Πεντακόσια περίπου από αυτά τα θαυμάσια, έξυπνα και κάπως ανθρωπόμορφα θηλαστικά, που κάποτε αφθονούσαν στη Μεσόγειο, έχουν απομείνει στον πλανήτη. Τα πιο πολλά, περίπου τέσσερις εκατοντάδες, ζουν στο θαλάσσιο πάρκο των βόρειων Σποράδων. Το όνομά τους, «φώκια μοναχός», τους το χάρισε ο φυσιοδίφης Johann Hermann, το 1779, ο οποίος είδε μία δύσμοιρη φώκια σε ένα σόου τσίρκου στο Στρασβούργο και το ταύτισε με τις περιγραφές που υπήρχαν, για ένα είδος γνωστό ως «μοναχός της Μασσαλίας». Όχι λόγω του μοναχικού του χαρακτήρα αλλά λόγω του σχήματος της κεφαλής, που αόριστα θυμίζει καλογερικό καλυμαύχι.
Έτσι το λοιπόν συμπληρώθηκαν τρεις εβδομάδες εκτός διαδικτύου, στην επικράτεια των ανέμων, των αργόσυρτων ημερών, που κυλούν στην επιφάνεια του νερού νωχελικά, στην αρμύρα και τα θαλασσινά τοπία, τόσο αλλιώτικα από τα στεριανά.
Η στεριά αποκαλύπτεται διαφορετική όταν την παρατηρήσεις απέξω, από την πλευρά της θάλασσας, από το ξένο στο είδος μας υδάτινο στοιχείο, που τόσο μας συνεπαίρνει όσο και αγνοούμε. Η ομορφιά και η αγριάδα, δάση, ακτές, βουνά, παραλίες αλλά και οι ανοιχτές πληγές του ελλαδικού τοπίου των καταπατημένων αιγιαλών, της δόμησης παντού, των τεσσάρων στρεμμάτων, άσπρα παράταιρα κουτάκια σαν λευκή ιλαρά. Μάταια κι ανώφελα τα πιο πολλά. Κατοικημένα λίγες μέρες τον χρόνο, μαρτυρία της φλύαρης ματαιοδοξίας της ράτσας μας, που αισθάνεται ανασφαλής στο φευγαλέο της ύπαρξής της, στο επαρχιώτικο τσόφλι της σάρκας της, κι αρπάζεται απ’ τα μπετά. Γραπώνεται στους βράχους, στα δάση και στα ακρογιάλια σαν στρειδώνα.
Μας γλιστράει η ομορφιά του τόπου σε έναν αναστραμμένο καθρέφτη. Κυριευμένοι από τον φόβο του κενού, ασυμφιλίωτοι με τη δική μας φευγαλέα ύπαρξη, πασχίζουμε να διαιωνιστούμε (μάταια) καταναλώνοντας τον περίγυρο. Σε αντίθεση με τα τοπία της Αμερικής, κατοικημένα από φευγαλέες ξύλινες και αναλώσιμες κατασκευές, ακόμη και από αρκετά εύπορους ιδιοκτήτες, σπαρμένα με τροχόσπιτα και με σκηνές, εμείς βιαζόμαστε να χαράξουμε το όνομά μας στο τοπίο, στραβά κουτσά, όπως μαθαίνουμε από μικροί, γρατζουνώντας στα παγκάκια, στις σπηλιές, στα μνημεία. Να χαράξουμε τον καημό, τους έρωτές μας, τα πάθη μας, με φωτιές, μαρκαδόρους και τσιμέντο.
Έτσι το λοιπόν συμπληρώθηκαν τρεις εβδομάδες εκτός διαδικτύου, στην επικράτεια των ανέμων, των αργόσυρτων ημερών, που κυλούν στην επιφάνεια του νερού νωχελικά, στην αρμύρα και τα θαλασσινά τοπία, τόσο αλλιώτικα από τα στεριανά.
