Υπάρχει μια λεπτή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στα ολοκληρωτικά και τα λαϊκίστικα καθεστώτα.
Τα ολοκληρωτικά καθεστώτα λειτουργούν σε ένα καθεστώς πλήρους ελέγχου της κοινωνίας από ένα δαιδαλώδες και πανταχού παρόν κράτος, δηλαδή από αυτούς που το ελέγχουν. Το κράτος δεν αναγνωρίζει κανένα όριο στην εξουσία του, καμιά περιοχή ασφάλειας, ιδιωτικότητας, αυτοβουλίας και εν τέλει αξιοπρέπειας για τον πολίτη. Τα πάντα αποφασίζονται εκτός του πολίτη στον μέγιστο βαθμό.
Ο μηχανισμός του κράτους καταλήγει έτσι να είναι κατά κύριο λόγο ένα σύστημα μηχανιστικής παιδείας, μια μανιχαϊστική επανάληψη, ένα κομποσκοίνι επαναλαμβανόμενων στερεοτύπων, μια διαρκής εκπαίδευση μέσω της προπαγάνδας, που έχει μόνο σκοπό να πείσει τους πολίτες να ενσωματώσουν το σύστημα εξουσιών μετατρεπόμενο σε σύστημα αξιών. Να δημιουργηθεί στους ανθρώπους μια ψυχική δομή η οποία στηρίζεται στον ακρογωνιαίο λίθο του φόβου.
Τον φόβο των άλλων, των πανταχόθεν απειλών, που δικαιολογεί με τη σειρά του την αναγκαιότητα του φόβου προς τον εξουσιαστικό μηχανισμό και την υποσυνείδητη ταύτιση ή, έστω, τον εκβιασμό της υποτακτικής ανοχής των ανθρώπων. Λογική συνέπεια αυτού είναι ότι τα ολοκληρωτικά καθεστώτα αντιμετωπίζουν κάθε διαφωνία, κάθε διαφορετικότητα είτε ως συνωμοσία είτε ως τρέλα, και φέρονται κατ’ αντιστοιχία στους υπόπτους.
Ο Στάλιν ο πατερούλης, ο Μάο ο μεγάλος τιμονιέρης, ο Κιμ Γιονγκ Ουν, διάδοχος του πολυαγαπημένου ηγέτη Κιμ Γιονγκ Ιλ, διάδοχος κι αυτός ενός άλλου ήλιου της αλήθειας, του Κιμ Ιλ Σουνγκ, ο Άσαντ, με αμέτρητους νεκρούς και χαμένες ζωές καθένας στον λαιμό του, δεν είναι παρά εκδοχές αυτού του συστήματος που πρωτοφανερώθηκε τον 20ο αιώνα ως μια εκτροπή του σύγχρονου κράτους δικαίου που είχε επινοηθεί κατά τον 18ο και 19ο αιώνα.
Τα καθεστώτα αυτά είναι ικανά για οποιαδήποτε ακρότητα, αλλά με την ίδια ακριβώς φυσικότητα είναι καταδικασμένα, όσο υπάρχει ακόμη και μια ελεύθερη κοινωνία στον πλανήτη. Είναι υποδεέστερα, λιγότερο παραγωγικά, σπαταλούν πόρους και για να επιβιώσουν εξοντώνουν το σημαντικότερο από τα παραγωγικά πλεονεκτήματα: τη φαντασία του ανθρώπινου πνεύματος.
Η διαφορά παραγωγικότητας τα καταδικάζει. Νομοτελειακά οπισθοδρομούν στη φεουδαρχία και την οικογενειοκρατία, ξεπέφτουν, και τη στιγμή που ο φόβος εξαφανίζεται, εξαφανίζονται δια μιας μαζί του.
Τα λαϊκίστικα καθεστώτα έχουν αρκετές ομοιότητες με τα ολοκληρωτικά, όπως η συνωμοσιολογία, που σε αυτά όμως μοιάζει περισσότερο με κουτσομπολιό που μεταφέρει πάντα την ευθύνη και την προοπτική σε κάποιους άλλους.
