντιφάσεων, των διακριτών επιδιώξεων, των πραγματικών ιστορικών τάσεων είναι μια διαδικασία επίπονη, που προϋποθέτει να αναγνωρίσει κανείς πρώτα από όλα τις δικές του αντιφάσεις και αδυναμίες, να αποστασιοποιηθεί από αυτές και να τις ξεπεράσει για να δει πέρα από αυτές. Ώστε να προτείνει τεκμηριωμένες σκέψεις και όχι βεβαιότητες. Να εγείρει βασανισμένες αμφιβολίες για να καταλήξει σε έλλογα συμπεράσματα που είναι σε θέση να αμφισβητήσει επίσης.
Αυτή είναι η μοναδικότητα και η ασύγκριτη ισχύς της Δύσης, μια μοναδικότητα που γεννήθηκε πριν δυόμισι χιλιάδες χρόνια στον τόπο που εμείς κατοικούμε, από την ομηρική Τροία, τους Θράκες, τους Σκύθες, την Εκάβη και τον Έκτορα ως τη Μήδεια και την Άτοσσα, από τον Ηρόδοτο ως τον Ευριπίδη: να αφηγηθείς, να κατανοήσεις και, έστω για λίγο, να κατορθώσεις να συν-πονέσεις με τον Άλλο επιχειρώντας να δεις με τα μάτια του. Ακόμη και (ίσως κυρίως) με αυτόν που πολέμησες. Αυτό υπήρξε το ανίκητο όπλο των Ελλήνων.
Το μοναδικό αυτό χαρακτηριστικό, η καρδιά της ομηρικής ιδιαιτερότητας (αυτού που σήμερα αποκαλούμε δυτικό κόσμο), είναι το κρισιμότερο στοιχείο για την επιβίωσή μας ως πολιτιστική ενότητα, ακόμη περισσότερο σε καιρούς κρίσιμους, που ηχούν ήδη τύμπανα πολέμου στη Μέση Ανατολή αλλά και στην ίδια την Ευρώπη.
Η αύξηση της επιχειρησιακής δύναμης και παρουσίας και, κυρίως, της πολιτικής επιρροής και ακτινοβολίας του σουνιτικού Islamic State των ακραίων Τζιχαντιστών είναι ανησυχητική. Το Islamic State φαίνεται ότι γεννήθηκε στο Ιράκ ως Islamic State of Iraq and Levant, στηριζόμενο από Σουνίτες Σεΐχηδες, και εξαπλώθηκε στη συνέχεια στη Συρία. Ο πυρήνας του αριθμεί μερικές χιλιάδες άτομα, σε συνολικό πληθυσμό Ιράκ και Συρίας 50 εκατομμυρίων ανθρώπων, και στο σύνολο του Αραβικού Κόσμου που αριθμεί 370 εκατομμύρια από το Μαρόκο ως το Ιράκ. Αποκτά όμως σταδιακά δυσανάλογη επιρροή με αποτέλεσμα να αυξάνει και η επιχειρησιακή του δυνατότητα. Πολλοί παράγοντες συμβάλλουν στην ανάπτυξή του, όπως και αρκετών άλλων ακραίων εθνο-ισλαμιστικών ομάδων. Παράγοντες παρόμοιοι με αυτούς που επηρέασαν και άλλες περιοχές όπου εμφανίστηκαν τα τελευταία χρόνια αντίστοιχα φαινόμενα (Al Qaeda, Taliban κλπ).
- Το κενό που δημιουργείται από την εσωτερική κατάρρευσή διεφθαρμένων κρατικών δομών και καθεστώτων που στηρίζονταν είτε από τη Δύση είτε από τη Ρωσία σε ορισμένες περιοχές (όπως συνέβη παλαιότερα στην Περσία με το καθεστώς του Σάχη). Με ευθύνη και των Ισραηλινών και των Σύριων είχε συμβεί νωρίτερα και στον Λίβανο. Έτσι συμβαίνει σήμερα στο Ιράκ, στην Υεμένη, στη Συρία…
- Η αναποφασιστικότητα της Δύσης να παρέμβει δυναμικά και να αναλάβει το κόστος στήριξης των κινημάτων που στοχεύουν σε μια δυτικότροπη Δημοκρατία, με κατανόηση και ανοχή για τις ιδιαιτερότητές τους, σε συνάρτηση με την επανεμφάνιση της Ρωσίας, η οποία κάνει οτιδήποτε για να το αποτρέψει, καθώς θα της αφαιρούσε ερείσματα και ρόλο στην περιοχή, τα οποία χρησιμοποιεί κατάλληλα στη διεθνή διαπραγματευτική σκακιέρα για τα δικά της συμφέροντα.