Η στεριά αποκαλύπτεται διαφορετική όταν την παρατηρήσεις απέξω, από την πλευρά της θάλασσας, από το ξένο στο είδος μας υδάτινο στοιχείο, που τόσο μας συνεπαίρνει όσο και αγνοούμε. Η ομορφιά και η αγριάδα, δάση, ακτές, βουνά, παραλίες αλλά και οι ανοιχτές πληγές του ελλαδικού τοπίου των καταπατημένων αιγιαλών, της δόμησης παντού, των τεσσάρων στρεμμάτων, άσπρα παράταιρα κουτάκια σαν λευκή ιλαρά. Μάταια κι ανώφελα τα πιο πολλά. Κατοικημένα λίγες μέρες τον χρόνο, μαρτυρία της φλύαρης ματαιοδοξίας της ράτσας μας, που αισθάνεται ανασφαλής στο φευγαλέο της ύπαρξής της, στο επαρχιώτικο τσόφλι της σάρκας της, κι αρπάζεται απ’ τα μπετά. Γραπώνεται στους βράχους, στα δάση και στα ακρογιάλια σαν στρειδώνα.
Μας γλιστράει η ομορφιά του τόπου σε έναν αναστραμμένο καθρέφτη. Κυριευμένοι από τον φόβο του κενού, ασυμφιλίωτοι με τη δική μας φευγαλέα ύπαρξη, πασχίζουμε να διαιωνιστούμε (μάταια) καταναλώνοντας τον περίγυρο. Σε αντίθεση με τα τοπία της Αμερικής, κατοικημένα από φευγαλέες ξύλινες και αναλώσιμες κατασκευές, ακόμη και από αρκετά εύπορους ιδιοκτήτες, σπαρμένα με τροχόσπιτα και με σκηνές, εμείς βιαζόμαστε να χαράξουμε το όνομά μας στο τοπίο, στραβά κουτσά, όπως μαθαίνουμε από μικροί, γρατζουνώντας στα παγκάκια, στις σπηλιές, στα μνημεία. Να χαράξουμε τον καημό, τους έρωτές μας, τα πάθη μας, με φωτιές, μαρκαδόρους και τσιμέντο.
Έτσι, λοιπόν, όταν βγεις στην απέξω (εκεί που ίσως ανήκει η δική μου ράτσα) φαίνονται όλα πιο καθαρά. Σαν πάρεις μια απόσταση. Όταν κοιτάξεις από το ξένο στοιχείο, πέρα από τους κάβους. Από τον άλλο τόπο. Όταν κοιτάς ως πρόσφυγας, σαν μετανάστης, σαν ξένος σε αλλότρια επικράτεια με άλλους ρυθμούς και άλλους χρόνους, σου φανερώνεται η δική σου όψη και ο δικός σου τόπος, με απρόβλεπτες λεπτομέρειες, άλλες οπτικές, διαφορετική ακρίβεια.
