Η αξία ενός νομίσματος, το τι δηλαδή αγοράζει,
δεν ορίζεται από την κυβέρνηση αλλά από τις αγορές, ανάλογα με την ποσότητά του
και την κατάσταση της οικονομίας που αντιπροσωπεύει. Όταν η Κυβέρνηση ορίζει διοικητικά την τιμή του πάνω από την αξία που θα το οδηγούσε η αγορά (πχ Σοβιετική Ένωση,
Ανατολικές χώρες, Κούβα κλπ) τότε εξαφανίζονται τα προϊόντα που θα αγόραζε σε αυτή την τιμή. Οπότε γίνεται υποχρεωτική η διανομή των βασικών αγαθών με
δελτίο. Ταυτόχρονα, το κράτος και το τραπεζικό σύστημα δέχεται συναλλαγές μόνο στην ορισμένη τιμή. Οπότε, εάν κάποιος κατέχει ένα διεθνώς αποδεκτό νόμισμα εντός της χώρας (πχ δολάριο, ευρώ
κλπ) τότε έχει δύο επιλογές: να το ανταλλάξει σε μια αξία που δεν ανταποκρίνεται
στην πραγματική του ή να το ανταλλάξει στη μαύρη αγορά χρήματος και αγαθών, που
δημιουργείται αυτόματα, χάνοντας μεγάλο μέρος της αξίας του στους μαυραγορίτες
που θησαυρίζουν.
Ταυτόχρονα η Κυβέρνηση είναι
υποχρεωμένη να επιβάλει περιορισμούς στις κινήσεις κεφαλαίων για να μην εξαφανιστεί το σύνολο του ισχυρού νομίσματος από τη χώρα. Αυτοί όμως δεν είναι
δυνατόν να λειτουργήσουν με ανοιχτά σύνορα και χωρίς συνοριακούς ελέγχους των
εξερχομένων προσώπων. Σταδιακά, δηλαδή, τα σύνορα κλείνουν και για τους ανθρώπους.
Εάν η Κυβέρνηση αφήσει ελεύθερη
τη διακύμανση του νομίσματος, το νόμισμα υποτιμάται έως την πραγματική αξία της
οικονομίας που αντιπροσωπεύει, μέχρι να σταθεροποιηθεί κάπου και ανάλογα την ποσότητα
που θα εκδοθεί. Στην Ελληνική περίπτωση, για να φτάσει να καλύψει τα ελλείμματα των
κρατικών δαπανών, μια τέτοια πορεία δύσκολα θα σταματούσε πριν το 60%, εάν ξεκινούσε
από ισοτιμία 1 προς 1 με το ευρώ. Κάθε φορά βέβαια που εκδίδεται παραπάνω, απλώς υποτιμάται και μεταφράζεται
σε πληθωρισμό. Η αγοραστική δύναμή του θα εκφράζεται σε
διεθνώς αποδεκτό νόμισμα. Δηλαδή, συζητάμε για έναν κατώτατο μισθό με αγοραστική δύναμη
περίπου στα 150-200 ευρώ. Ενώ ένας υπάλληλος ή συνταξιούχος με σημερινή σύνταξη
1.000 ευρώ θα πρέπει να είναι ευχαριστημένος με προϊόντα και υπηρεσίες που σήμερα
αγοράζει με 400 ευρώ. Ως αποτέλεσμα της πολιτικής αυτών που ζητούν την αύξησή τους.
Αυτό φυσικά δεν αποτρέπει την
απελπισμένη αναζήτηση για σκληρό νόμισμα, καθώς όλη η οικονομία πρέπει να
προσαρμοστεί σε πολύ χαμηλότερη αγοραστική δύναμη, τόσο ως προς τα επενδυτικά και παραγωγικά όσο
και ως προς τα καταναλωτικά αγαθά.