Η κακοσχεδιασμένη και άτοπη επέμβαση στο Ιράκ, από την ιδεοληπτική και πετρελαιοκινούμενη αμερικάνικη διοίκηση των George Bush και, κυρίως, Dick Cheney, που εκμεταλλεύτηκε το αποτρόπαιο τρομοκρατικό χτύπημα της Al Qaeda της 11ης Σεπτεμβρίου, απέτυχε να δημιουργήσει ένα σταθερό κράτος αφήνοντας μια χώρα σε κατάσταση διάλυσης και δημιουργώντας χάος - εκκολαπτήριο για ακραίες κινήσεις, ανάμεσα στις οποίες και το Islamic State. Ακόμη χειρότερα, έκανε τις ηγεσίες που ακολούθησαν και την κοινή γνώμη, τόσο στις ΗΠΑ όσο και στη Βρετανία και στην Ευρώπη, πολύ πιο διστακτικές ακόμη και για αιτιολογημένες και αναγκαίες δυναμικές παρεμβάσεις ώστε να αποφευχθούν τα χειρότερα.
Πολύ χαρακτηριστικά, όταν δόθηκε η ευκαιρία και υπήρχε σαφέστατη αιτιολογία για δυναμική δράση, όταν το καθεστώς Άσσαντ αποδεδειγμένα βομβάρδισε με χημικά όπλα τον ίδιο του τον πληθυσμό, και μάλιστα έναν πολιτισμένο και βαθιά συγγενή με τους Ευρωπαίους λαό, στην επίθεση στην Ghouta την 21 Αυγούστου 2013, ο Πρόεδρος Ομπάμα παρέπεμψε το θέμα στο Κογκρέσο και στη συνέχεια στις διπλωματικές καλένδες. Το αποτέλεσμα της δυτικής αναποφασιστικότητας και έλλειψης ηγεσίας φαίνεται πως ήταν η επιδείνωση της βίας στη Συρία, που έφτασε σε παροξυσμό τελευταία με εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς, σφαγές, εκατομμύρια πρόσφυγες εκτοπισμένους, διαλυμένες οικογένειες, χαμένα όνειρα, κατεστραμμένη δομή εξουσίας, έναν απελπισμένο πληθυσμό, που μόνο από τον Θεό πλέον μπορεί να περιμένει βοήθεια. Εκεί εμφανίζονται οι Τζιχαντιστές, οι οποίοι καλύπτουν το κενό έλλειψης της Θεϊκής (ή της Δυτικής αν προτιμάτε) βοήθειας.
- Η πολιτική κυριαρχία των φονταμενταλιστών στο Ισραήλ, μιας γενιάς που δεν έζησε ποτέ τη φρίκη της ήττας στον πόλεμο, αλλά προέκυψαν οι ίδιοι από τη μηχανική του αυτοτροφοδοτούμενου φόβου, της διαρκούς πολεμικής σύγκρουσης και εγρήγορσης και του συναρτώμενου πλέγματος ιδεολογίας και συμφερόντων που αυτή δημιουργεί. Η επικράτησή τους στον κρίσιμο και βασικό σύμμαχο της Δύσης στην περιοχή, σε μια φιλελεύθερη και ανοιχτή κοινωνία, σε ένα κράτος που δημιουργήθηκε από τις τύψεις για τα τρομερότερα εγκλήματα στην Ιστορία, που υπέστησαν οι Εβραίοι από τους Ευρωπαίους, επιταχύνθηκε μετά την κυριολεκτική και μεταφορική δολοφονία της διαδικασίας του Όσλο, μερικά χρόνια πριν το τέλος του περασμένου αιώνα, το 1995, όταν ένας παράδοξα οπλισμένος νεαρός ακροδεξιός ριζοσπάστης Ισραηλίτης, σε μια γιορτή για την ειρήνη σημάδεψε και σκότωσε έναν από τους καλύτερα φυλασσόμενους ηγέτες του πλανήτη από την καλύτερη ίσως μυστική υπηρεσία του κόσμου. Ήταν η συμβολική δολοφονία του πρώην στρατιωτικού, ήρωα πολέμου και ανάμεσα στους δημιουργούς του Ισραήλ, Πρωθυπουργού Γιτζάκ Ραμπίν.