Βγήκα κι από το διαδίκτυο, τούτο το βιβλίο των ψηφιακών και ασώματων φίλων. Δισεκατομμύρια bits κύλησαν στις λεωφόρους του δικτύου, στους νευρώνες των μέσων, αμέτρητες πληροφορίες, άπειρες λέξεις, στις οθόνες και τα αυτιά τούτες τις μέρες χωρίς να με αγγίξουν. Πόσες αλήθεια θα είχαν κάτι σπουδαίο να μας πουν; Πόσες προορίζονται να επιβιώσουν μέσα μας; Να μας χαράξουν κάπως; Πόσες κουβαλάνε μια πρέζα αιωνιότητας ή έστω μια δόση διάρκειας; Πόσες αντέχουν όσο κι ένας στίχος του Σκαρίμπα, που μας κοιτάει από την παλιά Χαλκίδα και μετράει τη σκιά μας που απομακρύνεται στους δρόμους και τους ορίζοντες, σαν τον εκπεσμένο άγγελο, τον ευγενή ζητιάνο, κείνο το θείο τραγί που γονιμοποιεί με το σπέρμα του;
Βγήκα κι από το διαδίκτυο, τούτο το βιβλίο των ψηφιακών και ασώματων φίλων. Δισεκατομμύρια bits κύλησαν στις λεωφόρους του δικτύου, στους νευρώνες των μέσων, αμέτρητες πληροφορίες, άπειρες λέξεις, στις οθόνες και τα αυτιά τούτες τις μέρες χωρίς να με αγγίξουν. Πόσες αλήθεια θα είχαν κάτι σπουδαίο να μας πουν; Πόσες προορίζονται να επιβιώσουν μέσα μας; Να μας χαράξουν κάπως; Πόσες κουβαλάνε μια πρέζα αιωνιότητας ή έστω μια δόση διάρκειας; Πόσες αντέχουν όσο κι ένας στίχος του Σκαρίμπα, που μας κοιτάει από την παλιά Χαλκίδα και μετράει τη σκιά μας που απομακρύνεται στους δρόμους και τους ορίζοντες, σαν τον εκπεσμένο άγγελο, τον ευγενή ζητιάνο, κείνο το θείο τραγί που γονιμοποιεί με το σπέρμα του;
Πορευόμαστε φλυαρώντας, αμολούμε διαρκώς άβουλες λέξεις, σπέρνουμε θόρυβο, μην και κοιτάξουμε το πρόσωπό μας. Κάνουμε πως αγνοούμε τον καιρό που περνά, το σπουδαίο που αδιαφορεί για την πάρτη μας. Kαι καταλήγουμε ναυαγισμένοι, σαν εκείνο το ομώνυμο ναυάγιο της Αλοννήσου, μεταμορφωμένοι σε ύφαλο που ξανακερδίζει η ζωή. Ισχυρότερη, πανούργα και πολύχρωμη απέναντι στις μονόχρωμες εμμονές μας.
Τρεις βδομάδες με το βλέμμα των άλλων, τρεις βδομάδες απόσταση, λίγη πολύτιμη σιωπή, με σύννεφα, θάλασσα κι αλάτι, σαν εκείνα τα ελάχιστα ζώα στην ακρούλα αυτή της Μεσογείου. Tα τελευταία του είδους τους, που αγωνίζεται δίχως να το γνωρίζει (ή μήπως το ξέρει;) να μη σβήσει για πάντα από το πρόσωπο της γης. Όπως έσβησαν πολλά άλλα είδη, φυλές, έθνη, πολιτισμοί ολάκεροι. Kάποιοι χωρίς ίχνος κανένα, χωρίς να μεταλλαχθούν σε κάτι άλλο. Διακόπηκε η γενιά τους δίχως μνήμη, χωρίς νόημα.
Τρεις βδομάδες από κάβο σε κάβο, μελαγχολική και ρεαλιστική πορεία για την επιστροφή στην επικράτεια των διαλόγων της σιωπής.
Γιώργος Γιαννούλης- Γιαννουλόπουλος
Τρεις βδομάδες με το βλέμμα των άλλων, τρεις βδομάδες απόσταση, λίγη πολύτιμη σιωπή, με σύννεφα, θάλασσα κι αλάτι, σαν εκείνα τα ελάχιστα ζώα στην ακρούλα αυτή της Μεσογείου. Tα τελευταία του είδους τους, που αγωνίζεται δίχως να το γνωρίζει (ή μήπως το ξέρει;) να μη σβήσει για πάντα από το πρόσωπο της γης. Όπως έσβησαν πολλά άλλα είδη, φυλές, έθνη, πολιτισμοί ολάκεροι. Kάποιοι χωρίς ίχνος κανένα, χωρίς να μεταλλαχθούν σε κάτι άλλο. Διακόπηκε η γενιά τους δίχως μνήμη, χωρίς νόημα.
Τρεις βδομάδες από κάβο σε κάβο, μελαγχολική και ρεαλιστική πορεία για την επιστροφή στην επικράτεια των διαλόγων της σιωπής.
Γιώργος Γιαννούλης- Γιαννουλόπουλος
No comments:
Post a Comment