Στο ακρωτήρι της Σαλαμίνας κάτω από τον φάρο, αγναντεύοντας την Αίγινα, μόλις ανοίξαμε ένα σακουλάκι με ραπανάκια από γνωστή αλυσίδα σουπερμάρκετ, αξίας 60 λεπτών, για να προστεθεί το περιεχόμενό της σε μια απλή αγγουροσαλάτα με ρόκα, ελαιόλαδο, ξύδι, χοντρό θαλασσινό αλάτι, μαζεμένο το καλοκαίρι από μια βραχώδη λιμνούλα στην άκρη της θάλασσας, όπως και λίγο θυμάρι από τις Κυκλάδες.
Από περιέργεια και κάποια ευχάριστη ανία διαβάσαμε την ετικέτα. Προέλευση της αρχαίας κοκκινωπής και πικάντικης ρίζας που τρώγαμε ήταν το Ισραήλ. Αγόραζα συχνά το σακουλάκι με τα καθαρά και περιποιημένα μικρά κοκκινωπά αυτά μπαλάκια της γης αλλά ποτέ δεν τόχα προσέξει.
«Το ρεπάνι κοινώς γνωστό και ως ραπάνι είναι μονοετές ή διετές φυτό του γένους Ράφανος και ανήκει στην οικογένεια των Κραμβοειδών (Brassicaceae).
Από περιέργεια και κάποια ευχάριστη ανία διαβάσαμε την ετικέτα. Προέλευση της αρχαίας κοκκινωπής και πικάντικης ρίζας που τρώγαμε ήταν το Ισραήλ. Αγόραζα συχνά το σακουλάκι με τα καθαρά και περιποιημένα μικρά κοκκινωπά αυτά μπαλάκια της γης αλλά ποτέ δεν τόχα προσέξει.
«Το ρεπάνι κοινώς γνωστό και ως ραπάνι είναι μονοετές ή διετές φυτό του γένους Ράφανος και ανήκει στην οικογένεια των Κραμβοειδών (Brassicaceae).
Η χρήση του ραπανιού, που στην αρχαιότητα ήταν γνωστό ως ραφανίδα (Θεόφραστος), αναφέρεται στη θεραπευτική από πολλούς αρχαίους συγγραφείς. Το συνιστούσαν ως ορεκτικό, αντιβηχικό, για τη διάλυση νεφρολίθων, χολόλιθων, ως φάρμακο κατά της υδρωπικίας, του ερυσιπέλατος, της αρθρίτιδας, των ηπατικών παθήσεων, κτλ. Το όνομα ραφανίς (ραπάνι) είναι πιθανό να προέρχεται από σύντμηση των λέξεων ραδίως - φαίνεσθαι, εξαιτίας της γρήγορης ανάπτυξης του φυτού.
Καλλιεργείται για τη σαρκώδη ρίζα του σε ολόκληρο σχεδόν τον κόσμο». Πηγή wiki).
Η νόστιμη και επωφελής αυτή ρίζα καλλιεργείται εύκολα παντού. Χρειάζεται λίγο νερό, μεγαλώνει σε 1-2 μήνες και δεν έχει πολλές απαιτήσεις.
Ο επίμονος αυτοματισμός της σκέψης του οικονομολόγου με έκανε να αναρωτηθώ:
Τι μπορεί να οδηγεί μια αλυσίδα σουπερμάρκετ που βρίσκεται και διανέμει προϊόντα στην Ελλάδα να αναζητά αυτές τις κοινότατες κι εύκολες στην καλλιέργεια ρίζες στην άλλη πλευρά της Μεσογείου; Πώς γίνεται και το κόστος της καλλιέργειάς τους σε μια χώρα με μικρότερους διαθέσιμους πόρους γης, παρόμοιους και ίσως ψηλότερους μισθούς, αφού προστεθεί στα μεταφορικά με το καράβι να αθροίζουν λιγότερο από την καλλιέργεια και μεταφορά με μια καρότσα από την Παιανία, την κοιλάδα των Δερβενοχωρίων, ή τις καλλιέργειες στην Κωπαΐδα, ή οπουδήποτε αλλού, μερικά χιλιόμετρα παραδίπλα;
Ίσως η εξήγηση να μην είναι μία αλλά ένα άθροισμα από αιτίες.