Οι «ιέρακες» (που δεν αποτελούν την πλειοψηφία του πολύχρωμου, πολυφυλετικού, φιλελεύθερου και δημοκρατικού Ισραήλ) φαίνεται να αναπτύσσουν μια διαφορετική στρατηγική. Μη έχοντας ποτέ αποδεχθεί την προοπτική μιας ειρηνικής συμβίωσης με τους Παλαιστίνιους, ίσως και κάτω από την ομπρέλα ενός είδους χαλαρής συνομοσπονδίας δύο ανεξάρτητων κρατών, με βιώσιμη έκταση και πόρους και με στενές εμπορικές και οικονομικές σχέσεις, στοιχηματίζουν στην όξυνση. Οι Παλαιστίνιοι, οι οποίοι, σημειωτέον, μέχρι και το τέλος περίπου του 20ου αιώνα, λόγω του συγχρωτισμού και με τους Ευρωπαίους και τους Ισραηλινούς είχαν σαφέστατα κοσμικό προσανατολισμό.
Ένας βιώσιμος συμβιβασμός προφανώς θα αποδυνάμωνε τον ρόλο των «γερακιών» στην Ισραηλινή κοινωνία και θα δημιουργούσε συνθήκες στις οποίες το σύμπλεγμα εξουσίας που εκπροσωπούν θα υποκαθίστατο σταδιακά από ένα άλλο, πιο ειρηνικό, με παραγωγικό, εμπορικό, βιομηχανικό προσανατολισμό, και με αρκετά διαφορετικά χαρακτηριστικά.
Ενώ, φυσικά, οι ικανότατοι Ισραηλινοί είναι οι τελευταίοι που θα είχαν να φοβηθούν τον ανταγωνισμό των Παλαιστινίων από τη συνύπαρξη αυτή, ενώ η τεχνολογική και οικονομική πρωτοπορία τους σύντομα θα μπορούσε να μετατραπεί σε πολιτιστική και εμπορική κυριαρχία στην περιοχή. Παρόλα αυτά, ισχυρά τμήματα της Ισραηλινής ελίτ φαίνεται να πιστεύουν (όχι αναίτια, στο πλαίσιο της στρατηγικής τους) ότι η όξυνση αυξάνει τη στρατηγική σημασία του Ισραήλ για τους Δυτικούς ως ανάχωμα απέναντι στους Τζιχαντιστές, και δημιουργεί ίσως ένα παράθυρο ευκαιρίας, το οποίο ενδεχόμενα να τους επιτρέψει την πλήρη προσάρτηση των Παλαιστινιακών εδαφών και την περιθωριοποίηση ή και εκδίωξη των Παλαιστινίων οριστικά, τουλάχιστον από την κατεχόμενη Δυτική Όχθη και την Ιερουσαλήμ, σε κάποια από τις παρακείμενες χώρες. Ταυτίζουν ακόμη (και ίσως λογικά σε ένα βαθμό, δεδομένης της πρόσφατης και παλιότερης ιστορίας) την επιρροή και πλούτο με την εδαφική επέκταση με όρους 19ου και 20ου αιώνα, βλέποντας κατά προτεραιότητα το οικόπεδό τους και όχι έξω από αυτό. Το ακριβώς αντίθετο από αυτό που πάντα έφερνε πλούτο και δύναμη (αλλά και φόβο και ανασφάλεια και συμφορές) στον διασκορπισμένο αλλά και πανταχού παρόντα θαυμάσιο και δημιουργικό λαό των Εβραίων.
