Tuesday, September 3, 2013

Η διαφωτιστική περίπτωση του κ. Άδωνι Γεωργιάδη


Share/Bookmark

Ο κ. Γεωργιάδης φαίνεται να υπήρξε – και να παρέμεινε – ένα αυθεντικό λαϊκό παιδί μέτριας καλλιέργειας, που μεγάλωσε μάλλον από σπόντα κι όχι από επιλογή στην Εκάλη. Διαθέτει μια ιδιότυπα τσιριχτή φωνή και μια αυταρέσκεια που δεν αποκαλύπτει κανένα ίχνος ανασφάλειας και αυτοσυνείδησης, εκτός από τις σπάνιες στιγμές αμηχανίας, όταν φαίνεται σαν να πουλάει ένα προϊόν που ψιλοσιχαίνεται αλλά αναγκάζεται να εκθειάζει. Είναι για ορισμένους ένα συμπαθητικό παιδί, με χαρακτηριστικά ενός εν δυνάμει Μπερλουσκόνι. Βρέθηκε όμως σε μια μικρή αγορά, με περιορισμένη κινητικότητα, όπου το πολύ που μπορείς να γίνεις με αυτά τα χαρακτηριστικά είναι πλασιέ βιβλίων με το κιλό. Εκεί τον συναντήσαμε όλοι (ακόμη και εμείς που δεν έχουμε τηλεόραση) μέσα από τις επίμονες και τσιριχτές παραινέσεις του να αγοράσουμε σε καλή τιμή την επόμενη προσφορά των απάντων του Θουκυδίδη ή κάτι τέτοιο.

Βιβλία των οποίων το περιεχόμενο μεταμορφώνεται σε ένα φωτεινό νέφος που στεφανώνει την προσωπικότητα του ιστορικού / πλασιέ και υποδηλώνει ότι με το κουβάλημα μπροστά στις κάμερες έχει κάτι ενσωματώσει από τη σοφία τους. Μ’ αυτά και μ’ αυτά, και αφού κατέρριψε τον μύθο περί ομοφυλοφιλίας στην αρχαία Ελλάδα με μια διεθνούς εμβέλειας μονογραφία, εισήλθε στον Λαϊκό Ορθόδοξο Συναγερμό του κ. Καρατζαφέρη, συμβιβάζοντας έτσι εντός του και εντός του μυαλού των οπαδών τους το έθνος, την ορθοδοξία, την οικογένεια και την αρχαιοελληνική γραμματεία σε μια παλιομοδίτικη κακόγουστη σαλάτα με κάμποσο δύσπεπτο κρεμμύδι. Η ελληνική εκδοχή των new-conservatives και των χαριτωμένων τηλεαστέρων τους στις ΗΠΑ.

Με μια εξίσου συμβολική και χαριτωμένη κίνηση έκαμε με ελαφρότητα αναστροφή και ενσωματώθηκε στη συντηρητική δεξιά του κ. Σαμαρά, εγκαταλείποντας την εξίσου συντηρητική βάρκα του ΛΑΟΣ, που βυθίστηκε στα αβαθή της παρ’ ολίγον χρεωκοπίας από τα απόνερα που προκάλεσε η μνημονιακή κωλοτούμπα του πρώην φανατικά αντιμνημονιακού νέου αρχηγού του φιλόδοξου βουλευτή.

Ο κ. Γεωργιάδης, παρά την εμφανή επιφανειακότητά του,  έχει κάποιες έμφυτες αρετές ιδιαίτερα σπάνιες για το πολιτικό μας προσωπικό, οι οποίες ενδυναμώθηκαν καλλιεργημένες στη δύσκολη πιάτσα όπου εργάστηκε αλλά και από τις δυσκολίες της ζωής που πιθανότατα αντιμετώπισε. Διαθέτει ένα πρακτικό πνεύμα, που μάλλον καλλιεργήθηκε και απέκτησε μια οξυδέρκεια κατά τη θητεία του στην περίεργη αγορά των τηλεοπτικών συχνοτήτων που, σφετερισμένες από πολλούς, χρησιμοποιήθηκαν για πωλήσεις προϊόντων, από χαλιά ως αντίκες κι από βιβλία και εγκυκλοπαίδειες ως γκάτζετς, μασαζιέρες και πολιτικά κόμματα κάθε είδους.

Οι πολύτιμες αυτές αρετές (τις οποίες διαθέτει κάθε τρίτος μανάβης στον πάγκο της λαϊκής, δηλαδή ένας στους τρεις ανθρώπους της πιάτσας, απαραίτητες για να τα φέρει βόλτα με επιτυχία στη δουλειά του) θα του επέτρεπαν να φέρει αποτέλεσμα, αν τον τοποθετούσε κάποιος σε μια επιχείρηση με την αποστολή να βρει ποιοι περισσεύουν, ποιοι κάθονται, ποιοι μπλοκάρουν τη διαδικασία, την παραγωγή, τις πωλήσεις. Τα πρακτικά πνεύματα αυτού του είδους μαζί με ορισμένες οργανωτικές δεξιότητες (και αν εμπλουτιστούν με λίγο από πονηράδα και λίγο από ανοχή στον χαφιεδισμό) μπορούν σχετικά εύκολα σε μια χαώδη κατάσταση να φέρουν αποτελέσματα. Είναι, με δυο λόγια, άνθρωποι με κάποια χρησιμότητα.

