Ποτέ δεν με έλκυε ο τζόγος. ‘Έχω παίξει κατά καιρούς στη ζωή μου από black jack ως πόκερ, κι από πόκα ως ρουλέτα και άλλα τυχερά παίγνια. Ακόμη και σε κουλοχέρηδες έχω δοκιμάσει. Έχω παίξει λίγο με φίλους στην Ελλάδα τις γιορτές σε σπίτια, στη Γαλλία, στην Ισπανία σε διάφορα μέρη της Ευρώπης μερικά δίφραγκα στους κουλοχέρηδες στα καφενεία, δοκίμασα από περιέργεια να μπω σε κανα δυο καζίνο, ακόμη και στη Μέκκα του τζόγου, στο Las Vegas. Όπου πιο ενδιαφέροντα μου φάνηκαν τα φώτα και η αισθητική. Αλλά και κάτι άλλο σημαντικό: οι παίχτες.
Όταν κέρδιζα δεν αρκούσε το γεγονός αυτό για να μου προσελκύσει το ενδιαφέρον για να συνεχίσω επί μακρόν. Σταδιακά εξατμιζόταν. Στο δίωρο περίπου το αργότερο έχανα κάθε ενδιαφέρον. Αρκετές φορές και νωρίτερα.
Κι όταν έχανα κι εξαντλούνταν το ποσό που είχα εξαρχής αποφασίσει ότι θα ξοδέψω για να διασκεδάσω το παιχνίδι, σταματούσα χαρούμενος κι ικανοποιημένος.
Ως υποψήφιος παίκτης λοιπόν είμαι ελαττωματικός: βαριέμαι γρήγορα και αποχωρώ όταν κερδίζω. Δεν πεισμώνω όταν χάνω. Δεν με συνεπαίρνει, δεν εθίζομαι.
Ίσως είναι θέμα ιδιοσυγκρασίας. Αλλά υπάρχει κι ένας άλλος βασικός λόγος.
Γνωρίζω πως στον τζόγο το παιχνίδι γίνεται με βάση κάποιους σταθερούς κανόνες από πριν συμφωνημένους των οποίων η τήρηση είναι απαρέγκλιτη. Αυτοί εξασφαλίζουν την μεταφορά των ποσών ανάμεσα στους παίχτες και ένα καλό ποσοστό για την μάνα. Όταν παραβιάζονται από κάποιον βγαίνουν τα μαχαίρια, τα περίστροφα, τα πολυβόλα, τα πυρηνικά όπλα.
Βλέποντάς το μαθηματικά απλώς τα λεφτά αλλάζουν χέρια, με μια μικρή ή λίγο μεγαλύτερη πιθανότητα κέρδους της μάνας, του οργανωτή, του οικοδεσπότη. Οπότε στην πραγματικότητα ό,τι μπαίνει στο τραπέζι βγαίνει, πάντοτε μειωμένο κατά τι (πολύ ή λιγότερο). Αυτό που απομένει να μοιραστεί είναι πάντα κάπως πιο λίγο, είναι λειψό.
Το πρόβλημα με τον τζόγο είναι πως δεν παράγει λεφτά, προϊόντα, ιδέες, απλά ξαναμοιράζει τα υφιστάμενα. Όπως το χρηματιστήριο των βραχυπρόθεσμων τοποθετήσεων, τα κερδοσκοπικά hedge funds, ο πολιτικός τζόγος.
Παρά το ότι ο τζόγος δε με συνεπαίρνει προσωπικά, πέρασα μεγάλα χρονικά διαστήματα και συνδέθηκα και επαγγελματικά αλλά και προσωπικά στη ζωή μου με μεγάλους παίκτες. Κερδισμένους που κατάφεραν να κερδίσουν αφαιρώντας από άλλους ή και μερικούς που είδα να καταστρέφονται. Κάποιες φορές ήταν οι ίδιοι που πέτυχαν το ένα και κατέληξαν στο άλλο.
Δεν κρύβω ότι μου προκαλεί μεγάλο ενδιαφέρον να τους παρατηρώ. Οι gamblers, οι αληθινοί παίκτες, με έλκουν πολύ παραπάνω από το ίδιο το παιχνίδι. Παρότι η ίδια η πρακτική τους είναι αντιπαραγωγική και κατά κάποιο τρόπο μοιραία, είτε για τους ίδιους είτε για τους άλλους (ανεμομαζώματα – διαβολοσκορπίσματα), συνήθως είναι άνθρωποι μη προβλέψιμοι. Ένα απροσδόκητο στοιχείο τους είναι πως στην οίηση και στον οίστρο τους, στο πάθος του παίκτη, ανοίγουν μερικές φορές κάποια πεδία ελευθερίας γύρω τους, καθώς το χρήμα ή η εξουσία στα χέρια τους χάνουν την τελείως ορθολογική τους συμπεριφορά.
Έτσι, όσο εύκολα μπορούν να πεταχτούν και να σπαταληθούν, και κυρίως να καταστρέψουν, άλλο τόσο μικρά μέρη τους μπορεί να πάνε σε κάτι απρόβλεπτα σημαντικό, σε κάτι δημιουργικό και νέο, στο οποίο με ορθολογικό τρόπο σε ένα κάπως αυστηρό και πειθαρχημένο σύστημα δεν θα κατέληγαν ποτέ.
