Σύμφωνα με πληροφορίες από τις Βρυξέλλες που δημοσιεύονται στον τύπο, η Ελληνική κυβέρνηση είναι αυτή που προτείνει επίμονα την επιβολή φόρου στις τραπεζικές συναλλαγές και τις καταθέσεις των πολιτών (όχι στους τόκους αλλά στο κεφάλαιο), δηλαδή σε χρήματα που έχουν αποταμιεύσει και για τα οποία έχουν ήδη φορολογηθεί.Οι πληροφορίες αυτές διαψεύσθηκαν από το εξαιρετικά αξιόπιστο ΥΠΟΙΚ, λες και, αν όντως το είχε προτείνει, θα το αποδεχόταν ή θα το δήλωνε πριν το κάνει.
Ας δούμε όμως τι σημαίνει η αρπαγή των αποταμιεύσεων των πολιτών που ήδη με διάφορους τρόπους συντελείται, και η οποία, πέρα από βαθιά ανήθικη και άδικη είναι, κυρίως, οικονομικά αδιέξοδη. Σε μια ανοιχτή οικονομία που έχει εμφανές πρόβλημα ανταγωνιστικής παραγωγής και η κατανάλωση είναι σε συντριπτικό ποσοστό εισαγόμενη, το να αφαιρείς παραπάνω χρήματα από όποιον αποταμιεύει και επενδύει για να τα δώσεις σε αυτούς που δανείζονται για να καταναλώνουν δεν είναι απλά υφεσιακό μέτρο, είναι αυτοκτονία και για τους δυο. Είναι έγκλημα.
Σαν να πέφτουν οι μάσκες οξυγόνου στο αεροπλάνο και, κόντρα σε όλες τις οδηγίες και τη λογική, να ζητάς από τους επιβάτες, παίζοντας με το συναίσθημά τους, να δείξουν "αυταπάρνηση" και να βάλουν τη μάσκα πρώτα στα μικρά παιδάκια. Και ποιος θα τα βοηθήσει να την κρατήσουν και να σωθούν όταν οι ενήλικοι θα 'χουν όλοι τεζάρει;
Στην οικονομία υπάρχει ένας αυστηρός κανόνας: η επένδυση κάθε είδους, μικρή, ατομική ή μεγάλη, εξαρτάται απόλυτα από τη συσσώρευση κεφαλαίου, την αποταμίευση. Η επένδυση του ενός είναι αποταμίευση κάποιου άλλου ή του ιδίου. Και η αποταμίευση εξαρτάται από τη φερεγγυότητα του τραπεζικού συστήματος, τη σταθερότητα και διαφάνεια του φορολογικού συστήματος, την αξιοπιστία του νομίσματος και την προστασία των καταθέσεων από κάθε επιβουλή, πληθωριστική ή άλλη.
Η Ελληνική οικονομία πάσχει από απελπιστική έλλειψη ρευστού, με τις τράπεζες άδειες, από φόβο, ανασφάλεια και ανέχεια. Χωρίς εξασφαλισμένες συντάξεις και με το σύστημα πρόνοιας και ασφάλισης να καταρρέει, οι πολίτες εξαρτώνται από τις αποταμιεύσεις τους όχι για να περάσουν καλά, όχι για να επενδύσουν, αλλά για να επιβιώσουν στο μέλλον. Στα Ελληνικά τραπεζικά ταμεία δεν εισέρχεται ένα ευρώ πλέον από το εξωτερικό ούτε ως δάνειο ούτε ως επένδυση ή τοποθέτηση, ενώ η πίστωση έχει πλέον εξαφανιστεί. Η οικονομία έχει μπει εδώ και καιρό σε φάση επιταχυνόμενης αποεπένδυσης, όπου οι επενδύσεις, δημόσιες και ιδιωτικές, δεν επαρκούν για να καλύψουν καν τις αποσβέσεις και την απαξίωση των υφιστάμενων παραγωγικών υποδομών, σε έναν φαύλο κύκλο μείωσης της παραγωγής και της ανταγωνιστικότητας και, επομένως, του περιθωρίου αμοιβής της εργασίας αλλά και της φορολογικής βάσης. Ενώ οι φόροι διαρκώς αυξάνονται, τόσο σε απόλυτους αριθμούς όσο και ως ποσοστό του ΑΕΠ, ήδη εδώ και πολλά χρόνια.
Οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου μειώθηκαν δραματικά ήδη κατά 61,6% στην περίοδο 2008-2012, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, και η τάση φαίνεται πως συνεχίζεται. Το τελευταίο εξάμηνο ειδικά έχουν σχεδόν παγώσει τόσο οι ιδιωτικές όσο και οι δημόσιες επενδύσεις για λόγους ευνόητους. Οι τελευταίες είχαν ήδη περικοπεί δραματικά, από 9-10 δισεκατομμύρια κατ’ έτος στην αρχή της δεκαετίας του 2000 στα 6,7 δις κατ’ έτος στην τριετία 2015 – 2018, προκειμένου να προστατευτούν οι καταναλωτικές και πελατειακές δαπάνες ενός κράτους που δεν επιστρέφει αντίστοιχες υπηρεσίες και δημόσιες υποδομές σε όσους παράγουν τους φόρους που απορροφά. Από την άλλη πλευρά, οι αποταμιεύσεις στις Ελληνικές τράπεζες μειώθηκαν κατά 90 δισεκατομμύρια ευρώ, από 233 δις το 2010 σε μόλις 140 δις τον Φεβρουάριο του 2015. Εκ των οποίων 28 δις από τον Νοέμβριο ως τον Φεβρουάριο, και άλλα δέκα περίπου έως τον Απρίλιο. Μειώθηκαν για λόγους ανασφάλειας, υπερφορολόγησης, είτε λόγω ανάλωσής τους από τους πολίτες που έμειναν άνεργοι ή έχασαν εισοδήματα.
Και οι κυβερνώντες, αντί η πρώτη σκέψη τους να είναι πώς θα προστατεύσουν τις καταθέσεις και θα καταστήσουν τις ελληνικές τράπεζες ασφαλέστερες και ελκυστικότερες διεθνώς για να τοποθετήσουν οι πολίτες και οι επενδυτές τα χρήματά τους, προκειμένου να χρηματοδοτηθούν οι παραγωγικές επενδύσεις και η οικονομία, το μόνο που σκέφτονται είναι πώς θα αρπάξουν και αυτά που έχουν μείνει στα χέρια των Ελλήνων υποθηκεύοντας το μέλλον του Ελληνισμού.
Προετοιμάζουν συστηματικά το έδαφος συγχέοντας σκοπίμως τις αποταμιεύσεις των πολιτών με τη φοροδιαφυγή και την περιουσία των ιδιωτών με αυτήν του κράτους τους. Διότι στη μεσαιωνική κοτζαμπάσικη λογική τους, που πλασάρεται για «αριστερή», δεν χωράει το ότι μετά τη Γαλλική και την Αμερικάνικη επανάσταση οι υπήκοοι έγιναν πολίτες. Ότι δεν ανήκουν οι άνθρωποι και τα υπάρχοντά τους στον μονάρχη, τους φεουδάρχες και το κράτος αλλά το κράτος ανήκει στους πολίτες, ακριβώς όπως και η υπόλοιπη περιουσία τους. Και υπάρχει όσο και στην έκταση που οι ίδιοι οι πολίτες το θέλουν, για να τους εξυπηρετεί, να ζουν ελεύθερα, να παράγουν πλούτο και όχι για να τους εμποδίζει να εργαστούν. Η σύγκρουση ανάμεσα στον 18ο και τον 19ο αιώνα δεν έληξε ποτέ σε αυτή τη χώρα με την οριστική επικράτηση της σύγχρονης εποχής και του κράτους δικαίου, γι’ αυτό ακόμη μας ταλαιπωρεί ανεπίλυτη, μασκαρεμένη σε «αριστερές» ή «δεξιές» (κατά περίπτωση) αερολογίες και ακατάληπτες λέξεις που δεν βγάζουν κανένα νόημα.
Αντί να δημιουργήσουν οι κυβερνώντες κίνητρα για τις τραπεζικές συναλλαγές ώστε να τις επιλέξουν οι πολίτες, αισθανόμενοι ασφάλεια και σταθερότητα, αντί να εγγυηθούν τη μεγαλύτερη δυνατή προστασία της ιδιωτικής τους ζωής, που αντικατοπτρίζεται στις δαπάνες και τις καταναλωτικές επιλογές τους, αντί να δημιουργήσουν νομικό τείχος προστασίας απέναντι στις αναιτιολόγητες αρπακτικές διαθέσεις του κράτους για τα φορολογημένα χρήματά των πολιτών, κάνουν οτιδήποτε για να φοβίσουν και αποθαρρύνουν τους χρήστες του τραπεζικού συστήματος και τους αποταμιευτές.