- Η στρατηγική των αδιάλλακτων του Ισραήλ είναι συμπληρωματική και όχι αντίθετη με αυτή των Τζιχαντιστών και άλλων ισχυρών Ισλαμιστικών ομάδων, είτε κυρίαρχων, όπως στο Ιράν, είτε βρίσκονται σε διαδικασία διεκδίκησης της εξουσίας. Αυτοί ουσιαστικά ευνοούνται από την ασύμμετρη βαρβαρότητα των Ισραηλινών στην υπαίθρια φυλακή της Γάζας, για να αποκτήσουν τον ρόλο που επιθυμούν: του φυσικού ηγέτη και προστάτη του ισλαμικού κόσμου, ένα είδος «σταυροφόρων» που θέλουν να επιβάλουν τον δικό τους Μεσαίωνα και τη δική τους Ιερά εξέταση ακόμη και σε μεγάλα έθνη της περιοχής που πλέον έχουν αλλάξει αρκετά και βρίσκονται εγγύτερα στον σύγχρονο κόσμο. Ελάχιστα τους ενδιαφέρει είτε το Ισραήλ είτε, ακόμη λιγότερο, οι Παλαιστίνιοι. Γνωρίζουν ότι είναι μια χαμένη γι' αυτούς υπόθεση. Φαίνεται να χρησιμοποιούν και επωφελούνται από τη συμβολική σημασία και των μεν και των δε για να επιτύχουν τον δικό τους στρατηγικό στόχο.
Τους Τζιχαντιστές και άλλους ακραίους ενδιαφέρει η αύξηση της επιρροής τους και η κατάκτηση της εξουσίας σε περιοχές με αστάθεια ( το Ιράκ, η Συρία, η Λιβύη ή η διατήρηση και επέκτασή της εκεί που την κατέχουν). Και γι’ αυτό χρειάζονται έναν εμφανώς «πολύ κακό» εχθρό που θα δικαιολογεί στα μάτια των απλών ανθρώπων τη δική τους απέραντη και κατά πολύ μεγαλύτερη όρεξη και πράξεις βίας. Καταπώς οι Ιεροεξεταστές χωρίς τον Σατανά δεν θα ήταν τίποτε. Αν το Ισραήλ δεν υπήρχε οι τζιχαντιστές θάπρεπε να το επινοήσουν για να συνεχίσουν να υπάρχουν. Με τον ίδιο τρόπο η πολιτική της Διοίκησης Bush απέναντι στο Ιράν ενδυνάμωσε τους φανατικούς μουλάδες. Και δυστυχώς, η μάλλον κοντόφθαλμη ηγεσία του Ισραήλ για τους δικούς της λόγους φαίνεται διατεθειμένη να παίξει με χαρά τον ρόλο του «μεγάλου κακού».
Με δυο λόγια: win-win για τους ακραίους. Πάντα όμως στην Ιστορία ένα ανισόρροπο βίαιο ξεκαθάρισμα ακολουθείται σύντομα από ένα άλλο. Και αυτό στο διηνεκές μέχρι την επίτευξη μιας σχετικής ισορροπίας ή την εξαφάνιση του ενός ή του άλλου.
Ας δούμε πάλι τη μεγάλη εικόνα που διαμορφώνεται.
Τα περισσότερα κράτη της Μέσης Ανατολής προέκυψαν από αυθαίρετες χαράξεις συνόρων από τους πρώην αποικιοκράτες, Βρετανούς κυρίως, αλλά και τους υπόλοιπους Ευρωπαίους, με τη σταδιακή διάλυση των αποικιακών αυτοκρατοριών στη διάρκεια του 20ου αιώνα. Πληθυσμοί ολόκληροι συγκρότησαν εθνικές συνειδήσεις πάνω σε έναν χάρτη που χαράχθηκε με τον χάρακα και το μολύβι ενός υπαλλήλου του Foreign Office.
