Μέχρι το 1974 η Κύπρος
ήταν μια ενιαία χώρα μέλος του ΟΗΕ που κατοικούνταν από Ελληνοκυπρίους κατά
περίπου 70% και από Τουρκοκυπρίους κατά 30%. Η αποικιακή Διοίκηση από τη Μεγάλη Βρετανία, μέρος της Αυτοκρατορίας της οποίας υπήρξε το νησί, μετά και
από τον ηρωικό αντιαποικιακό αγώνα τον Κυπρίων, με την καθοδήγηση του Μακαρίου,
έληξε με την υπογραφή των Συνθηκών Ζυρίχης-Λονδίνου τον Φεβρουάριο
του 1959. Με βάση τις συνθήκες αυτές, που τέθηκαν σε ισχύ στις 16 Αυγούστου 1960,δημιουργήθηκε
το ανεξάρτητο Κυπριακό Κράτος.
Κατά τη διάρκεια του
αντιαποικιακού αγώνα αναπτύχθηκαν εντάσεις μεταξύ των κοινοτήτων. Βασική
επιδίωξη της ελληνοκυπριακής κοινότητας ήταν η ένωση με την Ελλάδα, που
προκαλούσε φόβο στους Τουρκοκυπρίους σε σχέση με τη θέση τους ως μειονότητα σε
ένα κράτος όπου ο Ελληνικής καταγωγής πληθυσμός θα ήταν συντριπτικά
μεγαλύτερος. Η ασφάλεια, η προστασία και αναγνώριση των δικαιωμάτων τους ως
ξεχωριστής κοινότητας θα ήταν απαραίτητη για να καταλαγιάσει κάπως αυτός ο
φόβος.
Η πρώτη φάση του ηρωικού αντιαποικιακού αγώνα από την ΕΟΚΑ ενίσχυσε τους φόβους των Τουρκοκυπρίων ότι
ίσως τους περίμενε η μοίρα των ομοεθνών τους από άλλες περιοχές που ενώθηκαν με
την Ελλάδα παλαιότερα και εκδιώχθηκαν από τον τόπο τους, όπως στην Κρήτη. Τον
Ιούλιο του 1958 αυτή η ένταση έφτασε σε έξαρση και δεκάδες δολοφονίες και συγκρούσεις
ανάμεσα στις δύο κοινότητες έλαβαν χώρα στο νησί. Θηριωδίες που διεπράχθησαν το
καλοκαίρι του 1958, όπως είναι η σφαγή των οκτώ Κοντεμενιωτών από
Τουρκοκυπρίους στο Κιόνελι και η δολοφονία, από την ΕΟΚΑ, πέντε τουρκοκυπρίων
εργατών έξω από την Κοντέα, εξακολουθούν να επιδρούν στη συλλογική μνήμη των
δύο κοινοτήτων μέχρι τις μέρες μας.
Αν και η ευφορία για
την αποτίναξη του αποικιακού ζυγού ήταν μεγάλη, καμία από τις δύο κοινότητες
δεν θεώρησε ότι οι συνθήκες ικανοποίησαν τους εθνικούς στόχους της ή ότι το
καθεστώς που εγκαθίδρυαν θα μπορούσε να είναι κάτι περισσότερο από ένα
μεταβατικό στάδιο προς την ένωση (για τους Ελληνοκύπριους) ή τη διχοτόμηση (για
τους Τουρκοκύπριους). Για την επίτευξη των τελικών στόχων τους συνέχισαν να
εργάζονται και οι δύο κοινότητες, η μεν Ελληνοκυπριακή εκμεταλλευόμενη την
πλειοψηφία της για να επιβάλει αποφάσεις που υπερέβαιναν τις συνθήκες, η δε
Τουρκοκυπριακή εκμεταλλευόμενη τα προνόμια που της έδιναν οι συνθήκες για να
παρεμποδίζει τη λήψη σημαντικών αποφάσεων, ώστε να φανεί ότι το ενιαίο κράτος
των δύο εθνικών κοινοτήτων δεν μπορούσε να λειτουργήσει.
Η γεωστρατηγική θέση
του νησιού στην εποχή του Ψυχρού πολέμου περιέπλεκε την υπόθεση.