Δεν μπορούν όμως τα πνεύματα αυτά να αλλάξουν την κατάσταση. Να συλλάβουν ένα άλλο μοντέλο και να προσαρμόσουν την κατάσταση σε αυτό. Να επινοήσουν ένα παράδειγμα. Δεν το μπορούν, γιατί το ίδιο το δικό τους παράδειγμα δεν είναι τολμηρό. Δεν είναι ανατρεπτικό όπως απαιτείται. Είναι αβαθές και φοβικά συντηρητικό.

Οι αρετές των ανθρώπων αυτής της κατηγορίας (καθόλα αναγκαίες για την άσκηση συγκεκριμένων καθηκόντων) δεν μπορούν να βοηθήσουν σε τίποτα όταν πρέπει κανείς να φανταστεί εξαρχής την επιχείρηση, τους στόχους, τη δομή, τις διαδικασίες μέτρησης, τη στρατηγική. Να συλλάβει μια ιδέα, ένα σχέδιο, να το διαπραγματευτεί με ανθρώπους ικανούς και εκπαιδευμένους να συλλαμβάνουν και σχηματοποιούν ιδέες και να τις μετασχηματίζουν σε σύστημα. Μπορούν να λύσουν συγκεκριμένα προβλήματα, δεν μπορούν όμως να δημιουργήσουν νέα συστήματα ανατρέποντας τα παλιά. Μπροστά σε αυτή την πρόκληση βραχυκυκλώνουν και αυτοακυρώνονται. Γι’  αυτό και τα αποτελέσματά τους συνήθως σβήνουν με τη δική τους εξαφάνιση.

Μπορεί κανείς (οπλισμένος με μια δόση στωικής αποκοτιάς) να κάνει την απόπειρα να φανταστεί τη συζήτηση ανάμεσα σε έναν Ευρωπαίο ειδικό στην οργάνωση των νοσοκομείων και στον κ. Γεωργιάδη για τη σχετική μεταρρύθμιση. Μπορεί όμως εξίσου αβίαστα να φανταστεί τον κ. Γεωργιάδη να εφευρίσκει λύσεις και τρόπους μετά τη συζήτηση αυτή, στο πλαίσιο που έχει βάλει ο συνομιλητής,  χωρίς καν να έχει συλλάβει στην ολότητά του το σχέδιο.

Παρά ταύτα, το πιο ενδιαφέρον στοιχείο είναι πως αυτό το σχετικά κοινό αλλά και χρήσιμο πρακτικό πνεύμα, εκπαιδευμένο κάπως από το ζόρι της πιάτσας, σπανίζει ανάμεσα στα στελέχη της συντηρητικής παράταξης (της ίδιας που κάποτε ανέδειξε έναν Κωνσταντίνο Καραμανλή, έναν Γεώργιο Ράλλη, έναν Ευάγγελο Αβέρωφ, ακόμη κι έναν Στέφανο Μάνο βρε αδελφέ, μην το ξεχνάμε κι αυτό, ανθρώπους με πολύ μεγάλα χαρίσματα και καλλιέργεια, ασχέτως ενδεχόμενων διαφωνιών). Σπανίζει τόσο που ο κ. Άδωνις Γεωργιάδης, εν συγκρίσει με τα άλλα σημερινά στελέχη της συντηρητικής παράταξης, από τον κ. Αβραμόπουλο ως τον κ. Αρβανιτόπουλο, ως τον κ. Χατζηδάκη κι ως  τελικά τον άχρωμο, γκρίζο, εντελώς μηχανικό και μάλλον ανίδεο αρχηγό του, τον κ. Σαμαρά, λάμπει σαν φάρος λογικής, φωτοβολεί σαν τρεμοπαίζουσα λάμπα πάνω σε έναν φανοστάτη αποτελεσματικότητας.

Όσο για σύγκριση με τα στελέχη της συγκυβέρνησης ή της άλλης αντιπολίτευσης, ούτε λόγος. Από την άποψη αυτή ο κ. Γεωργιάδης είναι μια πολύ διαφωτιστική περίπτωση για το πολιτικό μας προσωπικό και για τον λόγο αυτόν  αποκτά αξία η ανάλυσή της.

Λίγο λίγο ο κ. Γεωργιάδης φαίνεται να εξελίσσεται σταδιακά ως προσωπικότητα και ως πολιτικό πρόσωπο. Σαν να μετασχηματίζεται από ένα είδος εθνικής γλωσσοκοπάνας (ρόλο τον οποίο κατέκτησε ακριβοδίκαια) σε μέτρο σύγκρισης της αποτυχίας των συνοδοιπόρων του.

Κατά κάποιον τρόπο, με την «αποτελεσματική» δραστηριότητά του σταθμίζει και μετρά τον ξεπεσμό των ελίτ της χώρας.


Από αυτή την άποψη είναι μελαγχολικά συμπαθητικός.


Γιώργος Γιαννούλης- Γιαννουλόπουλος



No comments:

Post a Comment