Τα λαϊκίστικα καθεστώτα εμφανίζονται εντός των δημοκρατικών θεσμών, τους οποίους και εκφυλίζουν υπό την καθοδήγηση ενός λαϊκιστή ηγέτη. Το ξόρκι τους στοχεύει στη χειραγώγηση των θεσμών της Δημοκρατίας, με πρώτον αυτόν του δημόσιου διαλόγου και της λογικής αντιπαράθεσης. Δεν στηρίζονται τόσο στην καλλιέργεια του φόβου, αλλά της άγνοιας. Μέσα από αυτήν κατορθώνουν να εξαργυρώνουν στις κάλπες της δημοκρατίας ψευδεπίγραφες ελπίδες.
Αντί να επιβάλλουν μια αυταρχική παιδεία, αποδομούν κάθε μορφής παιδεία, με την ευρεία έννοια. Τα μέσα, έντυπα και ηλεκτρονικά, μεταφέρουν σταδιακά όλο και παραπάνω δευτεράντζα, γίνονται τελικά σκουπιδαριό. Η σημαντική τέχνη και η σκέψη θάβονται κάτω από τόνους θορύβου. Χρησιμοποιούν τις ταπεινότερες απλουστεύσεις. Αναπτύσσουν ένα κατάλληλο μείγμα εθνικισμού, θρησκοληψίας, προλήψεων και δήθεν κοινωνικής αλληλεγγύης για να καλλιεργήσουν τις πλέον χαμερπείς συμπεριφορές: τον φθόνο, τη ματαιοδοξία, την κολακεία, την ψευδαίσθηση της μοναδικότητας, το φθηνό συναίσθημα.
Παραποιούν το νόημα την λέξεων, στρεβλώνουν τη γλώσσα, τη γεμίζουν ενοχές και κενά γνώσης, καθιστώντας αδύνατο τον λογικό διάλογο.
Το εκπαιδευτικό σύστημα των λαϊκίστικων καθεστώτων, σε αντίθεση με το στιβαρό εκπαιδευτικό σύστημα των ολοκληρωτικών καθεστώτων, απλώς αφήνεται να καταρρεύσει μέσα από την κυριαρχία της «φιλεύσπλαχνης» αμάθειας, που περιορίζει την προσπάθεια και τον κόπο με αγαθές δικαιολογίες.
Εξασφαλίζουν έτσι σταδιακά τον περιορισμό έως και την εξάλειψη της κριτικής σκέψης, διακόπτουν την παραγωγή δομημένης αμφιβολίας, αφανίζουν την εναλλακτική αντίληψη.
Όταν, παρά ταύτα, η ελεύθερη στάση και σκέψη ξεμυτίζει, κάπου την αντιμετωπίζουν με βίαιες μεθόδους: γελοιοποιείται, ποινικοποιείται στη συνείδηση των πολιτών, προσδιορίζεται εξαρχής ως ένοχη, καταλήγει κάτι για το οποίο πρέπει να ντρεπόμαστε. Δημιουργούν την καρικατούρα του "κουλτουριάρη", του "αναρχικού", του "φιλελεύθερου" και στη συνέχεια οι καλλιεργημένοι και αμφισβητίες αντικαθίστανται στον Δημόσιο χώρο από τις καρικατούρες τους.
Έτσι εξοντώθηκε στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια ακόμη και η ειλικρινής αμφισβήτηση, η εναλλακτική σκέψη και πράξη, που σταδιακά καλύφθηκε από τη χουλιγκανίστικη, βίαιη μορφή της.
Έτσι υποκαταστάθηκε πονηρά η ορθολογική και ανοιχτή φιλελεύθερη σκέψη, η οποία είναι η κατεξοχήν επίφοβη για τον λαϊκισμό, από τη νεοσυντηρητική, "νεοφιλελεύθερη" καρικατούρα της.