Παρά την ανεξαρτησία, δεν διαλύθηκαν οι ελληνοκυπριακές και τουρκοκυπριακές ένοπλες ομάδες, οι οποίες
συνέχισαν τη δράση τους, και οι προσπάθειες των αρχών να εντοπίσουν παράνομα
όπλα και πυρομαχικά δεν είχαν επιτυχία. Ο πρωταρχικός στόχος που επιτεύχθηκε
από τους Τούρκους από το 1958 μέχρι και το 1959 ήταν ο εξοπλισμός, η εκπαίδευση
και η οργάνωση δύναμης 5.000 μαχητών της Τ.Μ.Τ στην Κύπρο. Η Τ.Μ.Τ. μάλιστα πραγματοποίησε δολοφονίες
Τουρκοκυπρίων αστυνομικών που υπηρετούσαν στη Βρετανική αποικιακή Αστυνομία και
εργάζονταν για τον εντοπισμό παράνομου οπλισμού στην κοινότητά τους.
Οι ταραχές και
συγκρούσεις ανάμεσα στις δύο εθνικές ομάδες συνεχίστηκαν και οδήγησαν και στην
εμπλοκή των δυο ομοεθνών δυνάμεων παραβιάζοντας τις συνθήκες στην περίοδο 63-64.
Η Τουρκία πρώτη, με τη διενέργεια βομβαρδισμών (η προγραμματιζόμενη
εισβολή απετράπη έπειτα από επέμβαση του αμερικανικού παράγοντα λόγω της
ανοιχτής στήριξης της ΕΣΣΔ προς τον Μακάριο), και η Ελλάδα με την
αποστολή στρατιωτικού σώματος πέραν των όσων προέβλεπαν οι Συμφωνίες
Ζυρίχης-Λονδίνου.
Οι εθνικιστικές
αψιμαχίες συνεχίστηκαν με αμείωτη ένταση. Τον Νοέμβριο του 1967 ελληνοκυπριακές δυνάμεις
επιτέθηκαν στους Τουρκοκυπρίους στις περιοχές Άγιος Θεόδωρος και Κοφίνου, δυτικά
της Λάρνακας ύστερα από εντάσεις
και προκλήσεις μεταξύ των δύο πλευρών, με αποτέλεσμα τον θάνατο 22 Τουρκοκυπρίων
και ενός Ελληνοκυπρίου. Η Τουρκία απείλησε να εισβάλει στο νησί και η εισβολή
απετράπη μόνο με ανταλλάγματα την απόσυρση της ελληνικής μεραρχίας από την
Κύπρο και την ανάκληση του Γρίβα στην Ελλάδα. Πέρα από τις αδιέξοδες
συνομιλίες, η Κυπριακή Κυβέρνηση δεν έκανε καμιά προσπάθεια σε πρακτικό επίπεδο
προσέγγισης του τουρκοκυπριακού στοιχείου.
Στο μεταξύ οι
τουρκοκυπριακοί θύλακες οργανώθηκαν με στρατό και κρατική διοίκηση,
εγκαθιδρύοντας στις 24 Δεκεμβρίου 1967 ένα κράτος εν κράτει με την ονομασία
"Προσωρινή Τουρκοκυπριακή Διοίκηση", κατά παράβαση των Συνθηκών
Ζυρίχης-Λονδίνου και του Συντάγματος, που απαγόρευαν ρητά την αποσχιστική
ανεξαρτητοποίηση μέρους της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αυτό το κράτος εν κράτει
διέθετε "βουλή" και "εκτελεστικό συμβούλιο", αλλά και
αστυνομία, ταχυδρομείο, ραδιόφωνο, ακόμη και ποδοσφαιρική ομοσπονδία. Οι
Τουρκοκύπριοι που ζούσαν εκτός θυλάκων είχαν περιορισμένα δικαιώματα σε σχέση
με τους Ελληνοκύπριους και ταυτίζονταν μάλλον με την Τουρκοκυπριακή Διοίκηση
παρά με το επίσημο κράτος της Κύπρου, το οποίο είχε περιέλθει εξ ολοκλήρου
στους Ελληνοκυπρίους. Ακόμα και οι Τουρκοκύπριοι που ζούσαν εκτός θυλάκων
υπηρετούσαν τη στρατιωτική τους θητεία στον τουρκοκυπριακό στρατό. Ο
τουρκοκυπριακός εθνικισμός φούντωνε και η απομόνωση από τους Ελληνοκυπρίους
αρκετές φορές επιδιωκόταν. Αρκετές φορές ένοπλες ομάδες Τουρκοκυπρίων εμπόδιζαν
κατοίκους των θυλάκων να επιστρέψουν στα χωριά τους. Στο ζήτημα της
τουρκοκυπριακής κοινότητας πάντως οι Ελληνοκύπριοι ακολουθούσαν μια μάλλον
κοντόφθαλμη πολιτική. Ενώ διακήρυτταν ότι πρέπει πάση θυσία να αποφευχθεί η
διχοτόμηση του νησιού, δεν τους ενοχλούσε ιδιαίτερα η δημιουργία των θυλάκων
και η στεγανοποίηση των δύο κοινοτήτων· τούς αρκούσε που οι Τουρκοκύπριοι δεν
παρενέβαιναν στη διοίκηση του επίσημου κράτους. Οι μακροπρόθεσμες συνέπειες
αυτού του διαχωρισμού δεν αποτελούσαν αντικείμενο συζήτησης.
