Tuesday, April 12, 2016

"Myth Busting" στην έρευνα του ΕΚΤ για τους διδάκτορες


Share/Bookmark
To Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης προέβη τον Δεκέμβριο του 2014 και Ιανουάριο του 2015 σε μια ενδιαφέρουσα έρευνα για τους κατόχους διδακτορικού στην Ελλάδα. Είναι η πρώτη φορά που έγινε τέτοια έρευνα στη χώρα μας. Καθώς είχα τότε συμμετάσχει στην έρευνα, έλαβα σήμερα τα αποτελέσματά της και τα επισυνάπτω. Μου φάνηκε ότι τα στοιχεία αξίζουν κάποιον σχολιασμό, καθώς η ενδελεχής εξέτασή τους οδηγεί σε επανεκτίμηση ορισμένων διαδεδομένων απόψεων που αποδεικνύονται απλώς idées reçues, αν όχι idées fixes.

Ο ορισμός της έρευνας εξετάζει όσους απέκτησαν διδακτορικό μετά το 1990 και δεν ήταν κατά το έτος αναφοράς της (2013) πάνω από 70 ετών. Τους βρίσκει 35.457. Με προβολή (χωρίς να διαθέτω όμως τα ακριβή στοιχεία) εικάζω ότι συνολικά μπορεί να υπάρχουν ακόμα περίπου 5.000 που είναι οικονομικά ενεργοί και απέκτησαν το διδακτορικό τους πριν το 1990. Με δεδομένη τη νεότερη δυνατή ηλικία απόκτησης γύρω στα 29-30, κάποιος που απέκτησε διδακτορικό το 1975 βρίσκεται ήδη εκτός οικονομικά ενεργού πληθυσμού – προσοχή! ερευνητικά μπορεί ακόμα να είναι δημιουργικός, αλλά οικονομικά ανενεργός. Χοντρικά, δηλαδή, έχουμε συνολικά περίπου 40.000 διδάκτορες. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της International Survey on Careers of Doctorate Holders-CDH που οργανώθηκε από τον ΟΟΣΑ και με στοιχεία του αποθετηρίου διδακτορικών της Ελλάδας και στοιχεία από το ΔΟΑΤΑΠ (πρώην ΔΙΚΑΤΣΑ) για όσους απέκτησαν διδακτορικό εκτός Ελλάδας. Υπήρξε επικοινωνία με περίπου 13.000 διδάκτορες και συλλέχτηκαν πάνω από 4.000 συμπληρωμένα αναλυτικά ερωτηματολόγια, δηλαδή πάνω από 10% του συνόλου. Το δείγμα προσαρμόστηκε στις αρχικές παραμέτρους (απόκτηση 1990-2013, κάτω των 70 ετών το 2013) και προέκυψαν τα ακόλουθα.

Το 61,1% είναι άντρες και το 38,9% γυναίκες. Τα ποσοστά είναι μικρότερα για τις γυναίκες στις μεγάλες ηλικίες αλλά με τάση βελτίωσης στις μικρές (στους κάτω των 35 ετών οι γυναίκες φτάνουν το 45%). Από πλευράς ισότητας φύλων είμαστε καλύτερα από τις ΗΠΑ, τη Γερμανία και την Τουρκία, αλλά χειρότερα από τη Βουλγαρία, την Ισπανία και τη Λετονία. Πρώτος μύθος προς επανεξέταση: «σήμερα πια δεν υπάρχει διαφοροποίηση και διάκριση στην έρευνα με βάση το φύλο, όποια θέλει να κάνει έρευνα θα κάνει». Λάθος. Διαφοροποίηση συνεχίζει να υφίσταται. Οι αιτίες προφανώς δεν εντοπίζονται μόνο στην ακαδημαϊκή κοινότητα αλλά αφορούν κοινωνικά πρότυπα και συμπεριφορές που δεν αλλάζουν γρήγορα.

