Ένα χαρακτηριστικό δείγμα της δεσποτικής
νοοτροπίας της ελληνικής πολιτικής τάξης και των γόνων της είναι ο τρόπος που
αντιλαμβάνονται τη δική τους σχέση με την εργασία τους, το λειτούργημά τους,
τους πολίτες και την πόλη στην οποία κατοικούν.
Μετά τον Ανδρέα Παπανδρέου, αρχικά, και οι τρεις τελευταίοι εκλεγμένοι πρωθυπουργοί (Καραμανλής ο Μικρός, Παπανδρέου ο Ελάχιστος, και Σαμαράς ο Τίποτα – αντιστρέψτε τα επίθετα, δεν θα κάνει διαφορά) δεν εγκατέλειψαν κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας τους την προσωπική τους κατοικία, που βρισκόταν στη Ραφήνα ή στα βόρεια προάστια, πολύ μακριά από τον τόπο εργασίας τους: το Κοινοβούλιο και το Μέγαρο Μαξίμου.
Έτσι καθημερινά για να μετακινηθούν στην εργασία τους ανάγκαζαν και αναγκάζουν τις Αρχές να παρεμβαίνουν διακόπτοντας την ήδη επιβαρυμένη κυκλοφορία σε πολυσύχναστους δρόμους, προκειμένου να διασφαλίσουν την ασφάλεια αλλά και τον πολύτιμο χρόνο του επικεφαλής της Κυβέρνησης της χώρας, δηλαδή την ασφάλεια και οικονομία του κράτους.
Ο Πρωθυπουργός διεκδικώντας και αναλαμβάνοντας τη δουλειά γνωρίζει ανάμεσα στα άλλα και τους όρους και τον τόπο εργασίας του. Γνωρίζει επίσης πως η πολιτεία προσφέρει (πολύ σωστά) ειδική κατοικία με τα χρήματα των φορολογουμένων, η οποία είναι ταυτόχρονα και επιχειρησιακό κέντρο της Διοικητικής μηχανής της χώρας, το μέγαρο Μαξίμου, για τον Πρόεδρο της Κυβέρνησης (και την οικογένειά του εάν το επιθυμεί).
Το παρέχει όπως όλα τα πολιτισμένα κράτη, αφενός γιατί ο Πρωθυπουργός είναι το επίκεντρο της Διοικητικής μηχανής της χώρας και του συστήματος λήψης αποφάσεων και οφείλει να τον προστατεύει, και αφετέρου για να εξασφαλίζει την αποτελεσματική λειτουργία του θεσμού με τη μικρότερη δυνατή όχληση των πολιτών. Η πρακτική αυτή δεν είναι καινοφανής. Οι ηγέτες μετακομίζουν στην κρατική κατοικία κατά τη διάρκεια της θητείας τους. Από τον Πρόεδρο των ΗΠΑ και της Γαλλίας, ως τον Πρωθυπουργό της Ισπανίας, της Γαλλίας, της Αγγλίας και αλλού, όλοι μένουν στις κατοικίες που πληρώνουν έτσι κι αλλιώς γι’ αυτούς οι φορολογούμενοι. Εκτός αν μπορούν να αποδείξουν πως αν κάνουν αλλιώς δεν ενοχλούν, δεν επιβαρύνουν τους πολίτες και δεν θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλεια του Κράτους.
Κατά κάποιο τρόπο περιλαμβάνεται στο job description των προσώπων αυτών, που δεν είναι ιδιώτες όσο ασκούν τα καθήκοντά τους, τα οποία περιέχουν και τον σεβασμό στους πολίτες, στον δικό τους χρόνο και στη δική τους ασφάλεια. Όπως και την ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ των κρίσιμων αυτών ανθρώπων για τη λειτουργία του κράτους και τη διατήρηση της ειρήνης (άσχετα αν τους εκτιμούμε ή όχι ως πρόσωπα) να ΜΗ θέτουν τη ζωή τους σε κίνδυνο.
Ορισμένοι Έλληνες πρωθυπουργοί της μεταπολίτευσης προτίμησαν για δικούς τους λόγους, σεβόμενοι τους πολίτες, να κατοικήσουν κοντά στον τόπο εργασίας τους με δικά τους έξοδα, σε λιγότερο πολυτελείς χώρους από το Μέγαρο Μαξίμου (όπως ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο οποίος έμενε σε ένα μικρό διαμέρισμα λίγα στενά πιο κάτω) ή γιατί οι οικογενειακές τους οικίες βρίσκονταν πολύ κοντά.