Με αυτά και με εκείνα
φτάσαμε στην περίοδο της δικτατορίας στην Ελλάδα, όπου η ιδέα της Ένωσης έχασε
οπαδούς ακόμη και μεταξύ των Ελληνοκυπρίων, για ευνόητους λόγους.
Όμως η Ελληνική χούντα
είχε άλλες ιδέες. Αποπειράθηκε να δολοφονήσει τον ηγέτη της Κυπριακής
Δημοκρατίας και των Ελληνοκυπρίων, τον Μακάριο. Οργάνωσε παραστρατιωτικές
οργανώσεις στο νησί, την ΕΟΚΑ Β’, που εκτελούσε βίαιες δράσεις κατά των
Τουρκοκυπρίων. Και τέλος, τον Ιούλιο του 1974
οργάνωσε πραξικόπημα για την ανατροπή του Μακαρίου και επέβαλε τον
μοιραίο Σαμψών, που λίγες μέρες μετά παραιτήθηκε υπό το βάρος των εξελίξεων, καθώς η Τουρκία εισέβαλε στο νησί και κατέλαβε το βόρειο μέρος του, όπου
συγκεντρώθηκαν οι περισσότεροι Τουρκοκύπριοι.
Η ελληνοκυπριακή
πλευρά, εκπροσωπούμενη από τον Γλαύκο Κληρίδη,
αξίωσε για πρώτη φορά μετά το 1963 εφαρμογή των Συνθηκών
Ζυρίχης-Λονδίνου και του Κυπριακού Συντάγματος, κάτι που ως τότε η ίδια
αρνούνταν κατηγορηματικά. Η Τουρκία αρνήθηκε και προέβαλε το πάγιο αίτημά της
για γεωγραφικό χωρισμό του νησιού. Ενόσω διαρκούσαν οι διαπραγματεύσεις, η
Τουρκία προχώρησε και στο δεύτερο κύμα εισβολής στις 14 Αυγούστου 1974, φθάνοντας ως τα σημερινά όρια των
Κατεχομένων.
Η
τουρκική εισβολή δημιούργησε χιλιάδες θύματα και αγνοούμενους, ενώ πάνω από
180.000 Ελληνοκύπριοι πρόσφυγες εκδιώχθηκαν ή υποχρεώθηκαν να φύγουν από τις
κατεχόμενες από τον Τουρκικό στρατό περιοχές. Παράλληλα υπήρξε σταδιακή μετακίνηση
πάνω από 50.000 Τουρκοκυπρίων από τις ελεύθερες στις κατεχόμενες περιοχές, ειδικά μετά την άρση της απαγόρευσης τέτοιων μετακινήσεων με τη συμφωνία της
Τρίτης Βιέννης, του Αυγούστου 1975. Αποτέλεσμα των μετακινήσεων αυτών ήταν η ντε
φάκτο δημιουργία δύο χωριστών περιοχών με εθνικά σχεδόν αμιγή πληθυσμό
Τη συνέχεια της ιστορίας την ξέρετε.
Το νησί παραμένει έκτοτε διαιρεμένο και
χωρισμένο σε δυο περιοχές. Εκ των οποίων η μία ακόμη δεν έχει αναγνωριστεί από
τη Διεθνή Κοινότητα ως ανεξάρτητη οντότητα, αλλά αποτελεί κατά κάποιον τρόπο
αυτόνομη ζώνη επιρροής της Τουρκίας αναγνωριζόμενη και υποστηριζόμενη μόνο από αυτήν,
η οποία όμως δεν την έχει επίσημα προσαρτήσει.