Οι διδάκτορες αποτελούν το 0.73% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού για το πεδίο αναφοράς της έρευνας (υπολογισμένος σε 4.857.123 το 2013 – προφανώς έχουν αλλάξει τα δεδομένα σήμερα). Με τη δική μου extrapolation (για τους πριν το 1990) το φέρνω πιο κοντά στο 1% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού ή στο 0.4% του γενικού πληθυσμού. Καλή αναλογία, αλλά όχι κάτι ιδιαίτερο, απλώς συγκρίσιμη με τις ανεπτυγμένες χώρες.

Το 80% των διδακτόρων ήταν το 2013 μεταξύ 35 και 54 ετών. Στις καλύτερες δηλαδή παραγωγικές ηλικίες. Σε αντίθεση όμως με τη γενική αίσθηση ότι σπουδάζουμε πολύ στο εξωτερικό, το 86,2% προέρχονται από ελληνικά πανεπιστήμια και μόνο το 13,8% όλων των διδακτόρων απέκτησαν τον τίτλο τους σε ξένο πανεπιστήμιο. Από αυτούς το 61,2% στην Αγγλία, το 14,8% στη Γαλλία, το 12,1% στη Γερμανία, και το 2,4% στις ΗΠΑ και τον Καναδά. Δηλαδή, αριθμητικά, περίπου 3000 είναι εκείνοι που κατέχουν διδακτορικό από κάποιο αγγλικό πανεπιστήμιο, περίπου 700 από γαλλικό και περίπου 120 από αμερικάνικο. Ήδη εδώ διαφαίνεται κάποια ασυμβατότητα της έρευνας με τη «γενική αίσθηση». Μόνο 120 Έλληνες διδάκτορες από αμερικάνικα πανεπιστήμια μεταξύ 1990-2013; Δύο τινά μπορούν να συμβαίνουν και μάλλον συμβαίνουν και τα δυο συγχρόνως: είτε έχουμε παραφουσκωμένες ιδέες για τις επιδόσεις μας (π.χ. πάει κάποιος για ένα εξάμηνο σε ένα αμερικάνικο πανεπιστήμιο στο πλαίσιο του ελληνικού διδακτορικού του και αυτομάτως λέμε «έκανε διδακτορικό στην Αμερική»), είτε ένα σοβαρό ποσοστό Ελλήνων δεν μπήκε ποτέ στη διαδικασία αναγνώρισης του ξένου διδακτορικού του από το ΔΟΑΤΑΠ, διαφεύγοντας έτσι από τα στατιστικά της έρευνας. Θεωρώ ότι συμβαίνουν και τα δυο, αλλά και τα 120 πόσα να γίνουν; Να γίνουν 200; 400; Αμφιβάλλω, αλλά κι έτσι να είναι δεν αλλάζουν σημαντικά οι τάξεις μεγέθους. Συνεπεία τούτου, μύθος δεύτερος προς επανεξέταση: «είμαστε αμερικανοσπουδαγμένοι». Δεν είμαστε, νομίζουμε. Θα πει κάποιος ότι είναι πολύ περισσότερα τα μάστερ. Καμιά αντίρρηση. Αλλά έρευνα διεθνούς επιπέδου μόνο με μάστερ δεν παράγεται πουθενά. Τα μάστερ είναι χρήσιμα για εξειδίκευση σε παραγωγικές και άλλες μη ερευνητικές δραστηριότητες ή για προσθήκη μορίων στη μοριοδότηση του δημοσίου, αλλά πρωτογενή έρευνα δεν παράγουν.