Ο τωρινός δικός μας, όμως, προτίμησε μιαν άλλη παράδοση (όπως και οι τελευταίοι προκάτοχοί του και ο πρώτος διδάξας στη μεταπολίτευση, ο Ανδρέας Παπανδρέου). Αυτή του φεουδάρχη.
Το κέντρο του κράτους είναι το σπίτι μου, ο πύργος μου. Κατεβαίνω στους υποτακτικούς, στους υπηκόους μου, στα μέγαρά μου, στα κοινοβούλιά μου περνώντας καβάλα, από πολυσύχναστους δρόμους, από την ασφυκτική κυκλοφορία, όπου οι κολλήγοι προσπαθούν να σπείρουν, να οργώσουν, να πάνε κι αυτοί στις δουλειές τους, να δουν κι αυτοί τους αγαπημένους τους. Και κόψτε το λαιμό σας να με προστατεύετε από όπου διαβαίνω καλπάζοντας.
Καβάλα πάει στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάει.
Όσο κι αν φαίνεται μικρό, είναι κι αυτό ένα χαρακτηριστικό δείγμα της πολιτιστικής υστέρησης, της νοοτροπίας από την ίδια ρίζα με τη συμπεριφορά του Λιάπη, που όσο περνάει ο καιρός, όσο η κοινωνία αλλάζει αντιλήψεις κι έρχεται σε επαφή με άλλα πρότυπα, τόσο λιγότερο θα μπορεί να το ανεχτεί. Οι άνθρωποι αισθάνονται ότι κάτι πάει πολύ στραβά, κάτι δεν είναι καθόλου σωστό σε αυτή την πρακτική και άλλες παρόμοιες, αλλά δεν μπορούν ακριβώς να το εντοπίσουν ακόμη. Και αυτό τους εξοργίζει.
Μετά τον Ανδρέα Παπανδρέου, αρχικά, και οι τρεις τελευταίοι εκλεγμένοι πρωθυπουργοί (Καραμανλής ο Μικρός, Παπανδρέου ο Ελάχιστος, και Σαμαράς ο Τίποτα – αντιστρέψτε τα επίθετα, δεν θα κάνει διαφορά) δεν εγκατέλειψαν κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας τους την προσωπική τους κατοικία, που βρισκόταν στη Ραφήνα ή στα βόρεια προάστια, πολύ μακριά από τον τόπο εργασίας τους: το Κοινοβούλιο και το Μέγαρο Μαξίμου.
Έτσι καθημερινά για να μετακινηθούν στην εργασία τους ανάγκαζαν και αναγκάζουν τις Αρχές να παρεμβαίνουν διακόπτοντας την ήδη επιβαρυμένη κυκλοφορία σε πολυσύχναστους δρόμους, προκειμένου να διασφαλίσουν την ασφάλεια αλλά και τον πολύτιμο χρόνο του επικεφαλής της Κυβέρνησης της χώρας, δηλαδή την ασφάλεια και οικονομία του κράτους.
Ο Πρωθυπουργός διεκδικώντας και αναλαμβάνοντας τη δουλειά γνωρίζει ανάμεσα στα άλλα και τους όρους και τον τόπο εργασίας του. Γνωρίζει επίσης πως η πολιτεία προσφέρει (πολύ σωστά) ειδική κατοικία με τα χρήματα των φορολογουμένων, η οποία είναι ταυτόχρονα και επιχειρησιακό κέντρο της Διοικητικής μηχανής της χώρας, το μέγαρο Μαξίμου, για τον Πρόεδρο της Κυβέρνησης (και την οικογένειά του εάν το επιθυμεί).
Το παρέχει όπως όλα τα πολιτισμένα κράτη, αφενός γιατί ο Πρωθυπουργός είναι το επίκεντρο της Διοικητικής μηχανής της χώρας και του συστήματος λήψης αποφάσεων και οφείλει να τον προστατεύει, και αφετέρου για να εξασφαλίζει την αποτελεσματική λειτουργία του θεσμού με τη μικρότερη δυνατή όχληση των πολιτών. Η πρακτική αυτή δεν είναι καινοφανής. Οι ηγέτες μετακομίζουν στην κρατική κατοικία κατά τη διάρκεια της θητείας τους. Από τον Πρόεδρο των ΗΠΑ και της Γαλλίας, ως τον Πρωθυπουργό της Ισπανίας, της Γαλλίας, της Αγγλίας και αλλού, όλοι μένουν στις κατοικίες που πληρώνουν έτσι κι αλλιώς γι’ αυτούς οι φορολογούμενοι. Εκτός αν μπορούν να αποδείξουν πως αν κάνουν αλλιώς δεν ενοχλούν, δεν επιβαρύνουν τους πολίτες και δεν θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλεια του Κράτους.