Η
Ελλάδα και η Κύπρος – ορθά; –
υποστηρίζουν ότι παρά τα όσα είχαν συμβεί, κακώς η Τουρκία εισέβαλε σε ένα
ανεξάρτητο κράτος και παράνομα κατέχει και διατηρεί στρατό σε ένα μέρος του,
παρά τις συγκρούσεις που υπήρχαν ανάμεσα στις δυο εθνότητες που κατοικούσαν
εκεί για αιώνες και παρέμειναν μαζί μετά τη διάλυση της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας πρώτα και της Βρετανικής Αυτοκρατορίας στη συνέχεια. Ακόμη και παρά τα
λάθη που έκανε Ελληνική πλευρά, λέει η Ελλάδα, η Τουρκία δεν είχε το δικαίωμα να εισβάλει και να καταλάβει μέρος του νησιού. Υποστηρίζει ακόμη πως η Κύπρος είχε το δικαίωμα να αμυνθεί απέναντι
στην Τουρκική εισβολή και κατηγορεί τη Διεθνή Κοινότητα γιατί δεν τη βοήθησε
έγκαιρα όταν η ίδια ήταν ανίκανη να το κάνει, την εποχή της χούντας. Η Ελλάδα
ισχυρίζεται, επίσης, ότι ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης σέβεται απολύτως τα
δικαιώματα των δικών της μειονοτήτων και δεν χρήζουν ανάγκης προστασίας από
κάποιον τρίτο. Και μάλλον σωστά το
υποστηρίζει. Ή όχι;
Η Τουρκία πάλι υποστηρίζει ότι
όφειλε να προστατεύσει τη μειονότητα των ομοεθνών της από την Ελληνική
επεκτατικότητα, την αμφισβήτηση των συνθηκών που ρύθμιζαν την ανεξαρτησία του
νησιού και τις επιθέσεις των εθνικιστών της ΕΟΚΑ Β΄, όπως αυτά εκδηλώθηκαν σε
όλη την περίοδο και ιδιαίτερα στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’70, φτάνοντας
στο πραξικόπημα του '74. Υποστηρίζει ακόμη ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση κακώς δέχθηκε στους κόλπους της την Κύπρο και κακώς η Ε.Ε. προασπίζεται την κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας στο σύνολο του εδάφους της και των δικαιωμάτων της στα θαλάσσια οικόπεδα της νήσου και τα ενεργειακά αποθέματα που ανήκουν, λέει η Τουρκία, και στους Τουρκοκύπριους. Υποστηρίζει ακόμη πως έχει σημαντικά νόμιμα στρατηγικά συμφέροντα στο νησί. Στο βάθος υποκρύπτεται βέβαια πάντα και μια ιδέα ότι όλες οι περιοχές όπου κατοικούν Τουρκικής καταγωγής άνθρωποι είναι μέρος του χώρου επιρροής της, δυνητικά αποτελούν μέρος της αυτοκρατορίας της, Και εάν θεωρήσει ότι απειλούνται ή υφίστανται διακρίσεις και πιέσεις, όταν και εάν παρουσιαστεί η ευκαιρία, έχει το δικαίωμα να επέμβει. Ίσως και να το
υποβοηθά σε κάποιες οικείες μας περιπτώσεις, να το οργανώνει και λίγο, όπως στην
περίπτωση της Θράκης. Καλώς ή κακώς το υποστηρίζει, λέτε;
Γιατί τα θυμηθήκαμε όλα αυτά; Αν δεν
καταλάβατε, δεν πειράζει.
Την επόμενη φορά θα μιλήσουμε για μια άλλη
χώρα, που ανεξαρτητοποιήθηκε από μιαν άλλη αυτοκρατορία, όπου
κατοικούσαν δυο εθνικές κοινότητες, μια πλειοψηφούσα και μια μειοψηφούσα, εντός
της οποίας αναπτύσσονται εντάσεις. Όπου η μια κοινότητα φιλοδοξεί η χώρα να
γίνει μέρος μιας ευρύτερης Ένωσης, που στην περίπτωση αυτή μάλιστα δεν είναι
χούντα αλλά μια Ένωση Δημοκρατιών με υψηλό βαθμό προστασίας των μειονοτήτων και
των ανθρώπινων δικαιωμάτων, Ενώ η διάδοχος της Αυτοκρατορίας, από την οποία
ανεξαρτητοποιήθηκε η χώρα αυτή, δεν είναι και τόσο Δημοκρατία ούτε φημίζεται
για τον σεβασμό της στις μειονότητες και τα ανθρώπινα Δικαιώματα. Θεωρεί τη χώρα αυτή δική της σφαίρα επιρροής και
διεκδικεί το δικαίωμα να παρέμβει. Οργανώνει αποσχιστικές τάσεις στη δική της
μειονότητα, την εξοπλίζει, εισβάλλει στρατιωτικά και καταλαμβάνει τμήματα της
χώρας σε διαδοχικούς Αττίλες.