Πάμε παρακάτω. Σε τι εξειδικεύτηκαν όλοι αυτοί οι διδάκτορες; Πρωτίστως στην ιατρική (26,7%), μετά στις φυσικές επιστήμες (21,9%), μετά στις κοινωνικές επιστήμες (17%) που είναι και περισσότεροι από τους μηχανικούς και τεχνολόγους (16,8%), στις ανθρωπιστικές (13%) και τις γεωργικές επιστήμες (4,6%). Για να βλέπουμε λίγο και γύρω μας, έχουμε ως ποσοστό περισσότερους διδάκτορες ανθρωπιστικών επιστημών από τη Γερμανία ή την Τουρκία, αλλά λιγότερους από τη Μάλτα ή τη Βουλγαρία. Τα υψηλότερα ποσοστά φυσικών και τεχνολόγων εντοπίζονται στο Ισραήλ, την Ταϊβάν, τη Χιλή και την Αυστραλία. Γενικά, οι ανεπτυγμένες χώρες έχουν ως ποσοστό επί του συνόλου χαμηλότερα νούμερα στις κοινωνικές και ανθρωπιστικές σπουδές. Μύθος τρίτος: «όλοι κοιτάνε να σπουδάσουν κάτι με βάση πόσα λεφτά θα βγάζουν από το επάγγελμα». Ίσως ισχύει για τις βασικές σπουδές. Σίγουρα δεν ισχύει για τα διδακτορικά και την ερευνητική κατεύθυνση.

Ποιος πλήρωσε τις σπουδές τους; Ελληνική ή ξένη υποτροφία κατά 30%. Ενδιαφέρον! Σχεδόν ένα στα τρία διδακτορικά εκπονήθηκαν με υποτροφία. Η οικογένεια ή ο ίδιος ο διδάκτορας, καθώς δούλευε παράλληλα,  κατά 45%. Ευρωπαϊκά προγράμματα μερικής διδασκαλίας ή μερικής απασχόλησης ήταν η πηγή χρηματοδότησης για 17,4% των διδακτορικών στα 24 χρόνια της έρευνας. Δεν είναι και μικρό ποσοστό, αν λάβει κανείς υπόψη ότι και ένα μέρος των ανωτέρω υποτροφιών είναι επίσης ευρωπαϊκές. Και ένα 6,8% το χρηματοδότησε ο εργοδότης. Εντάξει, στην Ελλάδα αυτό σημαίνει απλώς ότι το κράτος χρηματοδότησε διδακτορικά κάποιων δημοσίων υπαλλήλων. Το προβλέπει η νομοθεσία. Βέβαια, αν το κοιτάξουμε στον συγκεκριμένο κλάδο των ανθρωπιστικών σπουδών, το ποσοστό αυτό ανεβαίνει στο 16,2%. Υποθέτω ότι πρόκειται κυρίως για εκπαιδευτικούς και αρχαιολόγους. Ανέλαβε δηλαδή το κράτος να καλύψει το κενό που εμφανίζει ο συγκεκριμένος κλάδος από πλευράς στήριξης από ευρωπαϊκά προγράμματα (μόνο 6,7%). Είναι σαφώς λιγότερα τα ευρωπαϊκά για τις ανθρωπιστικές σπουδές, αλλά είναι επίσης μικρότερη και η προσπάθεια/γνώση/δυνατότητα των ανθρώπων του κλάδου μου να τα διεκδικήσουν. Μύθος τέταρτος προς επανεξέταση: «οι ανθρωπιστικές επιστήμες δεν έχουν στήριξη από το κράτος». Έχουν σαφώς τη μεγαλύτερη από όλους τους κλάδους σε επίπεδο χρηματοδότησης διδακτορικών από το ίδιο το κράτος.

Σε ποια ηλικία παίρνει κανείς διδακτορικό; Εξαρτάται από το τι σπουδάζει. Στις φυσικές επιστήμες ο μέσος όρος ηλικίας είναι 34-35 (άνδρες-γυναίκες αντίστοιχα). Στην ιατρική και τις κοινωνικές επιστήμες 39-39 και στις ανθρωπιστικές επιστήμες 40-39. Ε, ναι, άλλος ένας μύθος: «Μα τι σπουδάζεις τόσα χρόνια παιδάκι μου; Χειρούργος θα γίνεις;». Όχι, αρχαιολόγος. Φυσικά, δεν θα πρέπει να μας διαφύγει το γεγονός ότι τα κρατικά χρηματοδοτούμενα διδακτορικά αφορούν περισσότερο τις ανθρωπιστικές επιστήμες, που σημαίνει ότι οι διδάκτορες αυτοί πρώτα εργάστηκαν μερικά ή και αρκετά χρόνια στην υπηρεσία τους και κατόπιν έλαβαν την εκπαιδευτική άδεια, γεγονός που ανεβάζει τον μέσο όρο ηλικίας.

