Όπως
το άγαλμα του επαναστάτη επίσκοπου Ησαΐα στη Μονή του Οσίου Λουκά, που
πριν ορκιστεί Φιλικός στην Κωνσταντινούπολη, είχε κατορθώσει το αδύνατο:
να σπουδάσει κληρικός, αυτός παιδί ενός φτωχού χωριάτη. Τη μοίρα του
όρισε ένα ατύχημα και μια πράξη διπλής μεγαλοψυχίας, που γέννησε μια
ειρωνεία της ιστορίας. Ο μελλοντικός Αλή Πασάς των Ιωαννίνων,
διαβαίνοντας αυτά τα μονοπάτια της ορεινής Ρούμελης, νεαρός δεκανέας,
έπεσε στο βουνό κι ήταν να χαθεί. Του έσωσε τη ζωή ένας φτωχός χωριάτης
ραγιάς χριστιανός που τον περιμάζεψε σπίτι του και τον γιατροπόρεψε.
Όταν έφυγε από το φτωχόσπιτο ο μουσουλμάνος αφέντης τού υποσχέθηκε πως
δεν θα τον ξεχάσει. Και πράγματι, όταν ο φτωχός χωρικός απέχτησε γιό, ο
άρχοντας κράτησε την υπόσχεσή του. Τον πήρε στα Γιάννενα και τον
σπούδασε για να γίνει χριστιανός κληρικός. Αυτόν τον Ησαΐα, που πήγε
στην Κωνσταντινούπολη κι εκεί μυήθηκε στους Φιλικούς, για να γυρίσει και
να κηρύξει την επανάσταση των ραγιάδων στη Ρούμελη. Ανέκδοτες μνήμες
που αφηγείται ο Thanos Sideris.
Και
λίγο πιο πάνω, οι μνήμες των γλωσσών μας στο αρβανιτοχώρι Κυριάκι, όπου
μέχρι πριν δυο τρεις δεκαετίες, μιλούσαν τα αρβανίτικα. Κι εμείς
περπατώντας λίγο παραπέρα στις κοιλάδες των μουσών στον Ελικώνα να
αναρωτιόμαστε αν η οικογένεια που μιλά Αλβανικά δίπλα μας με χαλαρή
φυσικότητα, ανακατεμένα με Ελληνικά, είναι αρχαίοι ντόπιοι για νέοι
Αλβανοί μετανάστες. Άλλες μνήμες που σβήνουν ή σωπαίνουν αλόγιστες.
Κι
ύστερα μια φωτογραφία, χιλιάδες ιστορίες. Ένας άνθρωπος που αγαπώ
ιδιαίτερα, μεγάλος πια στην όγδοη δεκαετία της ζωής του, κομμουνιστής
από εκείνους τους φτιαγμένους από τη στόφα της προσφοράς και όχι της
απαίτησης, όπως οι πρώτοι χριστιανοί, χρόνια πριν, στα μέσα της
δεκαετίας του '80. Εργάτης στην Αλουμίνα, οδηγώντας το κλαρκ του να
ρίχνει στους φλογισμένους φούρνους καυτού μέταλλου χιλιάδες χαρτιά.
Φακέλους με κομμάτια της μνήμης μας, της ιστορίας των πατεράδων και των
παππούδων μας κι από τις δυο πλευρές. Ανάμεσα σε αυτά ίσως και τη δική
του ιστορία.
Τους
φακέλους που διατηρούσε το μετεμφυλιακό χαφιέδικο κράτος, η Ελληνική
στάζι, για τους αριστερούς και τους συμπαθούντες, συγκεντρωμένους από
όλες τις Υπηρεσίες της Ρούμελης να καίγονται. Ίσως η μόνη επιχείρηση του
ελληνικού κράτους που λειτούργησε αποτελεσματικά για τριάντα τόσα
χρόνια. Όπως και το τέλος της: ο αφανισμός της μνήμης.