Προφανώς η αλυσίδα θα είχε πολύ υψηλό κόστος εάν έπρεπε να αγοράζει ραπανάκια από κάθε παραγωγό ξεχωριστά (εξεύρεσης, επάρκειας, διαπραγμάτευσης, σταθερότητας και εγγύησης ποιότητας, ομοιομορφίας, τυποποίησης). Άρα, για να αγοράσει ελληνικά ραπανάκια, θα έπρεπε να υπάρχει μια εταιρεία εγκατεστημένη στη χώρα που να τα συλλέγει από τους παραγωγούς, ελέγχει, τυποποιεί και ενδεχόμενα εξάγει επίσης σε ποσότητες ικανές για νάχει οικονομίες κλίμακας.
Από την άλλη, η τροφοδοσία της Αθήνας από τον Πειραιά, με ραπανάκια που έρχονται από το Ισραήλ μαζί με χιλιάδες άλλα προϊόντα από ένα σχετικά σταθερό και αξιόπιστο δίκτυο πλοίων, ίσως κοστίζει πολύ λιγότερο από την καρότσα του παραγωγού που θα πρέπει να διέλθει τα διόδια της Αττικής Οδού από τα Σπάτα, 50 χιλιόμετρα μακριά. Και να πληρώσει τα καύσιμα μεταφοράς που επιβαρύνονται με υψηλό φόρο και αντίστοιχο ΦΠΑ. Και να διαθέτει και επαγγελματική άδεια αγορασμένη ποιος ξέρει πόσο.
Η επιβάρυνση και αποθάρρυνση κάθε παραγωγικής δραστηριότητας από το ελληνικό φορολογικό καθεστώς, η χαμηλότερη απόδοση της δραστηριότητας αυτής (για να παράγεις ένα τυποποιημένο και προσεγμένο προϊόν) από μια αντίστοιχη επένδυση σε έναν άλλο τομέα ή στην απλή κερδοσκοπία, κι ακόμη η έλλειψη συλλογικότητας, ο ατομισμός της παραγωγής, η αμυντική μονομανία της οικογενειακής επιχείρησης (που επιτρέπει όμως μια ευελιξία απέναντι στην τρομοκρατική φορολογική πολιτική του ελληνικού κράτους αλλά αποτρέπει τη συνένωση δυνάμεων σε μεγαλύτερες μονάδες και τις οικονομίες κλίμακας), είναι ίσως μερικοί από τους παράγοντες που εξηγούν το παράδοξο φαινόμενο.
Μάλλον στην επικράτεια ενός κράτους που γνωρίζει μόνο να αρπάζει φόρους από όποιον βρει μπροστά του και σε αντάλλαγμα, αντί υπηρεσιών, να επιστρέφει διόδια σε όλους, δεν καταφέρνουν να φυτρώσουν και να κυκλοφορήσουν ούτε οι προσαρμοστικές αυτές ρίζες.
Έτσι στις μέρες μας οι Ισραηλινοί ζουμεροί (αλλά λίγο άγευστοι) κόκκινοι βολβοί της οικογένειας Raphanus sativus, περίοπτο και κοινότυπο μέλος της ευρύτερης οικογένειας Brassicaceae (γνωστοί και ως Daiken σε κάποια μέρη του κόσμου) διασχίζουν περήφανοι την αρχαία Μεσόγεια θάλασσα για να καταλήξουν, μετά από μια περίπλοκη διαδρομή, μέσα από τα δίκτυα και τα ράφια των μαγαζιών των σύγχρονων κατοίκων της ελλαδικής χερσονήσου, σε ένα μικρό ιστιοπλοϊκό, κάτω από τη σπηλιά του Ευριπίδη, στα νότια ενός πασίγνωστου και άγνωστου ταυτόχρονα αρχαίου νησιού, σε μια νοστιμότατη αγγουροσαλάτα.
Γιώργος Γιαννούλης- Γιαννουλόπουλος
Η νόστιμη και επωφελής αυτή ρίζα καλλιεργείται εύκολα παντού. Χρειάζεται λίγο νερό, μεγαλώνει σε 1-2 μήνες και δεν έχει πολλές απαιτήσεις.
Ο επίμονος αυτοματισμός της σκέψης του οικονομολόγου με έκανε να αναρωτηθώ:
Τι μπορεί να οδηγεί μια αλυσίδα σουπερμάρκετ που βρίσκεται και διανέμει προϊόντα στην Ελλάδα να αναζητά αυτές τις κοινότατες κι εύκολες στην καλλιέργεια ρίζες στην άλλη πλευρά της Μεσογείου; Πώς γίνεται και το κόστος της καλλιέργειάς τους σε μια χώρα με μικρότερους διαθέσιμους πόρους γης, παρόμοιους και ίσως ψηλότερους μισθούς, αφού προστεθεί στα μεταφορικά με το καράβι να αθροίζουν λιγότερο από την καλλιέργεια και μεταφορά με μια καρότσα από την Παιανία, την κοιλάδα των Δερβενοχωρίων, ή τις καλλιέργειες στην Κωπαΐδα, ή οπουδήποτε αλλού, μερικά χιλιόμετρα παραδίπλα;
Ίσως η εξήγηση να μην είναι μία αλλά ένα άθροισμα από αιτίες.