Και, τουλάχιστον, με τόσες σπουδές τώρα έχουν δουλειά; Για τώρα θα σας γελάσω, αλλά το 2013 η έρευνα λέει ότι είχαν δουλειά κατά 94,8% (και πιστεύω δεν άλλαξε πολύ η κατάσταση). Παρ’ όλα αυτά, το ποσοστό ανεργίας 3,5% μεταξύ διδακτόρων είναι το υψηλότερο στην έρευνα του ΟΟΣΑ. Στις ανθρωπιστικές επιστήμες οι ΗΠΑ έχουν ανεργία διδακτόρων 1,6%, η Ρωσία 1%, η Κορέα 4,8% και η Ελλάδα πάλι στην κορυφή με 5,7% κι επιπροσθέτως ένα 3% ανενεργών (που δεν ψάχνουν καν δουλειά). Ο λόγος βέβαια που οι περισσότεροι διδάκτορες στην Ελλάδα διατηρούν τη δουλειά τους δεν είναι άλλος από το γεγονός ότι εργοδότης των περισσοτέρων (77,5%) είναι το κράτος (56,9 % στην τριτοβάθμια και μεταδευτεροβάθμια εκπαίδευση και 20,6% σε άλλον κρατικό μη-εκπαιδευτικό τομέα).

Έχει άμεση συνάφεια αυτό που σπούδασαν με αυτό που κάνουν ως εργασία; Ναι, λέει η έρευνα, αλλά τα ποσοστά δεν είναι ίδια για όλους τους κλάδους. 58,7% είναι το γενικό ποσοστό, αλλά στις ανθρωπιστικές επιστήμες φτάνει το 81,6%. Φυσικό, θα έλεγα, αφού στον κλάδο αυτόν 81,1% απασχολούνται στην έρευνα. Ιδίως το ποσοστό ερευνητών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση για τον συγκεκριμένο κλάδο φτάνει το 95%. Ποιος είναι ο μύθος εδώ; Μα η διαδεδομένη ιδέα ότι «αν θες να δουλέψεις σε αυτό που σπούδασες, διάλεξε κάτι πρακτικό, κάτι με κομπιούτερ κ.λπ.». Λάθος κι αυτό. Μπορεί να ισχύει για τις βασικές σπουδές, αλλά δεν ισχύει καθόλου στην ανώτατη ακαδημαϊκή και ερευνητική κλίμακα. Ας σημειώσουμε, ωστόσο, ότι και αυτό το φαινόμενο αποτελεί ελληνική ιδιαιτερότητα. Στο Βέλγιο, την Ολλανδία και τη Γερμανία (στην τελευταία μόνο στους άνδρες) υπάρχει ένα 30% διδακτόρων που δεν βρίσκει καμιά απολύτως συνάφεια ανάμεσα σε αυτό που εξειδικεύτηκε και αυτό που κάνει ως εργασία (στην Ελλάδα η εκτίμηση «καμιά συνάφεια» αναλογεί σε 9,6%).