Ο τζόγος έτσι μπορεί και να δημιουργήσει και να ανατρέψει. Χωρίς αυτό όμως να αλλάζει το αποτέλεσμα της καθολικής επικράτησής του. Ότι στο σύνολο, κάνοντας ταμείο, με βεβαιότητα θα καταστρέψει.
Μπορεί όμως να προσφέρει στο σύστημα και το τυχαίο που χρειάζεται για να εξελιχθεί. Η ύπαρξη του τζόγου, όταν είναι περιθωριακή, είναι εκτονωτική εντάσεων. Είναι μέρος της δημιουργικής καταστροφής. Ανακατεύει μερικά χαρτιά, έστω και αν η μισή τράπουλα πέφτει κάτω.
Μπορεί να παράγει κάτι νέο πούρχεται από το περιθώριο. Προσελκύει τους τολμηρούς, αλλά τελικά κερδίζουν οι σοφοί. Αυτοί που ξέρουν πότε και πού να σταματήσουν και στη συνέχεια να επενδύσουν τα κερδισμένα στην πραγματική παραγωγή ή στην πραγματική πολιτική. Οι πιο εγκρατείς, οι συγκροτημένοι, όσοι έχουν άλλα κέντρα βαρύτητας εντός τους.
Όταν ο τζόγος όμως επεκτείνεται ευρύτερα, όταν παίρνει μια μορφή γενικευμένη, όταν γίνεται μια πρακτική καθολική, είτε στην προσωπική ζωή, είτε στην οικονομία, είτε στην πολιτική, τότε αφαιρεί από το συνολικό άθροισμα, δημιουργεί μια γενικευμένη αστάθεια, που οδηγεί στη μιζέρια.
Άπειρα είναι τα οικονομικά και ιστορικά παραδείγματα, όπου ο τζόγος και η ασύμμετρη φιλοδοξία που τον συνοδεύει αντικατέστησε τη σύνεση και την εγκράτεια. Και εξίσου μονότονα επαναλαμβανόμενα τα καταστροφικά τους αποτελέσματα.
Ο γενικευμένος τζόγος πλάθει μιαν άμετρη καθολική φιλοδοξία, η οποία περιέχει εξ ορισμού τη χασούρα, δηλαδή τη γενικευμένη ήττα, την καθολική ματαίωση.
Όταν κέρδιζα δεν αρκούσε το γεγονός αυτό για να μου προσελκύσει το ενδιαφέρον για να συνεχίσω επί μακρόν. Σταδιακά εξατμιζόταν. Στο δίωρο περίπου το αργότερο έχανα κάθε ενδιαφέρον. Αρκετές φορές και νωρίτερα.
Κι όταν έχανα κι εξαντλούνταν το ποσό που είχα εξαρχής αποφασίσει ότι θα ξοδέψω για να διασκεδάσω το παιχνίδι, σταματούσα χαρούμενος κι ικανοποιημένος.
Ως υποψήφιος παίκτης λοιπόν είμαι ελαττωματικός: βαριέμαι γρήγορα και αποχωρώ όταν κερδίζω. Δεν πεισμώνω όταν χάνω. Δεν με συνεπαίρνει, δεν εθίζομαι.
Ίσως είναι θέμα ιδιοσυγκρασίας. Αλλά υπάρχει κι ένας άλλος βασικός λόγος.
Γνωρίζω πως στον τζόγο το παιχνίδι γίνεται με βάση κάποιους σταθερούς κανόνες από πριν συμφωνημένους των οποίων η τήρηση είναι απαρέγκλιτη. Αυτοί εξασφαλίζουν την μεταφορά των ποσών ανάμεσα στους παίχτες και ένα καλό ποσοστό για την μάνα. Όταν παραβιάζονται από κάποιον βγαίνουν τα μαχαίρια, τα περίστροφα, τα πολυβόλα, τα πυρηνικά όπλα.
Βλέποντάς το μαθηματικά απλώς τα λεφτά αλλάζουν χέρια, με μια μικρή ή λίγο μεγαλύτερη πιθανότητα κέρδους της μάνας, του οργανωτή, του οικοδεσπότη. Οπότε στην πραγματικότητα ό,τι μπαίνει στο τραπέζι βγαίνει, πάντοτε μειωμένο κατά τι (πολύ ή λιγότερο). Αυτό που απομένει να μοιραστεί είναι πάντα κάπως πιο λίγο, είναι λειψό.
Το πρόβλημα με τον τζόγο είναι πως δεν παράγει λεφτά, προϊόντα, ιδέες, απλά ξαναμοιράζει τα υφιστάμενα. Όπως το χρηματιστήριο των βραχυπρόθεσμων τοποθετήσεων, τα κερδοσκοπικά hedge funds, ο πολιτικός τζόγος.