Έγιναν πεδίο σύγκρουσης εξωτερικών τους δυνάμεων κατά τη διάρκεια των δύο παγκοσμίων πολέμων και του Ψυχρού Πολέμου και παρέμειναν στη συνέχεια για δεκαετίες σε μια αναισθητική limbo κάτω από αυταρχικά καθεστώτα που εναλλάσσονταν, στη σφαίρα επιρροής του ενός ή του άλλου διεθνούς ανταγωνιστή. Την ίδια περίοδο όμως εντός τους εκκολάπτονταν σταδιακά μια μειοψηφούσα αλλά ισχυρή δημοκρατική φιλοδοξία, κυρίως λόγω των αυξανόμενων επαφών κάθε είδους, κυρίως με την Ευρώπη, των μεταναστευτικών ρευμάτων και της αυξανόμενης ροής πληροφόρησης και προτύπων που έφεραν τα σύγχρονα μέσα, τηλεόραση και –βεβαίως- το Διαδίκτυο. Αλλού εντονότερη (κυρίως σε χώρες με μεγαλύτερη ιστορική/αστική παράδοση, ισχυρότερη πολιτιστική συνάφεια με την Ευρώπη, σε κάποιες περιπτώσεις με ανάμεικτους θρησκευτικά και φυλετικά πληθυσμούς, όπως το Ιράν, η Τυνησία, η Αίγυπτος, η Συρία, η Ιορδανία) αλλού υποδεέστερη, όπως στην Αλγερία, το Μαρόκο, τη Λιβύη. Αλλού επίσης πνίγηκε κάτω από την πατριαρχική νομαδική παράδοση, την έλλειψη αστικής κουλτούρας και τα πετροδολάρια, όπως στις χώρες του Κόλπου με προεξάρχουσα τη Σαουδική Αραβία.
Στις πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα η αρχαία αυτή περιοχή, η κούνια της ανθρωπότητας, έχει δυο προοπτικές:
Α) Τον σταδιακό εκδημοκρατισμό με την ενδυνάμωση των κινημάτων κυρίως νέων αλλά και γυναικών, που διεκδικούν περισσότερη δημοκρατία, συνθήκες ανάπτυξης και σταθερότητας, απέναντι στα διεφθαρμένα καθεστώτα τα οποία είχαν πλέον εξαντλήσει τη νομιμότητά τους στη συνείδηση των πληθυσμών. Η προοπτική αυτή έδειχνε να κερδίζει έδαφος και υπόγεια οδήγησε στην Αραβική Άνοιξη με τα γνωστά αποτελέσματα. Σε κάποιες περιοχές επικράτησε (με λιγότερη ή περισσότερη βία) και οδήγησε σε μια, επίσης λιγότερο ή περισσότερο επιτυχημένη, μετάβαση όπως στην Τυνησία. Αλλού έχασε μέρος της δυναμικής της, όπως στην Αίγυπτο, φέρνοντας όμως σημαντικά αποτελέσματα. Στην περίπτωση της Συρίας προδόθηκε από τη Διεθνή Κοινότητα και τη Δυτική αναποφασιστικότητα. Η επικράτηση των μετριοπαθών δημοκρατικών τάσεων αναπόφευκτα θα αφαιρέσει ισχύ από τα αντιπαραγωγικά καθεστώτα του Κόλπου, που τρέφονται από πετροδολάρια και επιβιώνουν με τους νόμους του φανατικού Ισλάμ, ενώ θα δημιουργήσει μια καινούργια ισορροπία με το Ισραήλ σε μια νέα κοινότητα της Μέσης Ανατολής. Μπορεί κανείς να φανταστεί εύκολα το όφελος και τον πλούτο για το Ισραήλ αλλά και το όφελος για όλους τους γείτονες, εάν κατορθώσει να ανοίξει τα πολιτιστικά και οικονομικά σύνορα με τις γειτονικές του χώρες και να εγκαθιδρύσει δρόμους και γέφυρες. Για τους πολίτες του Ισραήλ αυτό θα συνεπαγόταν τη σταδιακή μεταμόρφωση της χώρας σε κύριο (και πλούσιο) εμπορικό, πολιτιστικό, βιομηχανικό και τεχνολογικό πόλο της περιοχής, με την παράλληλη σταδιακή υποχώρηση της μιλιταριστικής του δομής και του αντίστοιχου κοινωνικού, ηθικού και οικονομικού κόστους αλλά και την περιθωριοποίηση των ακραίων ριζοσπαστικών κινημάτων που ταυτίζουν τη Βίβλο με κτηματολόγιο.