Η ιδέα της μιας μόνιμης και ίδιας δουλειάς, από την οποία θα συνταξιοδοτηθεί κάποτε κανείς, έχει εκλείψει γενικώς, αλλά και μεταξύ διδακτόρων επίσης. Εδώ δεν υπάρχει μεν μύθος, αλλά η πραγματικότητα αλλαγής εργασίας αφορά μόνο το 32% από τους διδάκτορες (αλλαγή εργασίας εντός των τελευταίων 10 χρόνων), ένα ποσοστό σαφώς μικρότερο από εκείνο του γενικά οικονομικά ενεργού πληθυσμού. Είναι, ωστόσο, περισσότερο ταξιδευτές από όλους. Η κινητικότητα των Ελλήνων διδακτόρων (=παραμονή για πάνω από 3 μήνες ανά έτος σε άλλη χώρα για επαγγελματικούς λόγους) μπορεί να βρίσκεται στο 19%, κάτω από τη Μάλτα, την Ουγγαρία, την Ισπανία και την Πορτογαλία, αλλά, αν λάβει κανείς υπόψη πόσες φορές το επανέλαβαν, ανεβαίνουν στην πρώτη θέση. Κι αν μετρήσει κανείς παραμονή για πάνω από 5 έτη εκτός χώρας, έρχονται δεύτεροι μετά το Ισραήλ. Οι Έλληνες πάνε κυρίως στην Αγγλία, τις ΗΠΑ, τη Γερμανία και τη Γαλλία. Και δήλωναν στα τέλη του 2014 σε ποσοστό 10% ότι προέβλεπαν κινητικότητα για το 2015. Δεν διαθέτω τα στοιχεία, αλλά υποπτεύομαι ότι τελικά το ποσοστό ήταν μεγαλύτερο.

Συνοψίζοντας, θα έλεγα ότι από όλα όσα προκύπτουν από την έρευνα διαφαίνεται ότι οι Έλληνες διδάκτορες εκτιμούν τις συνθήκες και τον χώρο εργασίας τους, την κοινωνική προσφορά τους και την αναγνώριση που λαμβάνουν γι’ αυτήν, και κάνουν τα στραβά μάτια για τις απολαβές που θεωρούν κατώτερες της απόδοσής τους. Είναι σε μικρότερο βαθμό από όσο θέλουμε να πιστεύουμε ξενοσπουδαγμένοι.. Δηλαδή, από τη μια έχουν καλύτερη επίγνωση των χαρακτηριστικών εθνικών προβλημάτων της έρευνας, αλλά από την άλλη έχουν γαλουχηθεί και μεγαλώσει ερευνητικά και επαγγελματικά μέσα στο ακαδημαϊκό και ερευνητικό σύστημα, που χρειάζεται βαθιές τομές. Οι συσχετισμοί και διασυνδέσεις που διαμορφώθηκαν δεν είναι σε θέση να προωθήσουν τη μεταρρύθμιση της έρευνας και της ακαδημαϊκής εκπαίδευσης χωρίς εκούσια, επίμονη και στοχευμένη εξωτερική παρέμβαση (πολιτική βούληση). Η κατά κύριο λόγο εργασιακή εξάρτησή τους από τον κρατικό τομέα είναι ένα νόμισμα με δυο όψεις. Από τη μια φανερώνει μια αρτηριοσκληρωτική αποφυγή του ελληνικού επιχειρηματικού κόσμου να επενδύσει στην έρευνα. Από την άλλη είναι αυτό ακριβώς που τους διέσωσε εν μέσω κρίσης και διατήρησε τόσο χαμηλό το ποσοστό ανεργίας τους. Η δημόσια έρευνα, όπου ακόμα υφίσταται, γίνεται κυρίως με ευρωπαϊκό χρήμα. Αν ωστόσο το θεσμικό πλαίσιο δεν καταστεί φιλικό προς την ερευνητική επιχειρηματικότητα και την εφαρμοσμένη έρευνα σε τομείς-κλειδιά της σύγχρονης οικονομίας, σύντομα δεν θα υφίστανται καθόλου πόροι ούτε για έρευνα ούτε για εκπαίδευση στον δημόσιο τομέα και οι διδάκτορες θα χαιρόμαστε τους τίτλους μας σαν μεταμοντέρνοι σαμάνοι, αλλά χωρίς τη δύναμη να επιτελέσουμε τα «θαύματα» που έχει ανάγκη η κοινωνία.

Θάνος Σίδερης









No comments:

Post a Comment