Παρά το ότι ο τζόγος δε με συνεπαίρνει προσωπικά, πέρασα μεγάλα χρονικά διαστήματα και συνδέθηκα και επαγγελματικά αλλά και προσωπικά στη ζωή μου με μεγάλους παίκτες. Κερδισμένους που κατάφεραν να κερδίσουν αφαιρώντας από άλλους ή και μερικούς που είδα να καταστρέφονται. Κάποιες φορές ήταν οι ίδιοι που πέτυχαν το ένα και κατέληξαν στο άλλο.
Δεν κρύβω ότι μου προκαλεί μεγάλο ενδιαφέρον να τους παρατηρώ. Οι gamblers, οι αληθινοί παίκτες, με έλκουν πολύ παραπάνω από το ίδιο το παιχνίδι. Παρότι η ίδια η πρακτική τους είναι αντιπαραγωγική και κατά κάποιο τρόπο μοιραία, είτε για τους ίδιους είτε για τους άλλους (ανεμομαζώματα – διαβολοσκορπίσματα), συνήθως είναι άνθρωποι μη προβλέψιμοι. Ένα απροσδόκητο στοιχείο τους είναι πως στην οίηση και στον οίστρο τους, στο πάθος του παίκτη, ανοίγουν μερικές φορές κάποια πεδία ελευθερίας γύρω τους, καθώς το χρήμα ή η εξουσία στα χέρια τους χάνουν την τελείως ορθολογική τους συμπεριφορά.
Έτσι, όσο εύκολα μπορούν να πεταχτούν και να σπαταληθούν, και κυρίως να καταστρέψουν, άλλο τόσο μικρά μέρη τους μπορεί να πάνε σε κάτι απρόβλεπτα σημαντικό, σε κάτι δημιουργικό και νέο, στο οποίο με ορθολογικό τρόπο σε ένα κάπως αυστηρό και πειθαρχημένο σύστημα δεν θα κατέληγαν ποτέ.
Ο τζόγος έτσι μπορεί και να δημιουργήσει και να ανατρέψει. Χωρίς αυτό όμως να αλλάζει το αποτέλεσμα της καθολικής επικράτησής του. Ότι στο σύνολο, κάνοντας ταμείο, με βεβαιότητα θα καταστρέψει.
Μπορεί όμως να προσφέρει στο σύστημα και το τυχαίο που χρειάζεται για να εξελιχθεί. Η ύπαρξη του τζόγου, όταν είναι περιθωριακή, είναι εκτονωτική εντάσεων. Είναι μέρος της δημιουργικής καταστροφής. Ανακατεύει μερικά χαρτιά, έστω και αν η μισή τράπουλα πέφτει κάτω.
Μπορεί να παράγει κάτι νέο πούρχεται από το περιθώριο. Προσελκύει τους τολμηρούς, αλλά τελικά κερδίζουν οι σοφοί. Αυτοί που ξέρουν πότε και πού να σταματήσουν και στη συνέχεια να επενδύσουν τα κερδισμένα στην πραγματική παραγωγή ή στην πραγματική πολιτική. Οι πιο εγκρατείς, οι συγκροτημένοι, όσοι έχουν άλλα κέντρα βαρύτητας εντός τους.
Όταν ο τζόγος όμως επεκτείνεται ευρύτερα, όταν παίρνει μια μορφή γενικευμένη, όταν γίνεται μια πρακτική καθολική, είτε στην προσωπική ζωή, είτε στην οικονομία, είτε στην πολιτική, τότε αφαιρεί από το συνολικό άθροισμα, δημιουργεί μια γενικευμένη αστάθεια, που οδηγεί στη μιζέρια.
Άπειρα είναι τα οικονομικά και ιστορικά παραδείγματα, όπου ο τζόγος και η ασύμμετρη φιλοδοξία που τον συνοδεύει αντικατέστησε τη σύνεση και την εγκράτεια. Και εξίσου μονότονα επαναλαμβανόμενα τα καταστροφικά τους αποτελέσματα.
Ο γενικευμένος τζόγος πλάθει μιαν άμετρη καθολική φιλοδοξία, η οποία περιέχει εξ ορισμού τη χασούρα, δηλαδή τη γενικευμένη ήττα, την καθολική ματαίωση.
Τότε η ένταση αυξάνει υπό την πίεση του διακυβεύματος, η μπαγαμποντιά και τα τρυκ των παιχτών είναι στην ημερήσια διάταξη, καθώς τα λεφτά που έχουν ποντάρει γίνονται πάρα πολλά (η ίδια τους η ζωή), η μάνα τρελαίνεται κι αλλάζει κάθε τόσο τους κανόνες. Το όλο σύστημα ρετάρει και τα δεινά ακολουθούν.
Από αυτή την άποψη, στην πολιτική ο καθολικός τζόγος είναι ίσως το τελικό στάδιο του λαϊκισμού. Εκείνο λίγο πριν το τέλος.
Πριν το αφεντικό φωνάξει από μακριά: τα βλέπω. Kαι φύγουν ορθοί μόνο όσοι επιζήσουν. Κι αυτοί ακόμη μαδημένοι.
Γιώργος Γιαννούλης- Γιαννόπουλος
No comments:
Post a Comment