Γύρω
να πετάνε και να παραπέφτουν κομματάκια χαρτιού, μισές σελίδες, που
έσκυβαν και μάζευαν να διαβάσουν οι άλλοι εργάτες. Ξεσκλίδια με
αποσπάσματα ζωών: πότε κάποιος φιλοξένησε έναν υποψήφιο της ΕΔΑ, πότε
πήγε σε μια πορεία, πότε εκφράστηκε αρνητικά για το καθεστώς, ποιος
μίλησε, ποιος τον κατέδωσε, πληροφορίες από τον χαφιέ της γειτονιάς, τι
βιβλία, τι εφημερίδα διαβάζει, μικρές οικογενειακές λεπτομέρειες, πώς
τον έδιωξαν απ’τη δουλειά του.
Και
μαζί με αυτές τις ιστορίες οι φλόγες που άναψαν κατ’ εντολήν του Ανδρέα
Παπανδρέου στα ντουζένια της "Αλλαγής", να καίνε και τις ελπίδες μας να
μάθουμε κάποτε την αλήθεια ο ένας για τον άλλον και να συμφιλιωθούμε με
αυτήν, νικητές και νικημένοι. Ποιοι παρακολούθησαν, ποιοι χαφιέδισαν,
ποιοι πρόδωσαν, ποιοι βασάνισαν, ποιοι και πώς κατέστρεψαν ζωές, πώς
ορθώθηκαν τα τείχη του μίσους και ποιοι πήδηξαν πάνω απ αυτά. Πολλά θα
μαθαίναμε και για όσους πρόδωσαν συντρόφους τους, και για όσους
συνεργάστηκαν με τους κατακτητές, αλλά και από πού προέρχονται εκείνοι
που σφετερίστηκαν την ελληνική αριστερά των απλών ανθρώπων και τη
μετέτρεψαν σε κρατικολάγνο εξουσιαστικό μόρφωμα. Όπως και για την
καταγωγή της Ελληνικής Δεξιάς.
Σοφή
πράξη αυτοπροστασίας ίσως του Ανδρέα και των κατοπινών. Εβόλεψε και την
ηγεσία της επίσημης αριστεράς και τους δεξιούς η αμνησία.
Κι
έτσι φτάσαμε αμνήμονες από ΠΑΣΟΚ, σε Σαμαράδες και ΣΥΡΙΖΕΣ, με δεκάδες
δήθεν αντιστασιακούς και ψευτοπατριώτες. Χάσαμε τη μοναδική ίσως
ευκαιρία να αναμετρηθούμε με το παρελθόν μας, αυτόν τον αδυσώπητο
εμφύλιο που μας στοιχειώνει ακόμη. Να τα πούμε όλα, να τα δούμε όλα. Να
ξομολογηθούμε.
Όχι
για εκδίκηση, αλλά για να κοιτάξουμε το πρόσωπό μας ο καθείς. Να
μπορέσουμε να προσπεράσουμε γνωρίζοντας τι προσπερνούμε, τι θαυμάζουμε
και τι σχωρνάμε. Κι αυτοί κι εκείνοι.
Όπως
έκανε η νότια Αφρική με το δικό της παρελθόν, με την καθοδήγηση του
Νέλσον Μαντέλα, που αντί να κάψει τα αρχεία, παρείχε αμνηστία σε όποιον
από το καθεστώς του Απαρτχάιντ ομολογούσε δημόσια και ζητούσε συγγνώμη
για όλες τις απάνθρωπες πράξεις του, δίχως να παραλείψει καμία. Αλλιώς
τον περίμενε η τιμωρία. Εδώ σε μια μαεστρική πράξη εξαπάτησης και
διαχείρισης του φόβου, το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα έπεισε ακόμη και τα ίδια τα
θύματα να κάψουν ανακουφισμένοι τις μνήμες τους, όταν πλέον δεν τους
απειλούσε κανείς.
Κι
έτσι απομείναμε οι σημερινοί Έλληνες, αμνήμονες να ψάχνουμε τη σωτηρία
σε μια μυθοποιημένη αριστερά και σε μια διεφθαρμένη δεξιά, δίχως κανείς
να γνωρίζει ποιος είναι ποιος. Πώς γίνανε, πώς γίνονται τα πράγματα στην
ιστορία κι από ποιους.
Στο
ίδιο ανούσιο δίλημμα πάντα πιασμένοι, εμείς όντα δίχως μνήμη, όντα
αλλοπρόσαλλα και αβαθή, στοιχειωμένοι εν αγνοία μας από την άγνοια της
ζωής των γονιών και των προγόνων μας. Αλύτρωτοι σαν τον Οιδίποδα πριν
τυφλωθεί.