Β) Η άλλη προοπτική που αναδύεται από τον χάρτη είναι εντελώς διαφορετική. Η επικράτηση των συγκρουσιακών τάσεων θα οδηγεί σε ολοένα και μεγαλύτερη πόλωση, με φυσικούς κερδισμένους σε επιρροή και εξουσία σε χώρες ολόκληρες αυτούς που ζουν από την πόλωση και τον πόλεμο: τους Τζιχαντιστές σήμερα, κάποιας μορφής επεκτατικό ολοκληρωτικό καθεστώς αύριο. Απέναντι σε αυτό το καθεστώς (ή καθεστώτα) η Δύση θα αναγκαστεί να επιχειρήσει να ορθώσει στρατιωτικά αναχώματα υψηλού κόστους για την ίδια, χωρίζοντας πάλι σε φίλους και εχθρούς ένα τεράστιο μέρος του πλανήτη και αναγκαζόμενη να στηρίξει ένα πλήρως στρατιωτικοποιημένο Ισραήλ. Το οποίο πιθανότατα θα έχει κερδίσει μερικά τετραγωνικά χιλιόμετρα γης αλλά θα έχει καταδικαστεί για τις δεκαετίες που έρχονται να μετατραπεί σε ένα είδος αναχώματος, απομονωμένο από τους γείτονές του, υπό διαρκή απειλή από ακραία κινήματα εκτός του, που ταυτόχρονα θα πρέπει για να εξασφαλίσει τη Δυτική υποστήριξη να παίζει και τον ρόλο ενός φυλακίου της Ευρώπης και των ΗΠΑ στην περιοχή, με τον ίδιο του τον πληθυσμό με την αστείρευτη ομορφιά και δημιουργικότητα έρμαιο ενός διαρκούς φόβου και αφιερωμένο στα έργα του πολέμου.
Υπό το φως αυτού του υπό διαμόρφωση χάρτη γίνεται περισσότερο κατανοητή η σημασία της επίλυσης του παλαιστινιακού. Όλοι στη Μέση Ανατολή (αλλά και η Διεθνής Κοινότητα) γνωρίζουν ότι αυτό είναι το κλειδί (μαζί με τις πολιτικές εξελίξεις στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ) που πιθανότατα θα δώσει τον τόνο προς τη μία κατεύθυνση (αυτή του επίπονου δρόμου προς τον πλούτο, τους συμβιβασμούς και τη Δημοκρατία) ή την άλλη, την εφιαλτική. Αυτή που θα χαραμίσει πολλές γενιές εκατομμυρίων ανθρώπων εγκλείοντάς τους σε ένα ολοκληρωτικό στρατηγικό αδιέξοδο μιας αέναης σύγκρουσης. Το Ισραήλ έχει και αυτό να επιλέξει αν θα επιδιώξει πεπεισμένα τον ρόλο της ισχυρής εμπορικής, οικονομικής, τεχνολογικής, πολιτιστικής γέφυρας ανάμεσα στη Δύση και τον Αραβικό κόσμο, ρόλο στον οποίο για να επιτύχει έχει απόλυτη ανάγκη, για λόγους ουσιαστικούς και συμβολικούς, από τους Παλαιστίνιους κατοίκους του, ή θα διεκδικήσει και αποδεχτεί τον ρόλο ενός στρατοκρατούμενου κράτους-φυλακίου, με γυρισμένη την πλάτη από και προς τους γείτονές του, που μάταια θα προσπαθεί να ανακόψει έναν ποταμό από μίσος που θα παραλλάσσει σε μορφές αλλά όχι ένταση, ανάλογα με τις διεθνείς εξελίξεις και τον βαρύ χειμώνα που θα απλώνεται στην παγωμένη έρημο. Κάτι σαν τα βόρεια βασίλεια του Games of Thrones.
Η πρώτη επιλογή δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση να παραμελήσει την ισχύ και την άμυνά του. Το αντίθετο. Αλλά όλοι καταλαβαίνουμε πότε η αμυντική πολιτική έχει στόχο την επιβολή μιας διευθέτησης. Όταν συνοδεύεται από αποδεκτές προτάσεις συμβιβασμού και από αντίστοιχα κίνητρα (επενδύσεις, σχολεία, νοσοκομεία, υποδομές στις παλαιστινιακές περιοχές) και πότε επιδιώκει την περαιτέρω όξυνση. Η στοχευμένη τιμωρία τρομοκρατών πολλαπλασιάζει την ισχύ της όταν συνοδεύεται από σχολεία, νοσοκομεία, πανεπιστήμια, καταναλωτικά αγαθά και ευκαιρίες. Και ένα σχέδιο για το πώς αυτά θα συνεχίσουν να υπάρχουν.
