Friday, January 31, 2014

Τα «like» και οι ψήφοι


Share/Bookmark
Εμείς οι ερασιτέχνες του δημόσιου λόγου συγχέουμε συχνά τα «λάικ» με τις ψήφους. Πέρα από την προφανή στατιστική στρέβλωση (μη αντιπροσωπευτικό κοινό ή ακόμη κι ένα κοινό που αναζητά την ευκαιρία να κτίσει εξαρχής μια προσωπικότητα και βρίσκει συνομιλητή) υπάρχει και η ουσιαστική παρανόηση που είναι πολύ πιο ενδιαφέρουσα. Είναι εύκολο να αποσπάσει κανείς την επιδοκιμασία του κοινού γαργαλώντας τα φθηνά αισθήματα που έτσι κι αλλιώς περιέχει, όπως κάθε ένας από εμάς.

Είναι απλό, για παράδειγμα, να φορτώνει κανείς όλα τα κακά του κόσμου σε κάποιον άλλο, σε μια απλοϊκή κακογουστιά, σε κάποιον απέναντι: στους ξένους, στους Γερμανούς, στους Αμερικάνους, στους μετανάστες, στους βρωμιάρηδες, στους φουσκωτούς, στους ανεγκέφαλους, στους αξύριστους, στους κλέφτες, στους αναρχικούς, στους κομμουνιστές, στην επάρατο δεξιά, στον ΣΥΡΙΖΑ ... και πάει λέγοντας. Εξαιρώντας πάντα τον εαυτό του.

Τα λεγόμενα «άκρα», όπως κάθε φορά μετασχηματίζονται στο συλλογικό φαντασιακό, προσφέρουν αυτή την ανακουφιστική διέξοδο: δεν ταλαιπωρούν τη σκέψη και αποτελούν τον εύκολο στόχο. Δημιουργούν ποδοσφαιρικές συναινέσεις με τη νοητή συμμετρία τους.

Και πέφτουν τα λάικ βροχή.

Αυτή η πρακτική, όταν την υιοθετούν άνθρωποι σκεπτόμενοι, έχει μια αδυναμία: όπως συγχέει τις αιτίες με το αποτέλεσμα, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο μπερδεύει τα "λάικ" με τις ψήφους.

Στη μοναχική στιγμή πίσω από το παραβάν όμως, για όσους τελικά συρθούν ως εκεί, λαμβάνει χώρα η χημεία της Δημοκρατίας: όποιος ψηφίσει κινημένος από τα άλογα και απαίδευτα ένστικτα της αναζήτησης ενός φταίχτη πάντα άλλου, μιας ευθύνης που δεν τον περιλαμβάνει, από μια απλοϊκή αντίδραση, από μια υποσυνείδητη απέχθεια, θα ψηφίσει τους καθαρότερους εκπροσώπους της απέχθειας αυτής σύμφωνα με τις πατροπαράδοτες ευαισθησίες του: την κάθε «επάρατο», τον κάθε λαϊκιστή, τον κάθε Καμμένο, τον κάθε Τσίπρα.

Η ψήφος αυτή τον ανακουφίζει και τον εκτονώνει. Κι όσοι συμβάλαμε στην καλλιέργεια και νομιμοποίηση των αισθημάτων αυτών, θα μείνουμε με τα «λάικ» στο χέρι.

Γιατί τα «λάικ», όταν είναι εύκολη έκφραση ευαρέσκειας για το απλουστευτικό ή απλοϊκό σύνθημα ενός άλλου, όταν επιβραβεύουν μια ανέξοδη απαρέσκεια, είναι στην πραγματικότητα έκφραση αυταρέσκειας: τα «λάικ» τούτα είναι ανακουφιστικά καθώς επικροτούν στ’ αλήθεια ένα απαίδευτο και φθηνό μέρος του εαυτού εκείνου που τα αποδίδει, που αισθάνεται δικαιωμένο.

Τούτο σημαίνει ότι δεν έχουν τα «λάικ» τη σημασία τους; Ναι, έχουν. Άλλη όμως από αυτή που φαίνεται.

Υπάρχουν κι εκείνα που είναι ακριβά και δύσκολα: είναι αποτέλεσμα μιας αλλαγής, μιας ανατροπής, είναι η συνέπεια της επίπονης απελευθέρωσης μιας σκέψης ή ενός ακριβού συναισθήματος εντός του ανθρώπου που το εκφράζει.

Στην περίπτωση αυτή δεν πρόκειται για έκφραση επιδοκιμασίας αλλά για ένα απλό ευχαριστώ, γιατί κάποιος, κάποιες εικόνες ενός άλλου, μερικές λέξεις που ένας άλλος πρόφερε, έγιναν η αιτία να ξαναδεί τον εαυτό του αλλιώς. Είναι μέρος ενός διαλόγου με όλα τα στοιχεία της αμοιβαιότητας.

Ετούτα σάμπως να μου φαίνονται πιο μόνιμα, πιο ουσιαστικά, πιο αληθή, πιο συμφέροντα. Είναι ελπιδοφόρα. Και γι' αυτό, μάλλον, στη μυστηριώδη μαγειρική της Δημοκρατίας, είναι και περισσότερο πολιτικά.

Γιώργος Γιαννούλης- Γιαννουλόπουλος



No comments:

Post a Comment