Προφανώς η αλυσίδα θα είχε πολύ υψηλό κόστος εάν έπρεπε να αγοράζει ραπανάκια από κάθε παραγωγό ξεχωριστά (εξεύρεσης, επάρκειας, διαπραγμάτευσης, σταθερότητας και εγγύησης ποιότητας, ομοιομορφίας, τυποποίησης). Άρα, για να αγοράσει ελληνικά ραπανάκια, θα έπρεπε να υπάρχει μια εταιρεία εγκατεστημένη στη χώρα που να τα συλλέγει από τους παραγωγούς, ελέγχει, τυποποιεί και ενδεχόμενα εξάγει επίσης σε ποσότητες ικανές για νάχει οικονομίες κλίμακας.
Από την άλλη, η τροφοδοσία της Αθήνας από τον Πειραιά, με ραπανάκια που έρχονται από το Ισραήλ μαζί με χιλιάδες άλλα προϊόντα από ένα σχετικά σταθερό και αξιόπιστο δίκτυο πλοίων, ίσως κοστίζει πολύ λιγότερο από την καρότσα του παραγωγού που θα πρέπει να διέλθει τα διόδια της Αττικής Οδού από τα Σπάτα, 50 χιλιόμετρα μακριά. Και να πληρώσει τα καύσιμα μεταφοράς που επιβαρύνονται με υψηλό φόρο και αντίστοιχο ΦΠΑ. Και να διαθέτει και επαγγελματική άδεια αγορασμένη ποιος ξέρει πόσο.
Η επιβάρυνση και αποθάρρυνση κάθε παραγωγικής δραστηριότητας από το ελληνικό φορολογικό καθεστώς, η χαμηλότερη απόδοση της δραστηριότητας αυτής (για να παράγεις ένα τυποποιημένο και προσεγμένο προϊόν) από μια αντίστοιχη επένδυση σε έναν άλλο τομέα ή στην απλή κερδοσκοπία, κι ακόμη η έλλειψη συλλογικότητας, ο ατομισμός της παραγωγής, η αμυντική μονομανία της οικογενειακής επιχείρησης (που επιτρέπει όμως μια ευελιξία απέναντι στην τρομοκρατική φορολογική πολιτική του ελληνικού κράτους αλλά αποτρέπει τη συνένωση δυνάμεων σε μεγαλύτερες μονάδες και τις οικονομίες κλίμακας), είναι ίσως μερικοί από τους παράγοντες που εξηγούν το παράδοξο φαινόμενο.
Μάλλον στην επικράτεια ενός κράτους που γνωρίζει μόνο να αρπάζει φόρους από όποιον βρει μπροστά του και σε αντάλλαγμα, αντί υπηρεσιών, να επιστρέφει διόδια σε όλους, δεν καταφέρνουν να φυτρώσουν και να κυκλοφορήσουν ούτε οι προσαρμοστικές αυτές ρίζες.
Έτσι στις μέρες μας οι Ισραηλινοί ζουμεροί (αλλά λίγο άγευστοι) κόκκινοι βολβοί της οικογένειας Raphanus sativus, περίοπτο και κοινότυπο μέλος της ευρύτερης οικογένειας Brassicaceae (γνωστοί και ως Daiken σε κάποια μέρη του κόσμου) διασχίζουν περήφανοι την αρχαία Μεσόγεια θάλασσα για να καταλήξουν, μετά από μια περίπλοκη διαδρομή, μέσα από τα δίκτυα και τα ράφια των μαγαζιών των σύγχρονων κατοίκων της ελλαδικής χερσονήσου, σε ένα μικρό ιστιοπλοϊκό, κάτω από τη σπηλιά του Ευριπίδη, στα νότια ενός πασίγνωστου και άγνωστου ταυτόχρονα αρχαίου νησιού, σε μια νοστιμότατη αγγουροσαλάτα.
Γιώργος Γιαννούλης- Γιαννουλόπουλος
No comments:
Post a Comment