Κατά κάποιο τρόπο περιλαμβάνεται στο job description των προσώπων αυτών, που δεν είναι ιδιώτες όσο ασκούν τα καθήκοντά τους, τα οποία περιέχουν και τον σεβασμό στους πολίτες, στον δικό τους χρόνο και στη δική τους ασφάλεια. Όπως και την ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ των κρίσιμων αυτών ανθρώπων για τη λειτουργία του κράτους και τη διατήρηση της ειρήνης (άσχετα αν τους εκτιμούμε ή όχι ως πρόσωπα) να ΜΗ θέτουν τη ζωή τους σε κίνδυνο.
Ορισμένοι Έλληνες πρωθυπουργοί της μεταπολίτευσης προτίμησαν για δικούς τους λόγους, σεβόμενοι τους πολίτες, να κατοικήσουν κοντά στον τόπο εργασίας τους με δικά τους έξοδα, σε λιγότερο πολυτελείς χώρους από το Μέγαρο Μαξίμου (όπως ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο οποίος έμενε σε ένα μικρό διαμέρισμα λίγα στενά πιο κάτω) ή γιατί οι οικογενειακές τους οικίες βρίσκονταν πολύ κοντά.
Ο τωρινός δικός μας, όμως, προτίμησε μιαν άλλη παράδοση (όπως και οι τελευταίοι προκάτοχοί του και ο πρώτος διδάξας στη μεταπολίτευση, ο Ανδρέας Παπανδρέου). Αυτή του φεουδάρχη.
Το κέντρο του κράτους είναι το σπίτι μου, ο πύργος μου. Κατεβαίνω στους υποτακτικούς, στους υπηκόους μου, στα μέγαρά μου, στα κοινοβούλιά μου περνώντας καβάλα, από πολυσύχναστους δρόμους, από την ασφυκτική κυκλοφορία, όπου οι κολλήγοι προσπαθούν να σπείρουν, να οργώσουν, να πάνε κι αυτοί στις δουλειές τους, να δουν κι αυτοί τους αγαπημένους τους. Και κόψτε το λαιμό σας να με προστατεύετε από όπου διαβαίνω καλπάζοντας.
Καβάλα πάει στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάει.
Όσο κι αν φαίνεται μικρό, είναι κι αυτό ένα χαρακτηριστικό δείγμα της πολιτιστικής υστέρησης, της νοοτροπίας από την ίδια ρίζα με τη συμπεριφορά του Λιάπη, που όσο περνάει ο καιρός, όσο η κοινωνία αλλάζει αντιλήψεις κι έρχεται σε επαφή με άλλα πρότυπα, τόσο λιγότερο θα μπορεί να το ανεχτεί. Οι άνθρωποι αισθάνονται ότι κάτι πάει πολύ στραβά, κάτι δεν είναι καθόλου σωστό σε αυτή την πρακτική και άλλες παρόμοιες, αλλά δεν μπορούν ακριβώς να το εντοπίσουν ακόμη. Και αυτό τους εξοργίζει.
Έτσι κι αυτό μαζί με άλλα θα υποδαυλίζει (δυσανάλογα με την πρακτική του βαρύτητα αλλά απολύτως ανάλογα με τη συμβολική του σημασία) την οργή των πολιτών, που όσο δεν μπορεί να πάρει μορφή συγκεκριμένη, όσο δεν βρίσκει μια θετική πρόταση, ένα απτό παράδειγμα, μια λογική εξήγηση μέσα από τον δημόσιο διάλογο, όσο δεν το συζητάει ώστε να το μετατρέψει σε λογικό αίτημα δικαίου, θα ξεσπάει επικίνδυνα στον λαϊκισμό και στο παράλογο.
Γιώργος Γιαννούλης- Γιαννουλόπουλος
No comments:
Post a Comment