Εντέλει καταλήγουν σε παγκόσμιες πρωτοτυπίες με τις οποίες γελάει και το παρδαλό κατσίκι: με τους κουτοπόνηρους όσο και αναλφάβητους οικονομικά και νομικά εκβιασμούς του κ. Βαρουφάκη, για τη χρήση των πιστωτικών καρτών με την απειλή αυξημένου ΦΠΑ στο ίδιο αγαθό στον ίδιο τόπο και χρόνο. Με το οργουελικό καθολικό πόθεν έσχες ακόμη και για μικροποσά και συναλλαγές της ιδιωτικής ζωής, που βαφτίζουν «περιουσιολόγιο», κάτι σαν ένα κτηματολόγιο (αναγκαίο που ακόμη ψήνεται) το οποίο θα επιχειρούσε να καταγράψει το σύνολο των καθημερινών ανθρώπινων οικονομικών δραστηριοτήτων, όπως αποτυπώνονται στην περιουσία τους για εκατομμύρια πολίτες. Αυτό το οποίο δεν κατόρθωσαν τόσα χρόνια να εφαρμόσουν με τρόπο πιο λελογισμένο εκεί που πράγματι είναι απολύτως απαραίτητο : σε μερικές δεκάδες χιλιάδες πολιτικούς και υπαλλήλους που διαχειρίστηκαν και διαχειρίζονται Δημόσιο χρήμα κι εξουσία. Και ίσως γι’ αυτό ακριβώς επιχειρούν να το ακυρώσουν επιβάλλοντάς το στους πάντες με τρόπο ανεφάρμοστο, για να κρυφτούν οι ίδιοι πίσω από τα γυναικόπαιδα.
Και δεκάδες άλλες σταλινικές εμπνεύσεις οργουελικού τύπου ων ουκ έστιν αριθμός που, για να είμαστε δίκαιοι, είχαν προετοιμάσει πετραδάκι-πετραδάκι και ρυθμισούλα τη ρυθμισούλα οι προκάτοχοί τους μαζί με το βαθύ ρωμέϊκο κράτος όλα αυτά τα χρόνια.
Να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας.
Η Κυβέρνηση αυτή γνώριζε εξαρχής πως δεν μπορεί να δανειστεί στις αγορές, ενώ στα ταμεία δεν έχει μείνει φράγκο.
Μη όντας διατεθειμένη να κάνει τίποτε από αυτά που πρέπει για να αυξηθεί η παραγωγή, να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα, να εισρεύσουν χρήματα και επομένως να δημιουργηθούν δουλειές και να αυξηθούν οι μισθοί, στόχος της (ομολογημένος από τον γεροτρελό του χωριού) ήταν και είναι από την αρχή ένας: να βάλει χέρι σε ό,τι έχει απομείνει από τις αποταμιεύσεις των πολιτών.
Είτε εκδίδοντας παραπάνω έντοκα γραμμάτια που θα αγόραζαν οι Ελληνικές Τράπεζες και δεν θα μπορούσε να αποπληρώσει ποτέ, είτε χαρίζοντας τραπεζικά δάνεια (τα οποία αργά ή γρήγορα θα πληρώσουν όσοι έχουν καταθέσεις), είτε κουρεύοντας, είτε φορολογώντας, είτε -αν δεν βρει άλλη λύση- υποτιμώντας. Δεν τους ενδιαφέρει το αύριο. Αν θα εισρεύσουν κεφάλαια, αν θα δημιουργηθούν επιχειρήσεις, δουλειές, αν ο κόσμος θα ’χει να περάσει, αν κανείς δεν θα μπορεί να επενδύσει, αν δεν θα μείνει μία στην τσέπη κανενός, ούτε αυτών που πρόσκαιρα ταΐζουν, που όταν το καταλάβουν μάλλον θα είναι πια αργά και για τους ίδιους. Δεν φαίνεται να τους καίγεται καρφί αν θα επιστρέψουμε (πάντα με αξιοπρέπεια) στην εποχή των κοχυλιών ως συναλλακτικού μέσου και των ρεβιθιών αντί για καφέ.
Εκείνο που φαίνεται να τους ενδιαφέρει είναι να εξαφανιστεί στην ανέχεια το μέρος εκείνο της μεσαίας παραγωγικής τάξης που αποτελεί τον βασικό τους αντίπαλο. Είναι, περισσότερο κι από τις προηγούμενες, διακηρυγμένα, ομολογημένα, αποκλειστικά κυβέρνηση όσων δανείστηκαν αλόγιστα και χρωστούν, ενώ βρίσκεται απέναντι σε όσους εργάστηκαν, δεν άπλωσαν τα πόδια τους πέρα από το στρώμα τους, έκαναν ένα κουμάντο στη ζωή τους, αποταμίευσαν. Όπως ακριβώς και το κράτος που κυβερνά. Γι’ αυτό τόσο πολύ το καταλαβαίνει.
Μετά ήρθαν οι Χμερ, ή ο Μαδούρο.
Γιώργος Γιαννούλης-Γιαννουλόπουλος
Πρώτη δημοσίευση: marketnews.gr
No comments:
Post a Comment