Οι μηχανισμοί της Δημοκρατίας στον λαϊκισμό χρησιμοποιούνται ως επίφαση, μετατρέπονται σε ένα αδειανό πουκάμισο, που δεν τολμά όμως το καθεστώς να αφαιρέσει, γιατί ακριβώς δεν περιέχει τίποτα στο οποίο το ίδιο θα μπορούσε να στηριχθεί μετά, σε αντίθεση με το ρωμαλέο ολοκληρωτικό καθεστώς.
Με αυτόν τον τρόπο δοξάζεται ο λαϊκιστής ηγέτης, ο μεγάλος εκμαυλιστής. Χάρη στην άμετρη αυταρέσκειά του, που καταλήγει σε ψευδαίσθηση αυτάρκειας και κάποιας μορφής συναισθηματικό αυτισμό. Εμφανίζεται ως φωτισμένος ανάμεσα σε αυτούς που κινούνται στο μισοσκόταδο της αμάθειας, μέσα από το οποίο τους οδηγεί.
Τα δύο καθεστώτα, λαϊκισμός και ολοκληρωτισμός, έχουν πολλά κοινά, όπως προαναφέρθηκε, αλλά ένα διακριτικό: επειδή ο λαϊκισμός οφείλει να αγοράζει διαρκώς τις ψήφους οπαδών λόγω της δημοκρατικής επίφασης, είναι ως προς τα πρόσωπα πιο ασταθής. Αναγκάζεται να αποδομεί διαρκώς οποιοδήποτε σύστημα αξιών, κάθε αρχή, κάθε αναφορά.
Οι αντιστάσεις των θεσμών στον λαϊκισμό, όπως και η εξέλιξή τους, καθώς και οι μεταμορφώσεις των λαϊκιστών διαφέρουν από κοινωνία σε κοινωνία και από δημοκρατία σε δημοκρατία.
Από τον Καρντένας στον Τσάβες, από τον Περόν στον Ανδρέα Παπανδρέου, στον Βίκτορ Ορμπάν, στον Τσίπρα, στον Μπερλουσκόνι, στον Γκρίλλο, η συνταγή επιβίωσης του λαϊκισμού είναι η ίδια.
Νομιμότητα γίνεται η μετριότητα.
Η κατάληξη και οι συνάφειες
Η αντίφαση του λαϊκίστικου καθεστώτος έγκειται ακριβώς στο ίδιο σημείο από το οποίο εξαρτάται η επιβίωσή του. Η επικράτηση του όλο και πιο μέτριου αποτελεί αναγκαιότητα για να διατηρήσει τη δυναμική του, για να παραμείνει σταθερό εσωτερικά, αλλά ταυτόχρονα το καθιστά διαρκώς υποβαθμιζόμενο σε έναν ανταγωνιστικό κόσμο, όπου αναγκάζεται να συνυπάρξει με δημοκρατίες που στηρίζονται στην ελευθερία και την ευθύνη.
Στο τέλος του δρόμου αυτού το λαϊκίστικο καθεστώς έχει δύο επιλογές: να μετατραπεί σε ολοκληρωτικό, με το οποίο μοιράζεται πολλά κοινά στοιχεία, στην απελπισμένη προσπάθεια της άρχουσας ομάδας να παραμείνει στη θέση της ή να επιτρέψει να γεννηθεί μέσα από μια ανατροπή ένα καινούριο δημοκρατικό σύστημα, εφόσον κάποιοι θεσμοί της Δημοκρατίας αντέχουν ακόμη και η κοινωνία βρει τις δυνάμεις που απαιτούνται για να αναδείξει μια νέα πολιτική ηγεσία.