Ιδιαίτερα όσον αφορά τα πρώτα, που είναι
απαραίτητα για την παραγωγή, η κατάσταση είναι πολύ δύσκολη. Μια χώρα με ανοιχτές
αγορές και ισχυρό νόμισμα γίνεται πλουσιότερη γιατί εξειδικεύεται. Με το νόμισμά
της αγοράζει πράγματα στα οποία δεν έχει πλεονέκτημα παραγωγής για να παράγει άλλα
που έχει μεγαλύτερο. Αγοράζει φθηνά σιτηρά παραγόμενα μαζικά στις πεδιάδες της Γαλλίας,
αυτοκίνητα από τα κέντρα παραγωγής της Κίνας, υπολογιστές από την Ταϊβάν για να ενσωματώσει προστιθέμενη αξία και να παρέχει ακριβές τουριστικές υπηρεσίες στις παραλίες της ή εμπόριο στα λιμάνια της.
Το να επιστρέψει σε παραγωγή προϊόντων που
δεν τη συμφέρει να παράγει έχει και δύο συνέπειες. Πρώτον, σπαταλά πόρους σε λιγότερο
ανταγωνιστικές δραστηριότητες, άρα είναι φτωχότερη. Αλλά και μια ακόμη. Έχει
ξεχάσει πώς γίνεται. Έχει αστικοποιηθεί, αλλάξει κοινωνικές δομές, τεχνογνωσία.
Το βέλος της οικονομίας είναι σαν το βέλος του χρόνου. Πηγαίνει προς τα μπρος
και μόνο. Προς τα πίσω δεν πηγαίνει. Στην επόμενη κατάσταση, εάν αυτή είναι χειρότερη, προγενέστερη στον καταμερισμό εργασίας, κατευθύνεται μόνο σαν εντροπία, όπως έλεγε ο Ελία Πριγκοζίν. Δεν ξαναμπαίνει στο τσόφλι του το τηγανητό αυγό. Ή, αλλιώς ειπωμένο, δεν περνάς στην επόμενη (υποδεέστερη παραγωγικά) κατάσταση, που είναι πλέον εντελώς νέα, δίχως κάποια μορφή Ούγκο Τσάβες, Φιντέλ Κάστρο, Εμβέρ Χότζα ή Ερυθρών Χμερ, ανάλογα την περίπτωση.
Ακόμη και τα εξαγώγιμα αγαθά και
υπηρεσίες, αλλά και αυτά που προορίζονται για εγχώρια κατανάλωση, χρειάζονται σε
μεγάλο βαθμό εισαγόμενα αγαθά. Για να παραχθούν ενσωματώνουν πρώτες ύλες, μηχανήματα, υπηρεσίες, αυτοκίνητα, υπολογιστές,
τηλέφωνα, δίκτυα, καλώδια, φάρμακα, αγροτικά εργαλεία, πετρέλαιο, και χιλιάδες άλλα, που πρέπει να εισαχθούν. Συνεπώς, οι
περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων για να μην εξαφανιστεί εντελώς η παραγωγή και
πάλι πρέπει να επιβληθούν. Ενώ το δελτίο δεν μπορεί να αποφευχθεί, καθώς η κατανάλωση
θα πρέπει να περιοριστεί στο ελάχιστο δυνατό, ώστε να ελεγχθεί ο υπερπληθωρισμός και να στραφούν στην παραγωγή οι λίγοι πλέον πόροι.
Σε όλη αυτή τη διαδικασία το μόνο
που δεν μειώνεται είναι το χρέος, το οποίο παραμένει στο νόμισμα που εκδόθηκε. Ακόμη
όμως και να χαρίζονταν στο σύνολό του, το ΑΕΠ θα έχει τόσο μικρύνει, ενώ η πρόσβαση
στις αγορές κεφαλαίων για τη στήριξη επενδύσεων θα έχει σταματήσει για πολλά πολλά
χρόνια, ώστε είναι απίθανο η αγοραστική αξία των μισθών να σταθεροποιηθεί σύντομα. Φυσικά, ούτε λόγος να γίνεται για τα 25 δισεκατομμύρια Ευρώ που λαμβάνει η χώρα ΔΩΡΕΑΝ
από την Ευρώπη κάθε 4-5 χρόνια για τη βελτίωση των υποδομών της. Θα είναι ευτυχής εάν κατορθώνει να αποσπάσει καμιά 25ριά εκατομμύρια από την Παγκόσμια Τράπεζα, που στηρίζει
την ανάπτυξη των υποανάπτυκτων χωρών.