Και
μετά διασχίζουμε το Δίστομο, όπου οι Ναζί, ο 2ος λόχος του 8ου
Συντάγματος της 4ης Αστυνομικής Τεθωρακισμένης Μεραρχίας Γρεναδιέρων των
SS, κείνο τον σκοτεινό Ιούνιο του '44, στη μανία της ήττας τους,
εξολόθρευσαν σε μια ανατριχιαστική πράξη που και τότε είχε κάνει τον
γύρο του κόσμου, εκατοντάδες άντρες, γυναίκες, παιδιά κι αποκεφάλισαν
τον παπά του χωριού. Πρόγονοι και συγγενείς, γιαγιάδες, θείοι, ξαδέλφια,
μικρά παιδιά που δεν πρόκαμαν να μεγαλώσουν ποτέ, μερικών που σήμερα
στο ίδιο αυτό Δίστομο, σηκώνουν ψηλά το χέρι σε φασιστικό χαιρετισμό και
χαιρετούν και ψηφίζουν - αμνήμονες - τους Ναζιστές. Τα παιδιά κάτω στον
κάμπο (και πάνω στα βουνά) θυμούνται τους νεκρούς προγόνους τους μονάχα
για να ζητιανέψουν «αποζημιώσεις». Όχι για να τους τιμήσουν, μα για να
τους τιμολογήσουν.
Διασχίζοντας τα χιονισμένα τοπία της Ρούμελης.
Κάπως
σαν την Winnie στις ευτυχισμένες μέρες του Μπέκετ. Πασχίζουμε
μισοθαμμένοι μες στη γη, στην κορφή ενός λόφου, να κρατηθούμε στη ζωή με
τα πόδια χτισμένα. Να αναπνεύσουμε, να θυμηθούμε, επαναλαμβάνοντας
μικρές ρουτίνες, απλώνοντας το χέρι ως εκεί που επιτρέπει το κορμί μας
λυγισμένο να αγγίξουμε, επαναλαμβάνουμε απέλπιδες τις μικρές καθημερινές
χαρές, ενόσω βουλιάζουμε στη λήθη κάθε μέρα παραπάνω.
Η
εξουσία (κάθε εξουσία, αλλά περισσότερο απ’ όλες η αγράμματη και
τυχάρπαστη δική μας) πολεμά τις μνήμες, σβήνει τη θύμηση με μουτζούρες,
τις παραμορφώνει με θορύβους, με φωνασκίες, με συνθήματα, με τηλεοράσεις
και φυλλάδες
.
.
Κι
εμείς για να επιβιώσουμε καταφεύγουμε στον Μάντη. Πίνουμε από την
Αρχαία πηγή της μνήμης και της λήθης, την Έρκινα, λίγο πιο πέρα από το
μαντείο του Τροφωνίου. Μια γουλιά για τη λησμονιά, μια για τη θύμηση.
Ξεχνούμε τα πάντα καθώς μπαίνουμε αθέλητοι προσκυνητές στο σκοτεινό και
κρύο πηγάδι του μάντη, μέχρι που μας έρχεται η απρόβλεπτη κατραπακιά και
φωσφορίζουν στο μυαλό μας οι μνήμες σαν την κατάβαση στον κάτω κόσμο
και τα περασμένα γίνονται μελλούμενα.
Κι έτσι ξυπνάμε άβολα με τούτα τα σπαράγματα μνήμης που μοιάζουν θαυματουργά σαν τα ψηφιδωτά του Οσίου Λουκά. Ιστορίες ζωών δικών μας που έζησαν άλλοι πριν από μας, στη Ρούμελη, στον Μοριά, στη Μικρασία, που σαν τους Αγίους του μοναστηριού, ψηφίδα - ψηφίδα παίρνουν μορφή και σώμα, σχηματίζεται η εικόνα τους και μας φωτίζει με ένα φως χρυσαφί, μια θεϊκή και σωτήρια μυρωδιά από αλήθεια.
Γιώργος Γιαννούλης- Γιαννουλόπουλος
No comments:
Post a Comment