Εκείνο που είναι παντελώς ακατανόητο είναι
πώς στην Ελλάδα, τη χώρα που καταγγέλλει την Τουρκική εισβολή
και ζητά την άμεση λήξη της παράνομης κατοχής τμήματος ενός ανεξάρτητου κράτους
μέλους του ΟΗΕ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Κύπρου, στην Ελλάδα που επίσης διαβλέπει
την Τουρκική απειλή στη Θράκη, ορισμένοι αισθάνονται την ανάγκη να
υπερασπισθούν τον εισβολέα στην άλλη ανεξάρτητη χώρα μέλος του ΟΗΕ που
φιλοδοξεί να γίνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της οικογένειας στην οποία περιλαμβάνεται και η Ελλάδα δηλαδή, αποδεχόμενοι τα «επιχειρήματα»,
τα «δίκαια» και τις «πράξεις» του εισβολέα.
Πώς, στη χώρα μας, ορισμένοι δικαιώνουν την παρελθούσα (και προκαταβολικά τη μέλλουσα;) δική μας συμφορά.
Κάποια άλλη φορά θα μιλήσουμε λοιπόν για την Ουκρανία. Και ίσως τότε, όσοι δεν κατάλαβαν, να καταλάβουν. Αν δεν είναι πολύ αργά.
Γιώργος Γιαννούλης- Γιαννουλόπουλος
Σχετικά με την Ουκρανία (Γιώργος Γιαννούλης):
Κυπριακό Ζήτημα (wiki) από όπου και οι σημειωμένες με με italics αναφορές.
Τουρκική εισβολή στην Κύπρο (wiki)
Τουρκική εισβολή στην Κύπρο (wiki)
Αναρωτιέμαι, μια που το άρθρο σαφώς και μιλάει για 2 μέτρα και 2 σταθμά, μήπως θα έπρεπε να έχουμε ακριβώς την ίδια στάση και για το κράτος του Ισραήλ; Δύο εθνότητες που ζούσαν με τα προβλήματα τους μεν αλλα ειρηνικά δε, Εβραίοι και Αραβες (και κατα τη διάρκεια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και κατα την Βρετανική κυριαρχία) για χιλιάδες χρόνια. Μόλις το Ισραήλ ανεξαρτοποιήθηκε αρχίσαν οι εισβολές για την Αραβική μειονότητα απο το 1949 μέχρι τώρα.
ReplyDeleteΕκείνο που είναι παντελώς ακατανόητο, για μένα, είναι πως στην Ελλάδα δεν βλέπουν και αυτό ακριβώς όπως με τους τουρκοκύπριους; Κάποια άλλη φορά να μιλήσετε λοιπόν, κε Γιαννούλη για το Ισραήλ. Και ίσως τότε όσοι δεν κατάλαβαν να καταλάβουν. Αν και για αυτό το θέμα ίσως είναι πολύ αργά, για την κοινή Ελληνική γνώμη.
Είναι μια καλή σκέψη νομίζω. Υπάρχουν αρκετές αναλογίες για το πως αναπτύχθηκε η διαδοχή της εχθρότητας ανάμεσα στους Παλαιστινίους κατοίκους και τους Εβραίους. Όπου λάθη που δημιούρησαν το σπιράλ της βίας έγιναν και από τις δύο πλευρές. Και από τους Αραβες αρχικά και τους Ισραηλινούς στη συνέχεια, και κυρίως έγιναν γενέθλια λάθη από τις αποικιακές δυνάμεις στην διαδικασία δημιουργίας του κράτους του Ισραήλ. Το άρθρο μου http://marketnews.gr/article/15769/ypswse_ta_logia_sou_kai_oxi_th_fwnh_sou ασχολείται αρκετά με την μεσανατολική κρίση. Αλλά σίγουρα έχει ενδιαφέρον να δει κανείς αυτό που λέτε σε μεγαλύτερο βάθος. Τα κίνητρα της ελληνικής κοινής γνώμης με τα οποία τοποθετείται αυτόματα, με στερεότυπα και απόλυτο τρόπο στην μια κυρίως αλλά και μικρότερο μέρος στην άλλη πλευρά.
ReplyDelete