Όπως είναι εύκολα κατανοητό, η μετάβαση αυτή δεν μπορεί να γίνει σε κλίμα δημοκρατικής ομαλότητας, τουλάχιστον όχι όπως τη γνωρίζουμε. Τα στρώματα εκείνα που σήμερα έλκονται από τον εθνικιστικό λαϊκισμό οργίζονται και δυσανασχετούν με τον περιορισμό των προνομιακών αμοιβών τους και του μεριδίου τους στο ΑΕΠ των 200 δις μιας ανεπτυγμένης χώρας κατά 10-20 % για να ισορροπήσει η οικονομία της και να ανακτήσει την ανταγωνιστικότητά της (αυτό δηλαδή που θα σήμαινε η κατάργηση των φόρων υπέρ τρίτων και η μείωση του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων). Αυτά τα ίδια, όταν συνειδητοποιήσουν τι τους έχει συμβεί δύσκολα μπορεί κανείς να φανταστεί πως θα συνεισφέρουν πειθαρχημένα τις αποταμιεύσεις τους και θα αποδεχτούν αμαχητί την υποβάθμιση της αγοραστικής τους δύναμης και την πτώση της αξίας της περιουσίας τους κατά 60-70%.
Οι ανώτερες τάξεις, που έχουν πρόσβαση
και έχουν ενταχθεί στη Διεθνή Οικονομία, είναι αυτές που λιγότερο θα πληγούν. Και
ενδεχόμενα θα έχουν τα περιθώρια να κερδοσκοπήσουν.
Η μετάβαση αυτή δεν μπορεί να γίνει ούτε σε κλίμα Διεθνούς ομαλότητας, σε μια χώρα με τρεις μεγάλες συγκρούσεις σε εξέλιξη γύρω από τα σύνορά της, με μειονοτικά ζητήματα και διεθνή θέματα από τα οποία προστατεύονταν χάρη στην ενσωμάτωσή της στα συμφέροντα της Ευρώπης.
Αυτό όμως είναι και το παράδοξο
πράγμα με τον λαϊκισμό στις Δημοκρατίες: είναι (ορίζοντάς τον εκ του αποτελέσματος) μια διαδικασία που οδηγεί τους ανθρώπους να ψηφίζουν ενάντια στα συμφέροντά τους
και αυτά των παιδιών τους. Ένα φαινόμενο που αναπτύσσεται ενίοτε πάνω σε ένα εκτυφλωτικό ψέμα ή σε μια άτοπη και παραπλανητική νοσταλγία. Χτίζεται έτσι μια εναλλακτική
πραγματικότητα, την οποία συνειδητοποιούν όσοι καταλήγουν εντός της συνήθως όταν
είναι αργά. Όπως μετά από τις μεγάλες καταστροφές, τους σεισμούς, τους πολέμους,
η μνήμη για την προγενέστερη κατάσταση περιορίζεται πάντα στη λιγοστή και πληγωμένη μνήμη των επιζώντων.
Γιώργος Γιαννούλης-Γιαννουλόπουλος
Ξεχασες τις 7 πληγές του φαραώ και το ηφαίστειο της Σαντορίνης ,γιατί το παραμύθι "θα βγούμε απ το ευρώ και θα πεινασουμε" δεν τραβάει πια δυστυχώς,είναι τόσοι οι πεινασμένοι και για τόσο μεγαλο διαστημα εξ αιτιας των πολιτικών που προτείνεις που ο χότζα και ο κάστρο δε φοβίζουν κανένα πια.
ReplyDelete