Η Βενεζουέλα θα αντιμετωπίσει σύντομα το αντίστοιχο δίλημμα. Το ίδιο και η ευρωπαϊκή Ουγγαρία όπως και η Ιταλία (επικαιροποιημένη παρατήρηση: η Ιταλία φαίνεται να το αντιμετώπισε μέχρι στιγμής επιτυχώς). Η σημερινή Περσία, μια μεγάλη και πολιτισμένη δυτικότροπη χώρα βρίσκεται ίσως σε αυτή την επίπονη μετάβαση τα τελευταία χρόνια. Με διαφορετικές προοπτικές η καθεμία.
Ο φασισμός είναι μια ειδική ξεχωριστή κατηγορία. Υπήρξε ένα μοναδικό φαινόμενο, που προήλθε από τη σύζευξη και όχι τη διαδοχή των δύο συστημάτων, του λαϊκισμού με τον ολοκληρωτισμό. Η διακηρυγμένη τερατογένεση του εθνικοσοσιαλισμού.
Το φασιστικό φαινόμενο ως κυρίαρχη κοινωνική κατάσταση δεν επαναλήφθηκε έκτοτε. Αλλά κανείς δεν εγγυάται ότι δεν θα επαναληφθεί. Το έζησε η ανθρωπότητα σε μια πολύ σύντομη, μοναδική και ακραία στιγμή στην ιστορία της, μια στιγμή ολοκληρωτικής καταστροφής, έναν κατακλυσμό από αίμα και ανθρώπινο πόνο και κόπο γενεών που σπαταλιόνταν. Όπως με τις μεγάλες επιδημίες, οι επιζώντες και, κυρίως, τα παιδιά τους και τα παιδιά των παιδιών τους τείνουμε να ξεχνούμε τον κόσμο που καταστράφηκε, αυτούς που χάθηκαν, καθώς οι ίδιοι ζούμε και αναδημιουργούμε με βάση ό,τι απόμεινε από αυτόν.
Το βέλος του χρόνου και εμείς
Ο Ilya Prigogine απέδειξε το αναπότρεπτο βέλος του χρόνου, αυτή την αναπόδραστη ροή που δεν μας επιτρέπει να επιστρέψουμε ποτέ πίσω, όταν η εντροπία έχει αποσυνθέσει και καταστρέψει δια παντός την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε προγενέστερα. Ο ίδιος ομολογεί ότι αυτή την αλήθεια την είχε ήδη υποψιαστεί νέος διαβάζοντας μια φράση ενός άλλου νομπελίστα, λογοτέχνη αυτή τη φορά, του Henri Bergson, ο οποίος στο "L'évolution créatrice" (Η δημιουργική εξέλιξη) αναφέρει:
«Όσο βαθύτερα μελετούμε τη φύση του χρόνου, τόσο καλύτερα καταλαβαίνουμε ότι διάρκεια σημαίνει εφευρετικότητα, επινοητικότητα, δημιουργία μορφών και προτύπων, συνεχής επινόηση του απολύτως καινούργιου».
Η φράση αυτή περιέχει πολλές από τις απαντήσεις στα πολιτικά και ανθρώπινα ερωτήματα που τίθενται καθημερινά, καθώς το δικό μας λαϊκίστικο καθεστώς πλησιάζει στην τελευταία του φάση συγκρουόμενο με την αντικειμενική πραγματικότητα που το ίδιο δημιούργησε. Δρόμος επιστροφής δεν υπάρχει.
Συνοψίζει το επείγον πρόταγμα των εξελίξεων και των διεργασιών που έχουμε δρομολογήσει οι φίλοι της ελευθερίας, για τη δημιουργία νέων πολιτικών δυνάμεων στη χώρα μας.
Η μορφή που θα πάρει η κοινωνία μας εξαρτάται από την επιτυχία ή την αποτυχία της προσπάθειάς μας.
Γιώργος Γιαννούλης-Γιαννουλόπουλος
πρώτη δημοσίευση: Μάρτιος 2013
εικόνα: λεπτομέρεια από το έργο Head VI (1948) του Francis Bacon, εμπνευσμένο από το αριστούργημα του Velasquez, Portrait of Pope Innocent X.
No comments:
Post a Comment