Όσο μεγάλες είναι οι ευθύνες της Ισραηλινής ηγεσίας για την ενδυνάμωση της επιρροής της ριζοσπαστικής και ακραίας Χαμάς ανάμεσα στους Παλαιστινίους, άλλο τόσο σημαντικές και πολύ μεγαλύτερες είναι οι ευθύνες της Ευρώπης και των ΗΠΑ, που αδυνατούν να λάβουν με αποφασιστικότητα τα δυναμικά μέτρα κάθε είδους, υψηλού οικονομικού και πολιτικού κόστους που απαιτούνται, προς φίλους συμμάχους και αντιπάλους, ώστε να διασφαλίσουν τα μακροπρόθεσμα συμφέροντά μας στο πλαίσιο μιας σταθερής και δημοκρατικότερης Μέσης Ανατολής. Αλλά να λάβουμε επίσης, Ευρωπαίοι και Αμερικανοί, και τις άμεσες εκείνες αποφάσεις για τον μετασχηματισμό της δικής μας παραγωγικής βάσης, με την απεξάρτηση από το πετρέλαιο και τα ορυκτά καύσιμα και τη μαζική ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, με μαζικές επενδύσεις στην έρευνα, στην παραγωγή και στην ανάπτυξη νέων τεχνικών και ενιαίων δικτύων παραγωγής – διανομής ενέργειας.
Η καθυστέρηση αυτή είναι εντονότερη στις ΗΠΑ (με το ισχυρό πετρελαϊκό λόμπυ που κυριάρχησε για χρόνια) και λιγότερο στην Ευρώπη, στην οποία η Γερμανία έχει ήδη θέσει τον φιλόδοξο στόχο της παραγωγής του 100% της ηλεκτρικής της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ως το 2050, ενώ ο νέος Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Jean-Claude Juncker, φαίνεται πεισμένος για τη σημασία των μαζικών Ευρωπαϊκών επενδύσεων στα διευρωπαϊκά δίκτυα που θα διασυνδέσουν τη μεγάλη Ευρωπαϊκή αγορά. Η εξέλιξη αυτή θα δημιουργούσε μια σημαντικότατη ευκαιρία και για τη χώρα μας, ώστε συνδεόμενη με τα διευρωπαϊκά δίκτυα να αποτελέσει χώρο διέλευσης, παραγωγής και εξαγωγής ενέργειας και αντίστοιχης τεχνολογικής έρευνας και συναρτώμενης βιομηχανίας, ταυτόχρονα με τη στενή σύνδεσή της με τους δρόμους της τεχνολογίας και εμπορίου που θα δημιουργούσε ένα ειρηνικό Ισραήλ και μια σταθερότερη και αναπτυσσόμενη Μέση Ανατολή.
Σε γενικές όμως γραμμές η Δύση και ιδιαίτερα η Ευρώπη, καθυστερώντας και παραδέρνοντας για καιρό χωρίς αποφασιστική ηγεσία και ενιαία στρατηγική, έχει χάσει πολύτιμο χρόνο. Αντιμετωπίζοντας το πρόβλημα κατά περίπτωση, προσπαθεί να θεραπεύσει αποσπασματικά τα συμπτώματα με παυσίπονες παρεμβάσεις του ΟΗΕ και μεμονωμένων κρατών, χωρίς ενιαίο στρατηγικό σχέδιο για το μέλλον, με τα μάτια στραμμένα στις εσωτερικές εκλογικές ισορροπίες, διακυβεύοντας έτσι τη δική της ασφάλεια και διακινδυνεύοντας τον εγκλεισμό και των δικών της μελλοντικών γενεών σε ένα αμφίβολο και πολύ επικίνδυνο αύριο.
Γιώργος Γιαννούλης- Γιαννουλόπουλος
Γιώργος Γιαννούλης- Γιαννουλόπουλος
εικόνα 3:Το Ισραήλ από την ίδρυσή του ως σήμερα, πηγή χάρτη: tpc-bankstown.swsi.wikispaces.net
Πρώτη δημοσίευση:
No comments:
Post a Comment